[…]Το πάθος εκείνο, που κυριεύει όλα τα κύτταρα του ανθρώπου, που του ανατρέπει το ψυχολογικό καθεστώς, που εκτροχιάζει το βιοτικό ρυθμό, του μεταλλάσει τη νοοτροπία και τον διαποτίζει με μια αντιφατική και αγχώδη νοσηρότητα […]
«Κίτρινος φάκελος» – Μ. Καραγάτσης
[…] οι σατανάδες φώλιασαν στα σωθικά και μηχανεύτηκαν να τα σμίξουν με ηδονή θανατερή. Έλιωσαν από επιθυμία τα κορμιά, φλογίστηκαν από εγωισμό οι ψυχές, σπάραξαν γλυκά οι σάρκες κι έσπειραν το θάνατο, παντού, παντού, παντού… […]
«Η Μεγάλη χίμαιρα» – Μ. Καραγάτσης

Η Φαίδρα. Τυφλωμένη από πόθο για τον Ιππόλυτο, τον εκδικείται και τον καταστρέφει, τιμωρώντας στη συνέχεια και τον εαυτό της. Η Έμμα Μποβαρύ. Αναζητώντας το πάθος και την περιπέτεια, προδίδει την συμβατική συζυγική ζωή και δίνεται σε δύο εραστές, ξεκινώντας την πορεία προς το τραγικό φινάλε. Η Μήδεια. Σκορπά την καταστροφή οργισμένη για την ερωτική προδοσία, δολοφονώντας ακόμα και τα παιδιά της, λίγο πριν διαφύγει κυνηγημένη πάνω στο άρμα του ήλιου. Η Μαρίνα. Παραδομένη στις επιθυμίες και επιδιώκοντας ασυμβατότητες, πράττει όσα όλες οι αρχετυπικές ηρωίδες μαζί.

Η γενιά του ’30 ήταν εκείνη που μας έδωσε τα σπουδαιότερα και πιο ξακουστά δημιουργήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Ανάμεσα στα πιο πολυδιαβασμένα και αγαπητά, είναι η «Μεγάλη Χίμαιρα» του Καραγάτση. Το βιβλίο, όπως και τα περισσότερα του συγγραφέα, δεν είχαν την ευκαιρία να εδραιωθούν στη συνείδηση των αναγνωστών περνώντας από τη μέση εκπαίδευση, όμως κέρδισαν επάξια το κοινό με την ιδιαίτερη γραφή και την ενδιαφέρουσα θεματολογία. Προσωπικά θυμάμαι ακόμα κάποια απογεύματα Ιουνίου πριν πολλά χρόνια, όταν γνώρισα τον μυστηριακό καραγατσικό κόσμο. Κι εάν ο καιρός περνά και αναστοχαζόμαστε πάνω στις λογοτεχνικές επιλογές, η «Χίμαιρα» για μένα θα κατέχει πάντα μία ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους.

Ο Καραγάτσης έγραψε το κείμενο σε μία πρώιμη νουβέλα το 1936, δίνοντάς του τον τίτλο «Χίμαιρα», ενώ στην ολοκληρωμένη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα, εκδόθηκε το 1953. Επηρεάστηκε από ένα γράμμα του Γάλλου μυθιστοριογράφου Roger Vercel, ο οποίος του έθεσε μία σειρά ερωτημάτων που θα έπρεπε να τον απασχολήσουν. Ο διεισδυτικός συγγραφέας, δεν περιορίστηκε στην απλή αναφορά της ζωής μιας ξένης στην Ελλάδα, μα έπλασε ένα λεπτομερές γυναικείο ψυχογράφημα, περιπλεγμένο με μυθολογικό φως. Η «Μεγάλη Χίμαιρα», αποτελεί το δεύτερο μέρος της αινιγματικής τριλογίας «Εγκλιματισμοί κάτω από το Φοίβο», μαζί με τον «Λιάπκιν» και τον «Γιούγκερμαν», όπου τρεις ξένοι αποτυγχάνουν να προσαρμοστούν στη νέα πατρίδα και ηττώνται κάτω από τον ελληνικό ήλιο.

Η νεαρή Μαρίνα Μπαρέ, αφοσιώνεται με πάθος στις ελληνιστικές της σπουδές στο πανεπιστήμιο της Ρουέν, μετά το μεγάλο ψυχικό σοκ του ξεπεσμού της οικογένειάς της. Ο στρατιωτικός πατέρας πεθαίνει σε κάποιο αφρικανικό στρατόπεδο και η μητέρα για να μπορέσει να ζήσει ικανοποιητικά, μετατρέπει το αρχοντικό τους σε πολυτελή οίκο ανοχής. Η ήδη εύθραυστη ψυχοτροπία της κοπέλας μεταβάλλεται δραματικά . Κατά καιρούς συνάπτει σχέσεις με τρεις άνδρες, χωρίς να της γεννηθεί κανένας αισθησιασμός, δίνοντας την εντύπωση μίας φύσης αναφροδίσιας. Η μοίρα όμως, φέρνει στο δρόμο της το Γιάννη, έναν Έλληνα ναυτικό, ο οποίος καταφέρνει να γεννήσει μέσα της τον έρωτα και το πάθος. Του παραδίνεται αμαχητί και τον ακολουθεί στην Σύρο, ενώνοντας την ζωή της με εκείνον, αλλά και το περιβάλλον του: μία χήρα παραδοσιακή μητέρα και έναν βαθιά καλλιεργημένο, μα ναρκισσιστικά απόμακρο αδερφό. Η Μαρίνα ανακαλύπτει έναν καινούργιο κόσμο, ιδιαίτερο και αντιθετικό, ερχόμενη σε ρήξη με ό,τι γνώριζε από τον βορρά. Αφού περάσουν έξι χρόνια και γεννηθεί ένα κοριτσάκι, κάποιο περίεργο παιχνίδι του πεπρωμένου, θα αναγκάσει τον Γιάννη να μπαρκάρει στα καράβια για να καλύψει οικονομικές ζημιές, αφήνοντας μόνη την Μαρίνα, η οποία βυθίζεται σε αισθηματική ζάλη. Την ίδια νύχτα που θα πέσει στην αγκαλιά κάποιου άγνωστου, θα αρρωστήσει βαριά το παιδί της, σαν τιμωρία για την ασυδοσία της, ενώ λίγο αργότερα, τη στιγμή που το μυστικό και ύπουλο πάθος της για το Μηνά, θα βρει αντίκρισμα, η μικρή Άννα θα αφήσει την τελευταία της πνοή. Αυτή θα είναι η αρχή, ενός προδιαγεγραμμένου από το μύθο, τραγικού τέλους.

Η κεντρική ηρωίδα αντλεί στοιχεία απλό τις δύο τραγικές ηρωίδες του Ευριπίδη, Μήδεια και Φαίδρα, ως προς τον ψυχισμό, την τελική τιμωρία ή κάθαρση, μα και τις επιπτώσεις του ανεξέλεγκτου πάθους τους. Η συνταύτιση με τη Μαντάμ Μποβαρύ γίνεται πιο αισθητή, όταν η Μαρίνα, έχοντας ήδη εντοπίσει τα σημάδια αποτυχίας του εγκλιματισμού στην Ελλάδα, στρέφεται μετά από χρόνια θαυμασμού του ελληνικού πνεύματος, ξανά στους κλασικούς της πατρίδας της και ανακαλύπτει ξανά γραφές όπως του Φλωμπέρ. Οδηγείται στο αδιέξοδο μέσα από το μαρτυρικό μονοπάτι της υπέρβασης και η καλά κρυμμένη ύβρη, περιμένει χαιρέκακα τη στιγμή της εκδήλωσης.

Η σύγκρουση της Ανατολής και της Δύσης είναι διάχυτη στο έργο. Δύο αντιθετικοί κόσμοι, αναμετρώνται συνεχώς, μα εν τέλει νικά ο εκ προοιμίου κυριαρχούμενος. Η οικογένεια που κατάγεται από τη σκλαβωμένη Κάσο, αναδεικνύει μία διαφορετική κοινωνική νοοτροπία από την προχωρημένη και απελευθερωμένη γαλλική, πράγμα που αρχικά μαγεύει και καλεί για εξερεύνηση τη νεαρή κοπέλα, μα στη συνέχεια γίνεται αλυσίδα που την πνίγει σαν αιχμάλωτη. Και η θαλασσινή ζωή στο αρχιπέλαγος, τόσο μυστηριώδης και απρόσιτη για μια Ευρωπαία της νορμανδικής πεδιάδας, θα αποτελέσει πηγή κακών, μα και κάθαρση.

Ο Δημήτρης Τάρλοου, με μεγάλη αγάπη προς το κείμενο και με τη βοήθεια της συμπαθητικής διασκευής του Στρατή Πασχάλη, έστησε μια παράσταση στρωτή και δεμένη. Θα περίμενε ίσως κανείς μετά την εξαίσια «Ευρυδίκη» του, να βάλει έντονο ονειρικό στοιχείο και στη «Χίμαιρα», μα επέλεξε να βαδίσει με ισορροπία και ευστοχία ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Το κείμενο είναι σφιχτό και καλύπτει τα βασικότερα στοιχεία του βιβλίου. Δεν έδωσε περισσότερο βάρος, εσκεμμένα βέβαια, στην πρότερη ζωή της Μαρίνας στη Ρουέν και πώς αυτή απέκτησε μία ιδιάζουσα «ψύχωση της πορνείας». Επιπλέον, μετέτρεψε τους λογοτεχνικούς στοχασμούς του συγγραφέα και την απαιτητική πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε διαλογικό  κομμάτι, πράγμα που περιέχει ρίσκο, καθώς κάνει το διάλογο σε συγκεκριμένα σημεία κάπως πιο εξωπραγματικό. Παρόλα αυτά, σε μία παράσταση με τόσες απαιτήσεις, φάνηκε η σκηνοθετική λεπτοδουλειά και οι εσωτερικοί κραδασμοί των ηρώων, ιδιαίτερα της Μαρίνας. Η Ελένη Μανωλοπούλου για ακόμα μία φορά έβαλε τις υπέροχες ενδυματολογικές της πινελιές, με ρούχα αέρινα, κομψά και πιστά στο πνεύμα του έργου. Τα σκηνικά της ήταν ατμοσφαιρικά, λειτουργικά και λιτά. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, αρμονικά ταιριαστοί, επιβλητικοί και ενίοτε απόκοσμοι. Ιδιαίτερη μνεία για την έξοχη μουσική της Κατερίνας Πολέμη, η οποία εξελίσσεται σταθερά τα τελευταία χρόνια σε κάτι πολύ ελπιδοφόρο για την ελληνική μουσική. Στην «Χίμαιρα» έδωσε ένα από τα πιο ολοκληρωμένα δείγματα δουλειάς. Αναμένουμε τα καλύτερα στη συνέχεια. Να σημειωθεί πως η σκηνοθεσία του κινηματογραφικού κομματιού της παράστασης, που θύμιζε γαλλικό νουάρ εποχής, ανήκει στο Χρήστο Δήμα και οι όμορφες χορογραφίες στην Ζωή Χατζηαντωνίου.

Από τους ηθοποιούς, δίκαια το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στην πρωταγωνίστρια Αλεξάνδρα Αϊδίνη, που κουβαλάει πάνω της το βάρος της παράστασης. Η «Μαρίνα», είναι ότι πιο άρτιο έχει κάνει μέχρι στιγμής στο σανίδι. Έπλασε με νεύρο και παλμό την ηρωίδα της, είχε εσωτερικότητα και μεστότητα, χωρίς βέβαια να αποφύγει σε κάποιες στιγμές το σκόπελο της υπερβολής. Θα ήταν όμορφο να ξέραμε τι ακριβώς είχε στο μυαλό της όταν έστηνε το ρόλο, καθώς ο έντονος λυρισμός του βλέμματος και η ευαισθησία, θύμιζε κάτι πολύ ενδιαφέρον υποκριτικά από το θεατρικό παρελθόν της Αθήνας. Ο Νίκος Ψαρράς ήταν ακριβής και ευθύβολος, απέδωσε την πεζότητα ενός ανθρώπου χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση, πιστού στην οικογένεια και την πατρίδα. Ο Όμηρος Πουλάκης από την άλλη, ερμήνευσε χαριτωμένα και παιγνιωδώς τον Μηνά, όμως δεν ανέδειξε πλήρως την σκοτεινή παθιασμένη του ψυχοσύνθεση, κρατώντας κάποιες αποστάσεις από το αυτό το σημαντικό στοιχείο. Καλό το γενικό αποτέλεσμα, ειδικά στην κορύφωση του ρόλου του. Η Σοφία Σεϊρλή, έπλασε τη Ρεΐζαινα, κάπως πιο επιθετικά από ό,τι φαίνεται στο βιβλίο. Είχε εύστοχα ξεσπάσματα, έλεγχο φωνής και φανέρωσε σπαρακτικά την αλήθεια της. Η Αλίκη Αλεξανδράκη, είχε ένα μικρό αλλά ενδιαφέροντα ρόλο, που χρωμάτισε ιδανικά με το ταλέντο και την ιδιοσυγκρασία της. Η Ηλιάννα Μαυρομάτη, είχε τρία μικρά αλλά όμορφα περάσματα, τα οποία απέδωσε ικανοποιητικά. Τέλος, ο Δημήτρης Τάρλοου, ερμήνευσε τον ίδιο τον παππού του, με μέτρο και ακρίβεια, σε μία αινιγματική σκηνή, όπου δημιουργός και δημιούργημα συναντιούνται και ορίζουν αόριστα μία κατοπινή συνάντηση. Η σκηνή υπάρχει και στο βιβλίο, μα με περισσότερο υπονοούμενο, μιας κι ο Καραγάτσης παρουσιάζεται ως Νεζερίτης, ένα άλλο γνωστό ψευδώνυμό του. Ο Τάρλοου όμως, επέλεξε στην παράσταση, να λύσει και την παραμικρή αμφιβολία ότι επρόκειτο για αυτόν.

Η Μαρίνα της Σύρου και η Μαρίνα της Ρουέν. Θα δοκιμάσει να χορτάσει την ακόρεστη δίψα της, χωρίς να υποψιαστεί πριν το τέλος, πως ό,τι αναζήτησε, ίσως βρισκόταν αλλού. Όταν το συνειδητοποιήσει, θα παραδεχτεί πως κυνήγησε το ανέφικτο, μια χίμαιρα, που της ξέφυγε μέσα από τα δάκτυλα σαν άμμος.


Η «Μεγάλη Χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση, που παρουσιάστηκε σε παγκόσμια πρώτη στο Φεστιβάλ Αθηνών σε τέσσερις sold out παραστάσεις, επαναλαμβάνεται στο θέατρο Πορεία.