Θύμα μιας υπέρμετρης ευδαιμονίας με ραγισμένες εσωτερικές αντιστάσεις, ο Φιτζέραλντ έλαμψε μέσα στην πλασματική ανηφόρα που έγινε κατηφόρα και έφερε τον άνθρωπο της εποχής του στην δίνη των επερχόμενων δυσάρεστων εξελίξεων, θύμα των οποίων υπήρξε και ο ίδιος.

Μέσα όμως από αυτήν την δυστυχή συγκυρία, κατάφερε και δημιούργησε μυθιστορήματα και διηγήματα που σήμερα αντιπροσωπεύουν την ιστορία μίας Αμερικής που γεύτηκε τους καρπούς της ευμάρειας αλλά πληγώθηκε θανάσιμα από την αστοχία στην διαχείρισή τους, σαν αυτοί οι καρποί να ήταν ένα αστείρευτο ποτό. Και όλα αυτά συμβαίνουν και λαμβάνουν χώρα γιατί οι ιστορίες, γλαφυρά και σκωπτικά δοσμένες, σκιαγραφούνται μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που πνίγηκε στο μεθύσι της ανεμελιάς και της αγκαλιάς με το όνειρο για μία ζωή γεμάτη πολυτέλεια. Η ζωή αυτή όμως που εκείνος ονειρεύτηκε μαζί με την αγαπημένη του Ζέλντα δεν τους χαμογέλασε τόσο ώστε να παραμείνει για πάντα χαρούμενη και απολαυστική. Έτσι τα όνειρα και οι πόθοι τους, ο φλογερός έρωτάς τους, η γιορτή που έστησαν και οι ξέφρενοι ρυθμοί υπό τους ήχους των οποίων χόρεψαν, σώπασαν γρήγορα για να δώσουν την θέση τους σε μία απρόσμενη θλίψη. Τα διηγήματα στην υπό μελέτη έκδοση και μέσα από την εξαιρετική μετάφραση του Γιάννη Λάμψα ενέχουν όλα αυτά τα στοιχεία ενός αυτοβιογραφικού Φιτζέραλντ, αφού τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν δεν είναι παρά μικρογραφίες του δικού του προσώπου και τα γεγονότα που βιώνουν αυτά τα πρόσωπα καθρέφτης των δικών του αδύναμων στιγμών.

Στο πολύ καλά δουλεμένο επίμετρο όπου φωτίζονται πτυχές του συγγραφέα και παρέχονται πολύτιμες πληροφορίες, θα βρούμε μία πολύ χαρακτηριστική δήλωση του Φιτζέραλντ: “Έχασα όλες μου τις ελπίδες πάνω στους δρόμους που οδηγούν στις κλινικές της Ζέλντα”. Τελικά πόσο πολύ τον καταρράκωσε αυτό το ψέμα πάνω στο οποίο έχτισε την ταραγμένη ζωή του και τα ίχνη του οποίου δεν μπόρεσε ποτέ να μετρήσει; Στα παιδικά του χρόνια είδε την αποτυχία του πατέρα του να χτυπάει την πόρτα της κατά τα άλλα αριστοκρατικής ζωής της οικογένειας ενώ αργότερα ο ίδιος αδυνατώντας να ορθοποδήσει το ρίχνει στο ποτό ως έναν τρόπο διαφυγής από τα προβλήματα. Είναι τότε που χάνει την κηδεμονία της κόρης του Σκόττι, ένα επεισόδιο που πρέπει να του στοίχισε πολύ. Στο διήγημα “Επιστροφή στη Βαβυλώνα” και ένα από τα πλέον δημοφιλή και αντιπροσωπευτικά της λογοτεχνικής του αξίας, περιγράφεται ωμά και καυστικά ο Τσάρλυ, το alter ego του, να προσπαθεί να ξεχάσει το ρημαγμένο παρελθόν του και να πείσει όλους γύρω του πως η αυτοκαταστροφή του είναι ένα γεγονός που ανήκει στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Αυτός και η Ζέλντα μέσα στον πυρετό της ευζωίας τους μοιάζει να έζησαν για λίγο μία ζωή δανεική, μία ζωή που δεν τους ανήκε αλλά τους μοιράστηκε για λίγο σαν τα χαρτιά μίας τράπουλας και εκείνοι χωρίς λογική αλλά με παραφροσύνη και παραλογισμό έχασαν όλα τους τα κεκτημένα εν μία νυκτί. Το παραμύθι τελείωσε νωρίς για αυτούς τους αιώνιους έφηβους, ο ένας στο τέλος μίσησε τον άλλον και γεύτηκαν και οι δύο πικρά το ίδιο τέλος. Στο επίμετρο αναφέρεται: “Η τραγική μοίρα και των δύο τους είναι το αντίτιμο που όφειλαν να πληρώσουν για την εξαιρετικά ιδιόμορφη προσωπικότητά τους και για τον τρόπο με τον οποίο πλούτισαν την παγκόσμια λογοτεχνία”.

Δεν πρέπει επ’ουδενί βέβαια να λησμονούμε πως ο ίδιος ο Φιτζέραλντ πέρα από τον τυφλό έρωτα και την απίστευτη ζήλεια για την Ζέλντα, βίωσε έντονα και απογοητεύτηκε και από την θητεία του στο μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου πολέμου όπου θήτευσε σε θέση που ουσιαστικά για τον ίδιο δεν προσέφερε τίποτα. Αυτό το συμβάν σε συνδυασμό με την αγωνία του για δημιουργία και αναγνώριση, η οποία άργησε να έρθει, τον οδήγησαν στο σημείο την απρόσμενη παραγωγή πλούτου που εξασφάλισε από την έκδοση των έργων του να την μετουσιώσει σε χρέη μιας και ξόδευε ασύστολα και αλόγιστα περισσότερα από αυτά που άντεχε η τσέπη του. Το κραχ του 1929 αποτέλεσε θεωρητικά και πρακτικά το επιστέγασμα μίας χιονοστιβάδας και μίας κατρακύλας που κανείς δεν προέβλεψε και το αμερικανικό όνειρο βυθίστηκε στα έγκατα της γης αφήνοντας πίσω συντρίμμια και κατάθλιψη στον κόσμο. Ο ίδιος ο Φιτζέραλντ στο διήγημα “Η χρηματοδότηση του Φίννεγκαν” περιγράφει σαρκαστικά και με ύφος αυτοκριτικής την δική του πτώση, τις απώλειες του και την χαμένη του αισιοδοξία, εκφράζοντας μία βαθιά πικρία που αγγίζει τα όρια της προδοσίας προς τον ίδιο του τον εαυτό, ένας ιππότης που χάνει τον πόλεμο μαχαιρώνοντας την ίδια του την σάρκα παραδομένος στα συνεχή λάθη του. Αυτό θα υπερθεματίσει και θα υπονοήσει στο διήγημα “Η τελευταία των ωραίων” όπου περιγράφει μία κοπέλα έρμαιο και θύμα της ομορφιάς της, μίας ομορφιάς όμως που δεν θα διαρκούσε για πάντα. Αναφέρει χαρακτηριστικά: “Οι διακυμάνσεις της υπερηφάνειας, οι φωνητικοί υπαινιγμοί για κάποια μυστικά μιας λαμπρότερης, ωραιότερης προπολεμικής εποχής, είχαν σβήσει από τη φωνή της”.

Ο Φιτζέραλντ στην σύντομη ζωή του έμελλε να γνωρίσει προσωπικότητες της εποχής του όπως ο Έρνεστ Χεμινγουέι, τον οποίο θαύμαζε και με τον οποίο έγιναν φίλοι αλλά σαν ένας άλλος Βαν Γκογκ και Γκωγκέν, γρήγορα διαφιλονίκησαν και οι δρόμοι τους χωρίστηκαν. Καταθέτει ο Χέμινγουεϊ προς τον Φιτζέραλντ με μία δόση ειλικρινούς και καλοπροαίρετης κριτικής: “Πρέπει να μάθεις να λησμονείς την προσωπική σου τραγωδία… Είναι καιρός να αντιληφθείς ότι δεν είσαι τραγικός ήρωας, όπως δεν είμαι ούτε και εγώ. Είμαστε απλώς συγγραφείς και η δουλειά μας είναι να γράφουμε”. Μεταξύ άλλων συναναστράφηκε την Γερτρούδη Στάιν, μαικήνα της εποχής και υπέρμαχο πολλών καλλιτεχνών, τον Τζέιμς Τζόυς, τον Νταλί και άλλους με τους οποίους μοιράστηκε την τρέλα, αυτήν που αν δεν υπήρχε μέσα του εμείς τώρα δεν θα τον αναλύαμε με τόση νοσταλγία και θαυμασμό για αυτά που πέτυχε και γιατί κυρίως απέτυχε. Γιατί “Για τα λάθη σας, σας θαυμάζω” είχε πει ο Χένρι Τζέιμς. Τελικά, “το σύνολο του έργου του Φιτζέραλντ επιβεβαιώνει τόσο την αποτυχία του ανθρώπου όσο και το μεγαλείο της προσπάθειας, το σκότος της πραγματικότητας από τη μία και τη λαμπρότητα του ονείρου απ’ την άλλη, τα όρια της κοινωνίας αλλά και την άπειρη ευρύτητα της λογοτεχνίας”.

“Οι άνθρωποι αυτοκαταστρέφονταν απ’ την υπερβολική δουλειά και το σώμα του και το μυαλό του ήταν φτιαγμένα απ’ το ίδιο φθαρτό και τρωτό υλικό” – Από το διήγημα Ο Υπνάκος της Γκρέτχεν

“Το μόνο που μπορούσα να ξέρω με βεβαιότητα ήταν πως αυτό το μέρος που ήταν κάποτε γεμάτο ζωή και προσπάθεια είχε χαθεί σαν μην είχε ποτέ υπάρξει” – Από το διήγημα Η τελευταία των ωραίων

“Είναι όλα ωραία όταν τα διαβάζεις {…} μα όταν καθίσεις να τα γράψεις απλά και καθαρά είναι σαν μια βδομάδα στο τρελοκομείο” – Από το διήγημα Η χρηματοδότηση του Φίννεγκαν

Το βιβλίο του Φράνισις Σκοτ Φιτζέραλντ, Η τελευταία των ωραίων και άλλες ιστορίες, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές.