Ο Θωμάς Ιωάννου στην ποιητική του συλλογή Ιπποκράτους 15 μοιράζεται μια πρωτότυπη ποιητική θεματική, που παρότι δεν χαρακτηρίζεται από κατάφωρη ενότητα, καταφέρνει εν τέλει να κοινωνήσει τα μηνύματά της. Πιο συμπαγώς διαμορφωμένες θεωρήθηκαν οι απόψεις του περί Βαρύτητας, Ποιητικής και Χρόνου, ενώ από άποψη στυλιστικής μπορούν να σχολιαστούν ζητήματα τόνου, ρυθμού και ποιητικών τεχνικών.

Ο ποιητής φαίνεται πως αμφιλέγεται για το κατά πόσο το Βάρος μπορεί να θεωρηθεί θετικό ή αρνητικό. Αυτό το ερωτηματικό δίνεται εύγλωττα μόνο σε ένα ποίημα: «Όμως δεν ήξερα/Σε τι να το μετρήσω/Σε όνειρα ή σε λάθη/Και τι βαραίνει πιο πολύ». Εν γένει ακολουθείται το παραδοσιακό σχήμα που λαμβάνει το Βάρος ως αρνητικό, όπως ωραία το είχε παραδώσει ο Σολωμός στον Ύμνο εις την Ελευθερία, «σαν πτωχού που θυροδέρνει/ κι είναι βάρος του η ζωή». Ο Ιωάννου γράφει «Σώμα που τα’ βαλες με τη βαρύτητα/ Τραγούδα το πένθιμο και κατακόρυφο/ Εμβατήριό σου» και θεωρεί τη ζωή «άρση λαθών», όπου κινδυνεύουμε να καταπλακωθούμε από το «βάρος των πραχθέντων». Το σχήμα βαθύνεται μέσω της άποψης ότι όσο πιο ελαφρύ-ανούσιο είναι κάτι, τόσο πιο βαρύ: «Όμως αυτό το τίποτα/Ασήκωτο/Όσο πιο ελαφρύ/ Τόσο περισσότερο/Σε τραβάει κάτω». Επίσης, μαρτυρείται και μια πρωτότυπη θέση περί Σχετικής Βαρύτητας, αν μαθαίναμε ότι όλοι είχαμε την ίδια μοίρα∙ θα βάραινε περισσότερο η διαχείριση, θα ήμασταν υπόλογοι σε όμοια και οι δικαιολογίες θα περίσσευαν. Όμως οι άνθρωποι λαμβάνονται και ως εκ των προτέρων βαριόμοιροι, αφού είναι «από την κούνια υπέρβαροι/ Σε προσδοκίες ξένες». Δειλά κάνει την εμφάνισή της σε ένα ποίημα η ιδέα του Βάρους θετικά προσεσημασμένη: «Ακολουθούν πια πιστά/Τις συμβουλές των γιατρών τους/ Ζυγίζονται τακτικά/Μην πάρουν παραπάνω όνειρα».

Η Ποίηση αφ’ ενός λαμβάνεται ως όργανο απελευθερωτικό, καθώς μπορεί και συντάσσει το άρρητο, άλλοτε όμως η σχέση της με τη Ζωή είναι σχεδόν αντιθετική. Όπως λέει ο ίδιος ο ποιητής «Ίσως μόνο η ποίηση μπορεί….να καταγράψει με ακρίβεια/Την ισοηλεκτρική γραμμή της ύπαρξης», ή, όπως αλλού γράφει, το ποίημα είναι το μόνο που αντηχεί την πάλαι ποτέ ψυχή, το εναπομείναν ωραίο λίγο του κόσμου, όπως θα έλεγε η Δημουλά. Βέβαια, αυτή η αντήχηση- η σύνθεση, δηλαδή, ενός ποιήματος- κάθε άλλο παρά εύκολη είναι, αφού ο Ιωάννου ξεκάθαρα παρομοιάζει τα ποιήματα με υψηλού κινδύνου κυήματα. Η Ποίηση όμως δεν έχει θέση σε ζωή που βιώνει Έρωτα, καθώς ως συνήθως γράφει για τα πριν ή τα κατόπιν αυτού ή για άλλα ανεκπλήρωτα. Έτσι αντιτίθεται με τη ζωή. Από μια άλλη οπτική, ομιλεί «τη διάλεκτο των νεκρών/ Κάνοντας σήματα καπνού στο πουθενά», απομακρυνόμενη από τους ζωντανούς.

Στοιχείο πρωτοτυπίας συνιστά η επικέντρωση του ποιητή στο χρονικό επίπεδο του Μέλλοντος, σε αντίθεση με αυτό του Παρελθόντος, όπως συνηθίζεται στην Ποίηση. Μάλιστα χρησιμοποιείται σε θέσεις όπου (πιο συμβατικά) χωρά το παρελθόν: «Κι ολόκληρο το μέλλον/ Σαν δάκρυ κύλησε απ’ τα μάτια μου», «Έρχομαι δίχως το μέλλον μου». Το Μέλλον αλλού προσωποποιείται επιτυχώς, βρίσκεται απ’ έξω απ΄ το παρόν σαν άδικη κατάρα και δεν αστειεύεται. Οι σκέψεις περί μέλλοντος έδωσαν στον ποιητή την ευκαιρία να συνθέσει ωραίες, νοηματικά συμπεπηγμένες ποιητικές στιγμές, όπως η εξής: «Μπάζει νερά το χθες/ Κι ούτε μια ξέρα μέλλοντος/ Στον ορίζοντα». Πρωτότυπη θεωρήθηκε επίσης μια επί του θέματος λεξιπλασία, που κατάφερε να φωτίσει κατάλληλα τις στοχευμένες των λέξεων πτυχές: «Και να μαθαίνουμε τα τετελεσμένα/ Παρά ένα παρόν ανέμελλον».

Ως προς την πιο τεχνική πλευρά της ποίησης του Ιωάννου, πρέπει να σημειωθεί πως υπάρχουν αρκετές ωραίες στιγμές, στιγμές όπου η ποιητική σκέψη μορφώθηκε πιστά σε λόγο μέσω καλής χρήσης παραδοσιακών μέσων. Αναφέρω μερικές: η παρομοίωση του εφήμερου έρωτα με πρώτες βοήθειες, έστω μια απλή περιποίηση τραυμάτων, που θύμισε τις καβαφικές νάρκης του άλγους δοκιμές, που κάνουνε –για λίγο- να μην νιώθεται η πληγή∙ η προσωποποίηση της Σιωπής και η προσπάθεια όλων «να την ερμηνεύσουν/μιλώντας αντ’ αυτής», αλλά και ο φόβος όλων μην μας «πιάσει στο στόμα της». Βαθιά ποιητική σκέψη αποτυπώνεται επιτυχώς στους εξής στίχους: «Διαμελιζόμενος ανάμεσα/Στο νυν των λέξεων/ Στο αεί των αποσιωπητικών/ Και στο ποτέ του σώματος».

Υπήρξαν ωστόσο ποιήματα στα οποία η προσπάθεια να αποδοθούν πολλά νοήματα κατέληγε ασαφώς κουραστική για τον αναγνώστη. Η αίσθηση ότι ένα ποίημα θα μπορούσε να έχει πολύ πιο παραγωγικά διαιρεθεί σε περισσότερα προκλήθηκε παραπάνω από μία φορές. Είναι δύσκολο να επιτευχθεί βάθος σε παραπάνω από ένα ζητήματα εντός του ίδιου ποιήματος. Ακόμη πιο δύσκολο είναι να γίνει ο αναγνώστης δέκτης της βαθύτητας αυτής (αν και όταν επιτυγχάνεται, εκτός κι αν μιλάμε για αριστουργήματα). Επίσης, παρότι ήταν εμφανής η προσπάθεια του ποιητή να αφήσει την απλή λεκτική ουσία των σκέψεων, χωρίς πολλές προσθήκες, υπήρξαν φορές που η απλότητα θα μπορούσε να είναι πιο ουσιαστικά κρυπτική, παρά αποκαλυπτική της σειριακής αναλυτικότητας της σκέψης.

Ως προς τον ρυθμό, είναι από τις λίγες φορές που θα επιχειρήσω να τον διαχωρίσω αισθητά από τον τόνο, καθώς ένιωσα πως ο ποιητής συχνά έδινε λεπτές τονικές αποχρώσεις. Ο ρυθμός τον ακολουθούσε στα όρια του στίχου, του διστίχου κάποιες φορές, χωρίς όμως να παραμένουν παντρεμένοι για πολύ. Το στοιχείο του «πεζού» ήταν έντονο, χωρίς όμως να αγγίζει πάντα το πεζολογικό, αυτό το ρυθμικό εσωστρεφές αφηγηματικό κάλπασμα, που, όταν ρυθμίζεται, ακούγεται από μακριά. Αυτό το διαζύγιο τόνου και ρυθμού φαινόταν κυρίως στα τέλη των ποιημάτων, που δεν ήταν παταγώδη ή αισίως ληκτικά, αλλά έμεναν κάποιες φορές μετέωρα ή άλλες φορές έκλειναν πριν την ώρα τους.

Σαν όλον, ωστόσο, το αποτέλεσμα δεν ήταν καθόλου αδιάφορο. Η επιτυχής χρήση «εξω-ποιητικών» όρων (π.χ. ιατρικής), το στιγμιαίο ποιητικό βάθος και ο τόνος είναι στοιχεία που δύσκολα κατορθώνονται. Ένα θεματικό, συμπαγές ξεκαθάρισμα συνοδευμένο από ένα έστω απλό παιχνίδι ρυθμών θα απογείωνε τα ποιητικά μέσα που ήδη χειρίζεται ο ποιητής.

Η ποιητική συλλογή του Θωμά Ιωάννου, Ιπποκράτους 15, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν.