Στον Ιάκωβο ανακαλύπτουμε ένα κείμενο μωπασωνικής προέλευσης με όλα τα στοιχεία εκείνα που οδηγούν σε αδυναμία να προσδιορίσουμε την ταυτότητα των δύο ανδρών που πρωταγωνιστούν. Ο Χατζηνικολάου καταφέρνει να προσδώσει από την αρχή ως το τέλος έναν αέρα και μία ατμόσφαιρα πλήρους αγωνίας για την τύχη των δύο ανδρών σε αυτήν την περιοχή της επικράτειας όπου όλα είναι ρευστά. Οι σχέσεις τους, οι έρωτές τους, η ζωή του Ιάκωβου από την μία και η απρόσμενη έλευση του άγνωστου άνδρα από την άλλη είναι ένας συνδυασμός που δύσκολα αναλύεται. Οι πράξεις και η επικοινωνία του ανώνυμου άνδρα με τους ανθρώπους της κοινότητας άστατες ͘ άλλοτε αγγίζουν το φως και άλλοτε το σκοτάδι μέσα από ένα δράμα που συντελείται και είναι όμως υποχθόνιο, υπονοείται σε κάθε βήμα, τίποτα δεν μοιάζει να μπορεί να οργανωθεί και όλα κρέμονται από μία κλωστή.

Ο συγγραφέας οδηγείται και εμπνέεται από την ιστορία του ταλαιπωρημένου ελληνικού χωροχρόνου, ο οποίος είναι ποτισμένος από τόσα γεγονότα δραματικά, απώλειες ανθρώπων και συνειδήσεων, ονομάτων και ταυτότητας αυτών σαν το άρωμα της ιστορίας να μην έχει εξατμιστεί και να αιωρείται σαν σύννεφο ακόμα πάνω από τις ζωές, ένα πέπλο που ασυνείδητα μπλέκει, ντύνει και στοιχειώνει. “Επιστρέψαμε μαζί το μεσημέρι. Δεν μιλούσαμε. Τίποτα καινούργιο δηλαδή, μόνο που ο Ιάκωβος εκείνη τη μέρα ήταν λίγο σαν φάντασμα, χωρίς κόκαλα, αφού τα φαντάσματα δεν έχουν κόκαλα και δεν μπορείς να τ’ ακουμπήσεις”. Τόσο ο άγνωστος άνδρας που θυμίζει τραυματία ή άγνωστο στρατιώτη πολέμου όσο και ο Ιάκωβος βρίσκουν ο ένας τον άλλο γιατί η συγκυρία τα έφερε έτσι, απρόθυμα και αλλόκοτα. Ανήκουν σε δύο διαφορετικούς κόσμους για αυτό και οι πραγματικότητες τους και τα στρατόπεδα δράσης τους τούς οδηγούν σε διαφορετικές συμπεριφορές χωρίς σύγκλιση ή διασταύρωση. Συνεπώς, εκεί οι σχέσεις τους διέρχονται κρίση και συγκρουσιακές διεργασίες απρόβλεπτων εσωτερικών ψυχολογικών αναταράξεων.

Στο σπίτι όπου ζουν, που δεν είναι τίποτε άλλο από ένα ιψενικό καταφύγιο όπου όλα κυλάνε ομαλά αλλά σαν κάτι να υπονομεύει αυτή την ομαλότητα, διακρίνουμε την δυσκολία των ηρώων στην συμβίωση τους, κυρίως όμως του άγνωστου άνδρα να ενταχθεί στην κοινωνία στην οποία βρέθηκε ακούσια. Είναι που ούτε ο ίδιος έχει την δυνατότητα να αποτελέσει μέρος της γιατί αναζητά το εγώ του, τα πατήματά του. “Ούτε τ’ όνομά σου δεν ξέρουμε γαμώτο. Και πράγματι δεν το ήξεραν γιατί δεν το ήξερα εγώ”. Δεν θα κατορθώσει να ενσωματωθεί ούτε στιγμή, η διάθεση φυγής του είναι συνεχόμενη, ο τόπος αυτός δεν έχει αντοχές να τον δεχτεί και εκείνος δεν με την σειρά του είναι και θα παραμείνει ξένος και αποξενωμένος, μία σκιά ανάμεσα σε σκιές. Παράλληλα, ο Ιάκωβος τον υποδέχεται αλλά ποτέ δεν αναπτύσσουν κοινό κώδικα επικοινωνίας και σαν να περιμένει την έξοδό του και ένας φόβος να τον κυριεύει μήπως αυτός ο άγνωστος άνδρας είναι απειλή. Τελικά τι είναι, ένας εισβολέας, ένας αντίπαλος, ένας εχθρός ή ένας περαστικός που ο χρόνος έχει τελειώσει; Το παρακάτω απόσπασμα επιβεβαιώνει το χάσμα που χωρίζει τους δύο άνδρες, το κενό που ποτέ δεν γεμίζει, ένα μετέωρο μαγνητικό πεδίο που τους καταδικάζει σε αιώνια απουσία σύνδεσης. “Ήταν σαν ο ήλιος ν’ άλλαξε θέση και η σκιά του Ιάκωβου να χάθηκε ξαφνικά, λες και είχε εξατμιστεί από τη ζέστη και ο άντρας έμεινε στο χωράφι ξανά μοναχός, με την εντύπωση πως μόλις είχε δει ένα φάντασμα μόνο που ήταν σαν ένα φάντασμα να είχε συναντήσει ένα άλλο φάντασμα, δύο φαντάσματα δηλαδή, με το ένα να φοβάται το άλλο, γιατί κανέναν από τα δύο φαντάσματα δεν ήξερε πως ήταν φάντασμα το ίδιο”.

“Η καρδιά του άντρα χτυπούσε τόσο δυνατά που πίστεψε πως θα έσκαγε από στιγμή σε στιγμή και ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε έτσι από τότε που είχε έρθει στον οικισμό. Μια έξαψη που ήταν σαν να έσκαβε ένα λαγούμι που τον οδηγούσε σ’ ένα χώρο που ήταν για καιρό κλειστός”

“Το σπίτι έμοιαζε μ’ ένα κόκαλο δίχως μεδούλι, βουβό”

“Και εξαφανίστηκε και εγώ έμεινα να διαλύω το σκοτάδι γύρω μου”


Το βιβλίο του Κωνσταντίνου Χατζηνικολάου, Ιάκωβος, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες.