Η κριτική πρόσληψη του έργου της Αθηνάς Τάχα τείνει να παγιώσει μία διχοτόμηση ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική πλευρά της καλλιτεχνικής της δημιουργίας.

Ωστόσο, αν κάποιος ανατρέξει στα πρώιμα εννοιολογικά της έργα από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, τους πειραματισμούς της πάνω στη σύσταση και τη συμπεριφορά των υλικών, και συνεκτιμήσει το έμπρακτο ενδιαφέρον της για τη φύση και το αστικό περιβάλλον με τη συστηματική μελέτη του ανθρώπινου σώματος θα διαπιστώσει την εσωτερική ενότητα και συνοχή που διέπει το σύνολο του έργου της.

Η επεξεργασία των θεμάτων σε σειρές, η ρυθμικότητα της κίνησης, η δομική λειτουργία του χρόνου και η ανάδειξη των απτικών αξιών της ύλης διαγράφουν το κοινό υπόβαθρο σύλληψης τόσο των ‘δημόσιων’ όσο και των ‘ιδιωτικών’ έργων της με άξονα το σώμα και την ταυτότητα. Το σώμα αποτελεί για την Αθηνά Τάχα αδιάσπαστο τμήμα του σύμπαντος. υπόκειται στους ίδιους εξελικτικούς νόμους της φθοράς και της προσαρμοστικής μετάλλαξης που διέπουν το όλον. Καθώς σταδιακά ωριμάζει και γηράσκει, υφίσταται αλλοιώσεις που επιβεβαιώνουν την εύθραυστη φύση του, ενώ η ασθένεια και η βία είναι δυνατό να λειτουργήσουν ως ανασχετικοί παράγοντες στη φυσική και υγιή του ανάπτυξη…

Η σκόπιμη αμφισημία των υλικών που συνθέτουν τις πανοπλίες της εγείρει μία σειρά ερωτημάτων γύρω από τα κοινωνικά αίτια που οδηγούν σε αποκλεισμό, φθορά, περιθωριοποίηση, διάκριση λόγω φύλου και σεξουαλική εκμετάλλευση, ενώ ταυτόχρονα υπαινίσσονται τους σαθρούς μηχανισμούς άμυνας που αναπτύσσει το γυναικείο σώμα απέναντι στην πανίσχυρη βιομηχανία της επιβεβλημένης ομορφιάς και της τεχνητά διατηρούμενης νεότητας.

Info: Η Συραγώ Τσιάρα είναι Ιστορικός Τέχνης. Αποφοίτησε από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ. το 1989 και στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Leeds, Αγγλία. Ολοκλήρωσε τη διδακτορική της διατριβή το 2000 στο Α.Π.Θ. με θέμα τη δημόσια γλυπτική στη Μακεδονία. Το 2004 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος η μελέτη της: Τοπία της Εθνικής Μνήμης. Ιστορίες της Μακεδονίας γραμμένες σε μάρμαρο.

Εργάζεται ως επιμελήτρια στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Θεσσαλονίκης από το 2000. Το καλοκαίρι του 2007 ανέλαβε τη διεύθυνση του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης. Επίσης διδάσκει από το 2003 Ιστορία και Θεωρία της Τέχνης του 20ού αιώνα και Δημόσια Τέχνη στο Τμήμα Ιστορίας – Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.