Η όπερα-κόσμημα του μπελκάντο, η Λουτσία ντι Λαμμερμούρ του Γκαετάνο Ντονιτσέττι, θα σκορπίσει και πάλι τη λάμψη της στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 13 χρόνια μετά την παρουσίασή της, το Φεβρουάριο του 2002, στην Αίθουσα –τότε– Φίλων της Μουσικής. – Οι παραστάσεις αναβάλλονται

Ανακοίνωση

Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών ανακοινώνει την αναβολή των δύο συναυλιακών παρουσιάσεων της όπερας Λουτσία ντι Λαμμερμούρ, την Τρίτη 24 και την Πέμπτη 26 Μαρτίου, με διακεκριμένους λυρικούς ερμηνευτές, την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΝΕΡΙΤ και αρχιμουσικό τον Λουκά Καρυτινό, καθώς και τη Χορωδία του Δήμου Αθηναίων υπό τον Σταύρο Μπερή.

Ως προς τη Χορωδία του Δήμου Αθηναίων, παρά το γεγονός ότι λάμβανε μέρος στις δοκιμές για την εν λόγω παραγωγή μέχρι και την  Παρασκευή 20 Μαρτίου και μολονότι το Μέγαρο είχε αποδεχθεί εγγράφως όλες τις προϋποθέσεις συνεργασίας με τον Οργανισμό Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του Δήμου Αθηναίων (ΟΠΑΝΔΑ), το απόγευμα της Παρασκευής ο ΟΜΜΑ ενημερώθηκε ότι δεν εγκρίθηκε η συμμετοχή της Χορωδίας στην ανωτέρω παραγωγή.

Ως εκ τούτου, η συναυλιακή παρουσίαση της Λουτσία ντι Λαμμερμούρ αναβάλλεται για την επόμενη καλλιτεχνική περίοδο.

Όσοι έχουν ήδη προμηθευτεί τα εισιτήριά τους, μπορούν να προσέρχονται στα εκδοτήρια του Μεγάρου Μουσικής, προκειμένου να τους επιστραφεί το αντίτιμο (πληροφορίες: 210 72 82 333).

Τον δεξιοτεχνικό και απαιτητικό ρόλο της Λουτσίας, που, κατά τον 20ό αιώνα, απέδωσαν υποδειγματικά η Μαρία Κάλλας και η Ντέιμ Τζόαν Σάδερλαντ, ερμηνεύει για πρώτη φορά η διακεκριμένη σοπράνο κολορατούρα Βασιλική Καραγιάννη, μόνιμο μέλος του δυναμικού των μονωδών της ΕΛΣ. Μαζί της, επί σκηνής, ο ιταλός βαρύτονος Μάουρο Μπονφάντι (Ενρίκο Άστον), οι τενόροι Γιάννης Χριστόπουλος (Εντγκάρντο Ρέιβενσγουντ) και Γιάννης Καλύβας (Αρτούρο Μπάκλω και Νορμάννο), ο βαθύφωνος Τάσος Αποστόλου (Ραϊμόντο) και η μεσόφωνος Ελένη Βουδουράκη (Αλίζα). Τους πλαισιώνουν η Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα της ΝΕΡΙΤ και η Χορωδία του Δήμου Αθηναίων υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Λουκά Καρυτινού. Τη Χορωδία δίδαξε ο Σταύρος Μπερής. Την καλλιτεχνική επίβλεψη έχει αναλάβει ο κόντρα τενόρος και παιδαγωγός Άρης Χριστοφέλλης. Υπεύθυνος για τη μουσική προετοιμασία είναι ο πιανίστας Θανάσης Αποστολόπουλος. Η παρουσίαση της Λουτσίας ντι Λαμμερμούρ σε συναυλιακή μορφή εντάσσεται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Κύκλου Όπερα στο Μέγαρο.

Ανάγνωση αναφοράς

Μέσα από αυτή τη συναυλιακή παρουσίαση της Λουτσίας ντι Λαμμερμούρ στο Μέγαρο, επιχειρείται μια ανάγνωση αναφοράς με έμφαση στην πιο μικρή λεπτομέρεια μιας πολυπαιγμένης παρτιτούρας, μια ανάγνωση που όμως αναδίδει τελικά την παράξενη μαγεία του αυθεντικού μπελ κάντο. Η κρυμμένη αυθεντικότητα της Λουτσία αναζητήθηκε επίμονα από τον Άρη Χριστοφέλλη –ο οποίος πρόσφερε την εμπεριστατωμένη μουσική του καθοδήγηση στους σολίστ– σε βιβλιογραφικές πηγές του 19ου αιώνα και σε ιστορικές ηχογραφήσεις των αρχών του 20ού. Στο σημείωμά του με τίτλο «Η φωνή της Λουτσίας» για το έντυπο πρόγραμμα αυτής της συναυλιακής παρουσίασης, ο Χριστοφέλλης αναφέρει: «Οι πρώτες ιστορικές ηχογραφήσεις της Λουτσία (1890-1939) και οι πρακτικές του μπελκάντο όπως αποτυπώνονται στα εγχειρίδια των M. Garcia (1847), F. Lamperti (1864), M. Marchesi (1887) και L. Ricci (1937) είναι οι βασικοί οδηγοί στους οποίους στηρίχτηκε η προετοιμασία αυτής της παράστασης. Όλες ανεξαιρέτως οι καντέντσες και τα ornamenti [ποικίλματα] που χρησιμοποιήσαμε είναι δάνεια από το μακρινό παρελθόν της όπερας».

Η τραγική όπερα Λουτσία ντι Λαμμερμούρ γράφτηκε από τον Γκαετάνο Ντονιτσέττι (1797-1848) στα 1835, όταν πλέον ο Ροσσίνι και ο Μπελλίνι είχαν εκλείψει από το ευρωπαϊκό λυρικό προσκήνιο, γεγονός που συνέτεινε τα μάλα στην εδραίωσή του ως μιας από τις «δεσπόζουσες μεγαλοφυΐες της ιταλικής όπερας». Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε στις 26 Σεπτεμβρίου 1835 στο Θέατρο Σαν Κάρλο της Νάπολης με τη φημισμένη υψίφωνο Φάνυ Τακκινάρντι-Περζιάνι στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Όπως αναφέρει σε άρθρο του ο γάλλος συγγραφέας Αλαίν Αρνώ: «Σε μια εποχή της λυρικής τέχνης κατά την οποία οι γυναικείες φωνές ήταν μάλλον σκοτεινές και πλούσιες […], το να γράψει κανείς έναν ρόλο για μια φωνή τόσο υψηλή, φίνα και ευέλικτη όπως εκείνη της Περζιάνι αποτέλεσε τουλάχιστον καινοτομία, αν όχι επανάσταση».

Ο Ντονιτσέττι, ακολουθώντας τον συρμό της εποχής, στράφηκε και αυτός στην ιστορία και τον πολιτισμό της Σκοτίας, εστιάζοντας το ενδιαφέρον του στον Σερ Ουόλτερ Σκοτ, τον διάσημο συγγραφέα του Ιβανόη και της Κυράς της λίμνης, και συγκεκριμένα στο ιστορικό του μυθιστόρημα Η νύφη των Λάμμερμουρ (1819) που ο Σκοτ εμπνεύστηκε από πραγματικά γεγονότα. Το ιταλικό λιμπρέτο της τρίπρακτης όπερας του Ντονιτσέττι, το οποίο βασίζεται χαλαρά στην πλοκή του βιβλίου του Σκοτ, υπογράφει ο Σαλβατόρε Καμμαράνο.

Η υπόθεση διαδραματίζεται στη δύσβατη περιοχή των Λόφων Λάμμερμουρ της Σκοτίας, στα τέλη του 17ου αιώνα. Συνδυάζει το ρομαντικό ειδύλλιο με τη βιαιότητα των τοπικών πολέμων και αντεκδικήσεων, καθώς και με μυθολογικά στοιχεία της σκωτικής παράδοσης. Η ψυχολογικά εύθραυστη Λουτσία (Λούσυ Άστον) πέφτει θύμα της διαμάχης του Οίκου των Άστον με εκείνον των Ρέιβενσγουντ. Είναι ερωτευμένη με τον Εντγκάρντο Ρέιβενσγουντ, με τον οποίο ανταλλάσσουν όρκους αιώνιας πίστης, αλλά η οικογένειά της την προορίζει για νύφη του Αρτούρο Μπάκλω. Ο Εντγκάρντο αναχωρεί για τη Γαλλία, προκειμένου να τακτοποιήσει προσωπικές του υποθέσεις. Πριν φύγει, όμως, ανακοινώνει στη Λουτσία ότι σκοπεύει να συναντήσει τον αδελφό της Ενρίκο και να τη ζητήσει σε γάμο, μολονότι οι δύο οικογένειες χωρίζονται από άσβεστο μίσος: οι Άστον, οι συγγενείς της Λουτσία, ευθύνονται για το θάνατο του πατέρα του Εντγκάρντο. Κατά τη διάρκεια της απουσίας του αγαπημένου της, η Λουτσία βυθίζεται σε βαθιά θλίψη, καθώς δεν έχει νέα του, αφού όλα του τα γράμματα προς εκείνη έχουν κρατηθεί από τους ανθρώπους του αδελφού της Ενρίκο. Ο τελευταίος μάλιστα της δείχνει μια ψεύτικη επιστολή –δήθεν του Εντγκάρντο– προς μια άλλη γυναίκα, για να την πιέσει να παντρευτεί τον Αρτούρο. Η Λουτσία τελικά ενδίδει παρά τη θέλησή της. Κατά τη διάρκεια της γαμήλιας τελετής, που η άτυχη νεαρή γυναίκα αντιμετωπίζει ως θανατική καταδίκη, εμφανίζεται, προς κατάπληξη όλων, ο Εντγκάρντο. Η Λουτσία πέφτει λιπόθυμη, ενώ οι δύο εχθροί, ο Εντγκάρντο Ρέιβενσγουντ και ο Ενρίκο Άστον, συμφωνούν να μονομαχήσουν, την αυγή, μετά την αποκάλυψη της τρυφερής σχέσης της Λουτσία με τον Εντγκάρντο. Η Λουτσία, που έχει χάσει πια τα λογικά της, αποσύρεται στα διαμερίσματά της με τον σύζυγό της Αρτούρο, τον οποίο δολοφονεί σε μια κρίση τραγικής παραφροσύνης. Ακολουθεί η περίφημη Σκηνή της τρέλας, όπου η Λουτσία παραληρεί ετοιμοθάνατη με ξέπλεκα μαλλιά και αιματοβαμμένα ρούχα ενώπιον των εμβρόντητων προσκεκλημένων της γαμήλιας τελετής. Ακολουθώντας την αναπόδραστη μοίρα των περισσότερων ρομαντικών ηρωίδων, πεθαίνει, ενώ ο αγαπημένος της Εντγκάρντο αυτοκτονεί.