Από τις εκδόσεις Όπερα κυκλοφορεί το βιβλίο, Η ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν Πιστό του Λουίς Σεπούλβεδα σε μετάφραση Αχιλλέα Κυριακίδη.


“Οι αναμνήσεις μου ξεκινούν από τη μέρα που έπεσα στο χιόνι. Σε μια στροφή έπεσα απ’ την τσάντα και κανείς απ’ την αγέλη δεν το πήρε είδηση. Ο παγερός αέρας σκόρπιζε τ’ αδύναμα γαβγίσματά μου κι έκανα να τρέξω πίσω από τα άλογα, αλλά βούλιαζα στο χιόνι. Το σκοτάδι είχε σκεπάσει τα βουνά όταν ξύπνησα τρομαγμένος από μια γλώσσα υγρή και χλιαρή που μ’ έγλειφε απ’ τη μουσούδα ώς την ουρά, ενώ, ταυτόχρονα, μια μύτη με οσμιζόταν. Εκείνη η χλιαρή γλώσσα που μ’ έγλειφε έδιωξε το φόβο, και καθώς είχα συνέλθει λίγο από την παγωνιά, άφησα κάτι πανίσχυρα δόντια να με πιάσουν απ’ το σβέρκο χωρίς να με πονέσουν. Πήγα έτσι σηκωτός μέχρι μια σπηλιά, κι εκεί, ο σωτήρας μου, ένας ιαγουάρος, μου χάρισε τη ζεστασιά του μεγάλου κορμιού του.”

Είναι δύσκολο να είσαι σκύλος στην υπηρεσία μιας ομάδας ανθρώπων που σου φέρονται σκληρά. Είναι δύσκολο να είσαι δεμένος με μια αλυσίδα σ’ ένα δέντρο και να μη νοσταλγείς τη μακρινή εποχή που έπαιζες ελεύθερος, συντροφιά μ’ έναν μικρό ινδιάνο… Είναι δύσκολο να ξεχάσεις τη μέρα που βρέθηκες χαμένος στο χιόνι, τότε που πίστεψες πως είχε έρθει το τέλος σου. Είναι δύσκολο να ξεχάσεις ότι χρωστάς τη ζωή σου σ’ εκείνον τον ιαγουάρο που σε τάισε όταν ήσουν κουτάβι. Η ζωή όμως έχει γυρίσματα, και ο γερμανικός ποιμενικός που τον έλεγαν Πιστό, και πρωταγωνιστεί στην (τέταρτη) ιστορία για παιδιά του Λουίς Σεπούλβεδα, βρίσκεται αντιμέτωπος με μια σκληρή πραγματικότητα που θυμίζει σε πολλά την αγνοημένη και περιθωριοποιημένη φυλή των ινδιάνων Μαπούτσε – φυλή από την οποία κατάγεται και ο ίδιος ο Σεπούλβεδα, και αποτελεί το ένα δέκατο του πληθυσμού της Χιλής. Η ιστορία ενός σκύλου που τον έλεγαν Πιστό αναζητά την οικουμενική αξία που μαρτυρά το ίδιο το όνομα του πρωταγωνιστή (Αφμάου = Πιστός στη γλώσσα των Μαπούτσε), που εκτός από πιστός και γενναίος, αποδεικνύει ότι διαθέτει και μια αλάθητη μνήμη…

“Ήθελα να γράψω έναν ύμνο στην πιστότητα και τη φιλία για να στηρίξω με τον τρόπο μου τη φυλή των Μαπούτσε που ζει αγνοημένη και παραγκωνισμένη απ’ όλες τις κυβερνήσεις της πατρίδας μου. Το βιβλίο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και μιλά με τη φωνή του σκύλου-πρωταγωνιστή. Είναι η πρώτη φορά που διηγούμαι μια ιστορία βάζοντας στη θέση του αφηγητή ένα ζώο, αλλά για πρώτη φορά επίσης προσπάθησα να διηγηθώ συμπυκνωμένη μέσα σε πολύ λίγες σελίδες την κατάσταση που βιώνει μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού της Χιλής. Χρειάστηκε μια επίπονη δουλειά σύνθεσης για να μπορέσω να συνοψίσω την ιστορία μιας εθνότητας σε έξι φράσεις, και αναγκάστηκα να διαβάσω πολλά βιβλία κοινωνικής ανθρωπολογίας για να μετατρέψω την πληροφορία σε λογοτεχνία”. Λ.Σ.


Ο Luis Sepulveda (Λουίς Σεπούλβεδα) γεννήθηκε το 1949 στο Ovalle, στο βορρά της Χιλής. Στα 15 του χρόνια έγινε μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας. Σπούδασε σκηνοθεσία θεάτρου στο Σαντιάγο. Το 1969 πήρε πενταετή υποτροφία για το Πανεπιστήμιο της Μόσχας, αλλά πέντε μήνες αργότερα εκδιώχθηκε από τη Σοβιετική Ένωση λόγω “κακής διαγωγής”: είχε πιάσει φιλίες με αντιφρονούντες. Ένθερμος υποστηρικτής του Σαλβατόρ Αλιέντε, μπήκε στην προσωπική του φρουρά το 1973. Μετά το πραξικόπημα του Πινοσέτ φυλακίστηκε, βασανίστηκε, κατηγορήθηκε για προδοσία και καταδικάστηκε σε ποινή είκοσι οκτώ ετών. Μετά από δυόμισι χρόνια εγκλεισμού του αποφυλακίστηκε με παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας και εξορίστηκε από τη Χιλή. Κατέφυγε στο Εκουαδόρ, όπου οργάνωσε θεατρικό θίασο. Έγραψε ποιήματα, θεατρικά έργα, διηγήματα και δημιούργησε θεατρικές ομάδες στο Περού, το Εκουαδόρ και την Κολομβία. Έζησε έξι μήνες στον Αμαζόνιο με τους ινδιάνους Σουάρ, στο πλαίσιο αποστολής της Unesco, και αποκόμισε εμπειρίες που άλλαξαν την αντίληψή του για τον κόσμο και του πρόσφεραν, αργότερα, το υλικό για το πρώτο του μυθιστόρημα: “Ένας γέρος που διάβαζε ιστορίες αγάπης” (1989). Το 1979 κατατάχθηκε στη Διεθνή Ταξιαρχία “Σιμόν Μπολιβάρ” και συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα της Νικαράγουας, στην οποία, μετά την επικράτηση της επανάστασης, εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Την επόμενη χρονιά (1980) εγκαταστάθηκε στην Ευρώπη και έγινε ακτιβιστής της Greenpeace. Ταξίδεψε σ’ όλον τον κόσμο και του απονεμήθηκαν τα μεγαλύτερα λογοτεχνικά βραβεία. Τα πιο γνωστά βιβλία του είναι: “Ο κόσμος του τέλους του κόσμου” (1989), “Όνομα ταυρομάχου” (1994), “Patagonia express” (1995), “Η ιστορία του γάτου που έμαθε σ’ ένα γλάρο να πετάει” (1996), “Το ημερολόγιο ενός ευαίσθητου killer” (1996), “Hot Line, Γιακαρέ” (1997), “Η τρέλα του Πινοσέτ” (2002), “Τα χειρότερα παραμύθια των αδελφών Γκριμ” (2004), “Η δύναμη των ονείρων” (2006). Σήμερα ζει στην Ισπανία.