Ο Χώρος Τέχνης Beton 7 Gallery φιλοξενεί τη δουλειά του Ελληνοαμερικάνου εικαστικού James Lane από την Τρίτη

8 Φεβρουαρίου 2011. Η έκθεση που έχει ως τίτλο – θέμα: Alluvium / Aλλούβιο θα διαρκέσει μέχρι τις 23/02/2011.

Το έργο του James Lane συνιστά ένα είδος «αποδόμησης» του φωτογραφικού μέσου, το οποίο αποτέλεσε στο παρελθόν το κύριο εκφραστικό του μέσο. Ύστερα από δεκάχρονη σχεδόν απουσία από τα εικαστικά πράγματα της Ελλάδας και ανάλογη εντατική εργασία και προσωπική καλλιτεχνική διερεύνηση ο Lane (με σπουδές στο Parsons και στο SVA της Νέας Υόρκης και το πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης) επανέρχεται στο Beton7 Gallery με μέρος της νέας εικαστικής παραγωγής του.

Με χρήση φωτομηχανικών μεθόδων (όπως σαρωτές εικόνας) των οποίων τα αποτελέσματα χρίζουν περαιτέρω ψηφιακής επεξεργασίας μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή ο εικαστικός χρησιμοποιεί ευτελή αντικείμενα δημιουργώντας μοναδικούς οπτικούς κόσμους.

Η αναφορά στο «τέλος της φωτογραφικής αναπαράστασης», η ψυχαναλυτικού τύπου ερμηνεία της προσωπικής οικογενειακής ιστορίας (ο καλλιτέχνης κατάγεται από οικογένεια ζωγράφων και ιστορικών της τέχνης), αλλά και η κατά τον ίδιο ανανεωτική σχέση με την αρχαία ορφική κοσμογονία και τη διονυσιακή λατρεία αποτελούν τις βάσεις του νέου εικαστικού έργου.

Τα έργα είναι μάλλον μεμβράνες που δημιουργούνται με την επαφή φυσικού υλικού με την όραση (μια σταγόνα νερού που εξατμίζεται, η σκόνη που συσσωρεύεται με το χρόνο πάνω σ’ έναν οπτικό φακό, ένα άλμπουμ φωτογραφιών από το οικογενειακό αρχείο) εξεικονίζοντας καθημερινούς ανεπαίσθητους μικρόκοσμους.

 Το έργο συνδέεται εννοιολογικά με τις πρώιμες τεχνικές αποτύπωσης φυτών (Typographia naturalis), που χρησιμοποιούσαν οι φυσιοδίφες του 18ου αιώνα όπως ο Kniphof. Παραπέμπει ταυτόχρονα και στα πρώτα βήματα της φωτογραφίας του Talbot, αλλά και στα μοντερνιστικά «φωτογράμματα» του Man Ray.

Σε ένα εννοιολογικό επίπεδο τα άλατα του νερού και η φωτογραφική σκόνη λειτουργούν ως ανάλογα των αλάτων αργύρου που σχηματίζουν τη φωτογραφική εικόνα, του φωτογραφικού δηλαδή κόκκου που φέρει την εικονική πληροφορία.

Ο όρος «αλλούβιο» -τίτλος και της έκθεσης- περιγράφει την αύξηση του εδάφους λόγω του προσχωματικού ιζήματος που κατατίθεται από έναν ποταμό στις εκβολές του. Αυτή η συμβολική αναφορά στην πάροδο του χρόνου και τη μνήμη που συνδέεται με αυτόν αποτελεί αλληγορία για την ίδια τη ζωή σε οργανικό επίπεδο, για την τέχνη αλλά και τον προσωπικό βίο.

Σε μια ηχητική εγκατάσταση της έκθεσης, για παράδειγμα, εμφανίζεται ο καλλιτέχνης σε μια διαδικασία αρχειοθέτησης η οποία συνοδεύεται από την παρατήρηση παγωμένου νερού σε διαδικασία τήξης.

Τα έργα του Lane λειτουργούν όμως και ως καθρέφτες τόσο μεταφορικά όσο και κυριολεκτικά – πρόκειται για τυπώματα πάνω σε καθρέφτη, όπου συχνά στο φόντο τους αντικατοπτρίζεται και ο θεατής. Μοιάζουν όμως και με μάσκες, προσωπεία «personae», όπως αυτές των χαρακτήρων του Διονυσιακού θεάτρου. Το προσωπείο στο αρχαίο δράμα συνένωνε τις δύο ταυτότητες τη φυσική και την υπερβατική και φυσικά έπαιζε το ρόλο της «πύλης ανάμεσα σε δύο κόσμους εμπειρίας».

Το έργο του εικαστικού μας προσκαλεί σ’ ένα μεταφυσικό στοχασμό υπέρ του υπερβατικού χρησιμοποιώντας εκείνα τα τεχνικά μέσα που συνδέονται όσο κανένα άλλο με τη τεκμηρίωση απτών πραγμάτων και τον κόσμο των αισθήσεων – το φωτογραφικό ντοκουμέντο.

Ως σύγχρονος παγανιστής λοιπόν ο Lane μας ωθεί να αναλογιστούμε για το τι σημαίνει «αλήθεια». Και όντως το νερό που χρησιμοποιεί σε ένα από τα έργα του με τίτλο «αλήθεια» είναι μια σταγόνα από τη πηγή της Λήθης στο Μαντείο του Τροφώνιου Διός (στη Λιβαδειά) και σε ένα άλλο μια σταγόνα από τη πηγή της Μνημοσύνης στο ίδιο μαντείο, στο οποίο κατέφταναν για χρησμό άνθρωποι από τις τέσσερις γωνίες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, (ανάμεσα τους και ο Παυσανίας, που στις «Περιηγήσεις» του περιγράφει με όλες τις λεπτομέρειες τα παράξενα που συνέβαιναν εκεί).

Κατ’ αυτό τον τρόπο στο έργο του Lane το Διονυσιακό έρεβος των χθόνιων Ορφικών τελετουργιών ταυτίζεται με το σκοτάδι του φωτογραφικού σκοτεινού θαλάμου, (αλλά και το υποκειμενικό ασυνείδητο σκοτάδι του καθένα από μας) έτσι ώστε το πέρασμα από το ένα στο άλλο να απαιτεί το «βίαιο» τεμαχισμό της φωτογραφικής μηχανής και τον αναβαπτισμό της (τόσο μεταφορικά, όσο και κυριολεκτικά).

Όπως και στο μύθο του Διόνυσου Ζαγρέα, ο θεός κομματιάζεται για να αναγεννηθεί, έτσι και στην περφόρμανς του εικαστικού στη διάρκεια των εγκαινίων της έκθεσης η φωτογραφική κάμερα τεμαχίζεται για να διασωθεί μόνο το παλιό φιλμ μέσα της – όπως και η καρδιά του Διόνυσου στον ανάλογο μύθο. Η camera obscura λειτουργεί ως σαρκοφάγος. Η διαδικασία αναγέννησης ταυτίζεται με την ανάμνηση και την εικαστική καινοτομία, αν και το ερώτημα περί «αλήθειας» που τόσο έχει απασχολήσει τη θεωρητική σκέψη παραμένει στην έκθεση του Lane η βασική φιλοσοφική «απορία» την οποία καλείται να αναστοχαστεί ο θεατής.