Η κλασική ερωτική ιστορία του Γκουστάφ ΜολάντερIntermezzo, με την ανεπανάληπτη Ίνγκριντ Μπέργκμαν, έρχεται σε επανέκδοση από τη New Star, από τις 22 Μαΐου στους κινηματογράφους!

Σύνοψη

Ο διάσημος βιολιστής Χόλγκερ Μπραντ επιστρέφει στο σπίτι του μετά από μία περιοδεία. Όλα μοιάζουν τυπικά και βαρετά, μιας και ο έρωτάς του για την σύζυγό του δείχνει να έχει εξασθενίσει.

Την ίδια περίοδο, η μικρή του κόρη κάνει μαθήματα πιάνου με μια νέα δασκάλα, την Ανίτα. Ο Χόλγκερ ερωτεύεται τη δασκάλα, τη φλερτάρει, την κερδίζει ξεκινάει μαζί της παγκόσμια περιοδεία –καθώς ήθη αναζητούσε μια καινούρια πιανίστα.

Οι εντάσεις, τα πάθη και η καταστροφή είναι πλέον πάρα πολύ κοντά, αφού πλέον γίνει ολοφάνερο, ότι μια σχέση με τέτοια διαφορά ηλικίας, θέσης και στόχων είναι αδύνατη.  Σύντομα εξάλλου ο Μπραντ θα ανακαλύψει ότι τα αισθήματα για την γυναίκα του, τα οποία νόμιζε ότι είχαν σβήσει, ξαναζωντάνεψαν…

Ταινία έντονης καλλιτεχνικής αισθητικής

Το έντονης καλλιτεχνικής αισθητικής δράμα «Intermezzo» γυρίστηκε το 1936 στη Σουηδία. Στο βασικό καστ συμπεριλαμβάνεται και η νεαρή, τότε, Ingrid Bergman, σε έναν από τους τελευταίους της ρόλους σε σουηδική ταινία και λίγο πριν φύγει για τα πλατό του Hollywood. Την σκηνοθεσία υπογράφει ο Gustaf Molander, ενώ πρωταγωνιστεί και ο Goesta Ekman.

Το «Intermezzo» είναι ένα καθαρά ερωτικό δράμα, τοποθετημένο σε πολλές τοποθεσίες γύρω από την Ευρώπη και τον κόσμο. Ο Μολάντερ εξετάζει το ερωτικό αδιέξοδο, δίνοντας ένα intermezzo (στην γλώσσα της μουσικής, ένα παρεμβαλλόμενο κομμάτι) της ζωής ενός μεγάλου μουσικού, που αν και παράνομο αποδεικνύεται άξιο να «παιχτεί».

Μια… μουσική ματιά στο ερωτικό αδιέξοδο

Παρά τον καθαρά καλλιτεχνικό χαρακτήρα της ταινίας, που διαποτίζεται από μία αίσθηση ότι ο κόσμος αποτελείται από τη μουσική, από τη μία και όλα τα υπόλοιπα, απ’ την άλλη, στο τέλος φαίνεται να είναι ένα τόσο απλό στη δομή και την εξέλιξη του ερωτικό δράμα, που εύκολα θα κερδίσει και τον θεατή που ίσως αρχικέ είχε νιώσει ότι σνομπάρεται. Το γεγονός, ότι σχεδόν όλοι οι χαρακτήρες της περιστρέφονται γύρω από τον χώρο της τέχνης, σπάνια γίνεται ορατό στις θεμελιώδεις αντιδράσεις τους απέναντι στον έρωτα, την απώλεια και την προδοσία, πράγμα που τις φέρνει πολύ πιο κοντά σε αυτές ενός απλού ανθρώπου.

Στα υπέρ της ταινίας, πρέπει να προσθέσουμε την εκπληκτική μουσική της επένδυση, καθώς και τον άψογο συγχρονισμό των οργάνων που παίζονται, με τη μουσική που ακούγεται (σε τεράστια αντιδιαστολή λ.χ. με τον τελείως «εκτός χρόνου» Fellini). Αυτό γίνεται ακόμα πιο συναρπαστικό αν αναλογιστούμε ότι πρόκειται για μια ταινία του 1936 και μάλιστα όχι Χολιγουντιανή. Θα έλεγε κανείς ότι χάρη στην εκπληκτική μουσική σύνθεση, αλλά και τη διασκευή κλασικώς κομματιών του Τσαϊκόφσκι, η ταινία σου δίνει την αίσθηση ότι ο κόσμος αποτελείται από μουσική. Θα μπορούσε κανείς να τη χαρακτηρίσει ως «μια… μουσική ματιά στο ερωτικό αδιέξοδο».

«Κάθε κοντινό πλάνο στο πρόσωπο της Μπέργκμαν ισούται με ατόφιο χρυσάφι»

Επίσης, μια υπέρλαμπρη και ιδιαίτερα πειστική Ingrid Bergman (20 χρονών τότε), στον ρόλο της πιανίστας – μοιραίας  γυναίκας (έναν ρόλο τον οποίο θα επαναλάβει πολύ αργότερα στην «Φθινοπωρινή Σονάτα» του Ingmar Bergman) να δείχνει γιατί θεωρείται πρότυπο ηθοποιού, ενώ ο Gösta Ekman, είναι αρκετά πειστικός ως ο άνθρωπος που τα έχει όλα, τα χάνει σχεδόν όλα και ξανακερδίζει λίγα.

Εκεί, ωστόσο, που πέφτουν όλα τα φώτα, είναι το πρόσωπο της Μπέργκμαν. Χαρακτηριστικό αυτό που γράφτηκε σε αμερικανική κριτική της εποχής: «Κάθε κοντινό πλάνο στο πρόσωπο της Μπέργκμαν ισούται με ατόφιο χρυσάφι». Εξάλλου, αυτή ακριβώς ήταν η ταινία που άνοιξε για την Μπέργκαμν το δρόμο του Χόλυγουντ (εξ ου και το χολυγουντιανό ριμέικ του 1939, η πρώτη χολυγουντιανή εμφάνιση της Μπέργκαν, η οποία ασφαλώς ερμήνευσε τον ίδιο ρόλο με το πρωτότυπο του Μολάντερ).

Κλασικό δράμα που κερδίζει τον θεατή

Η σκηνοθετική δουλειά είναι εξαιρετικά υποδειγματική, για την εποχή της τουλάχιστον και για τα πενιχρά μέσα που διέθετε ο Μολάντερ.
Συνολικά, έχουμε ένα κλασικό δράμα που θεωρείται από τα καλύτερα πρώιμα επιτεύγματα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, μετρώντας ένα αμερικανικό remake και το οποίο, παρά τον ελιτίστικο χαρακτήρα του και την απλή (όχι, όμως, απλοϊκή) υπόθεσή του, κερδίζει τον θεατή χάρη στην έντονη δραματική του ατμόσφαιρα και τους λαμπρούς πρωταγωνιστές του.

Το δε μότο της ταινίας είναι σίγουρα το «Δεν μπορείς να χτίζεις την ευτυχία σου πάνω στη δυστυχία των άλλων».

INTERMEZZO
Σουηδία – 1936 – Ασπρόμαυρη
(93΄)

Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Γκουστάφ Μολάντερ
Σενάριο: Γκόστα Στίβενς, Γκουστάφ Μολάντερ
Φωτογραφία: Άκε Ντάλκβιστ
Μουσική: Χάιντς Πρόβοστ
Μοντάζ: Όσκαρ Ρόζαντερ

Πρωταγωνιστούν

Ίνγκριντ Μπέργκμαν
Γκόστα Έκμαν
Ίνγκα Τίντμπλαντ
Έρικ «Μπούλεν» Μπέργκλουντ
Ούγκο Μπιόρνε
Άντερς Χένρικσον