Το Γυάλινο Μουσικό Θέατρο παρουσιάζει σε δύο μοναδικές συναυλίες Παρασκευή 20 και 27 Φεβρουαρίου ένα αφιέρωμα στο έργο του κορυφαίου τραγουδοποιού  Άκη Πάνου.  

Αυτοδίδακτος μουσικός ο Άκης Πάνου με έφεση αρχικά στη  στιχουργική ολοκληρώνει από τα πρώτα του τραγούδια «προσωπικότητα» ξεχωριστή στο δισκογραφικό γίγνεσθαι . Ακολουθεί την «ολιστική» τέχνη της τραγουδοποιίας γράφοντας τον στίχο και τη μουσική στα τραγούδια του και μερικές φορές κατασκευάζοντας και τα όργανα που τα παίζει. Η αιχμηρή του πένα, η ενδοσκοπική και αναλυτική ματιά του τον κάνουν μοναδικό και του δίνουν θέση μαζί με τους κορυφαίους του ελληνικού τραγουδιού. Τα τραγούδια του έχουν το πάθος και την φλόγα του έρωτα, της κοινωνικής αδικίας και του ονείρου. Τα τραγούδησαν σε πρώτες αλλά και πολλαπλές εκτελέσεις οι καλύτεροι τραγουδιστές της Ελλάδας.

Υπηρέτησε τη δημιουργία και την αναβίωση του καλού λαϊκού τραγουδιού.

Ο ίδιος αυτοβιογραφείται..

«Εγώ είμαι ρεμπέτης 100%. Εθελοντής ρεμπέτης. Όχι κληρωτός. Γιατί ο κληρωτός υπάρχει περίπτωση να απολυθεί. Ενώ εγώ θα μείνω για πάντα ρεμπέτης. Λένε πως τέλειωσε το ρεμπέτικο, πεθάναν οι ρεμπέτες. Μήπως εννοούν ρεμπέτη αυτόν που έπινε αργιλέ; Πρέπει να ξέρουν ότι αυτοί που λέγανε «πίνω αργιλέ», τότε που το λέγανε, το χασίσι είχε δέκα μέρες η οκά. Ενώ τώρα έχει φτάσει πέντε χρόνια το δράμι – και να ’ταν δράμι… Ας μην περιμένουν επομένως στους καιρούς μας τέτοιες εξομολογήσεις…

Γεννήθηκα στην Αθήνα, στου Χαροκόπου, το 1933. Γειτονιά με πολλούς πρόσφυγες, ιδίως Ποντίους. Από μικρό παιδί ζω μες στη μουσική. Μες στους κεμετζέδες και στα τραγούδια των Ποντίων, στην κλασική κιθάρα, που παίζει ο αδερφός της μάνας μου, Περικλής Σακελλαρίδης, στα ρεμπέτικα που είναι διάχυτα παντού στην περιοχή μας. Φαντάσου, δώδεκα χρονώ φεύγω από το σπίτι και πάω στις Τζιτζιφιές, απέναντι από το κέντρο του Καλαματιανού. Ξαπλώνω στην αμμουδιά και ακούω μπουζούκια ως τις τρεις το πρωί. Έχω τελείως ξεχαστεί! Κι όταν γυρίζω στους δικούς μου, με πιάνει ο πατέρας μου και με πάει στο τμήμα… Ο πατέρας μου… Ένα ανθρωπάκι κοντό, μια σταλιά, αλλά με μεγάλη δύναμη στον χαρακτήρα. Εκείνα τα χρόνια είναι διαχειριστής στη βασιλική φρουρά και θέλει να με δει νοικοκυρόπαιδο. Με στέλνει στους προσκόπους. Και στο κατηχητικό. Εγώ όμως έχω αλλού τον νου μου…

Ο μεγάλος μου αδερφός, ο Ευάγγελος, είναι ένας σπουδαίος σκαλιστής και παίζει και κιθάρα. Απ’ αυτόν μαθαίνω να πιάνω στο χέρι μου όργανο. Σκέψου, εννιά χρονώ παίζω μαντολίνο μαζί με κάτι παιδιά ακόμα, Ποντίους, στην Καλλιθέα, και παίζω επαγγελματικά: μας πληρώνουν με ένα πιάτο κεφτεδάκια δεν ξέρω από τι καμωμένα… Το 1948 ανεβαίνω ως ταλέντο στο Αλκαζάρ, στη Φρεγάδα του Λάσκου, και παίζω κιθάρα μαζί με τον αδερφό μου, ενώ η αδερφή μου τραγουδάει. Δεν μ’ αρέσει όμως να είμαι υπό. Θέλω να φύγω από την κηδεμονία του αδερφού μου. Γι’ αυτό και σμίγω με έναν συνομήλικό μου, Λευτέρη, που ’παιζε μπουζούκι, και τρέχουμε μαζί στα πάρτι και τους χορούς. Δυο χρόνια αργότερα σκοτώνεται ο αδερφός μου, 20 χρονώ παλικάρι. Είχε πάει να κάνει μια καντάδα, καβάλησε στο τραμ, πήδησε στη στροφή, για να κατεβεί, χτύπησε σε μια κολόνα και από ’κεί πετάχτηκε πάνω στις ράγες, κάτω από το τραμ… Κόπηκε η ζωή μου στα δυο… Δεν έχασα μόνο τον αδερφό μου… Ο Ευάγγελος ήταν και δάσκαλός μου, και πατέρας μου, και όλα μου.

Είμαι πια 15 χρονώ. Το σπίτι δεν με χωράει. Είμαι μόνος μου. Από τη μια το ζευγάρι, οι γονείς μου. Από την άλλη τα κορίτσια, οι αδερφές μου. Και στην άκρη εγώ, ολομόναχος. Ευτυχώς που υπάρχει μουσική. Και η σέγα. Την πιάνω στα χέρια μου και φτιάχνω αγγέλους με το κόντρα πλακέ. Εκείνα τα χρόνια ο Λαιμός έχει στην Καλλιθέα ένα θέατρο. Πηγαίνω και παίζω τα βράδια από τα παρασκήνια, μαζί με τον Λευτέρη. Είμαστε η ορχήστρα και πληρωνόμαστε. Ύστερα μπλέκω με τον Καρανικόλα, τον Σιμόπουλο, τον Ορφέα τον Κρεούζη, και τρέχω μαζί τους, όπου πάνε, τα σαββατοκύριακα για δουλειά.

Το 1950 γνωρίζω τον Λουκά τον Νταράλα, που είναι φαντάρος. Τη βρίσκω με τον Λουκά. Δεν πάμε για το μεροκάματο. Πάμε για να τη βρούμε εμείς. Δουλεύουμε δυο χρόνια στο Πηγαδάκι, ένα πρώην μπακάλικο στο Αιγάλεω. Κάποτε όμως τελειώνει κι αυτό και αρχίζει η περιπλάνησή μου με τα διάφορα συγκροτήματα, πότ’ εδώ και πότ’ εκεί. Ως το 1958. Που τα παρατάω. Για πάντα».

Τα τραγούδια θα ερμηνεύσουν οι παλιοί του συνεργάτες τραγουδιστές Λάμπρος Καρελάς, Θοδωρής Παπαδόπουλος και η Λίζα Ανδρέου.

Στο αφιέρωμα θα συμπράξουν ως έκτακτοι προσκεκλημένοι, στις 20 Φεβρουαρίου ο Μανώλης Μητσιάς ερμηνεύοντας τραγούδια από τον δίσκο «ΠΑΡΩΝ» και στις 27 Φεβρουαρίου ο Γιώργος Μαργαρίτης ερμηνεύοντας τραγούδια από τον δίσκο «Τελευταίος πυρετός».

Επιμέλεια αφιερώματος: Άγγελος Σφακιανάκης
Επιμέλεια ορχήστρας: Παναγιώτης Στεργίου

Παίζουν οι μουσικοί:
Παναγιώτης Στεργίου – Τρίχορδο μπουζούκι
Χρήστος Μπέκας – Τρίχορδο μπουζούκι
Γιάννης Καραμανιόλας – Κοντραμπάσο
Νίκος Καινούριος – Κιθάρα
Τάσος Κάντας – Ακορντεόν
Άγγελος Σφακιανάκης – κρουστά