Είναι κάποιοι τόποι που κουβαλάνε πάνω τους μία αύρα και ένα άρωμα μαγείας και όσα χρόνια και αν περάσουν αυτό δεν χάνεται αλλά μοιάζει κάθε φορά να ξαναγεννιέται.

Η πόλη του φωτός, το Παρίσι, αυτό το μωσαϊκό τέχνης, λογοτεχνίας, μουσικής είναι πηγή έμπνευσης και εκεί αποφασίζει ο Νικολά Μπαρρό να τοποθετήσει την ιστορία του, μία ιστορία βγαλμένη από το σήμερα, από τη ζωή την ίδια. Η γραφή ενός απλού αλλά συνάμα και συναρπαστικού βιβλίου δεν διαφέρει πολύ από την μαγειρική, δεν είναι μία συνταγή εξωπραγματική, τα υλικά αρκεί να είναι αγνά, να κεντρίσουν το μέρος εκείνου του εγκεφάλου που έχει ανάγκη από μία γεύση διαφορετική, ίσα ίσα για να ξεχαστεί στα βάθη της. Έτσι και ο συγγραφέας εδώ με λιτότητα, ευστροφία, πηγαίο χιούμορ και άρτια χρήση της ανεπιτήδευτης γνώσης που απέκτησε από διάφορες αναγνώσεις, χαρίζει σε όλους εμάς ένα μυθιστόρημα που μιλάει στις καρδιές μας. Ας μου επιτραπεί να γίνω λίγο συναισθηματικός, το θέμα του βιβλίου το σηκώνει.

Πίσω στην ιστορία, τα πράγματα είναι απλά αλλά και πολύπλοκα μαζί. Οι ανθρώπινες σχέσεις κάθε μέρα δοκιμάζονται αλλά και επιδοκιμάζονται όταν ήρωες όπως η Ορελί και ο Αντρέ παλεύουν για την αγάπη. Παρά τα ορμητικά νερά που λίγο έλειψε να παρασύρουν με το διάβα τους την ανάγκη τους να βρει ο καθένας το έτερο του ήμισυ, εκεί στις καθυστερήσεις και με την βοήθεια των ανθρώπων που είχαν γύρω τους, δέχθηκαν τα βέλη του έρωτα, αυτού του μικρόσωμοι Θεού από τον οποίο κανείς δεν γλιτώνει όταν σε έχει βάλει στο μάτι του. Ο έρωτας ζει και βασιλεύει, αντέχει στις επάλξεις και στις δυσκολίες, μπορεί και ανασαίνει και ικανοποιεί την αδηφάγο του όρεξη όταν έχει μέσα του την αλήθεια και μάχεται για αυτή. Δεν είναι και τόσο δύσκολο να ερωτευτούν δύο άνθρωποι εντελώς άγνωστοι αν η μοίρα το θελήσει. Και επειδή κανένας έρωτας δεν γεννήθηκε χωρίς εμπόδια όταν αυτός εκπληρωθεί περνώντας μέσα από χίλια μύρια κύματα τότε η γεύση του γίνεται ακόμα πιο γλυκιά, το άγγιγμα του τρυφερό, το χάδι του απαλό.

Δεν θα αποκαλύψω στοιχεία και λεπτομέρειες της ιστορίας γιατί η αφήγηση είναι τόσο μεθυστική, οι περιγραφές τόσο επιτυχημένες και οι διάλογοι τόσο ζωντανοί που αξίζει κανείς να την πιει στο ποτήρι και να την απολαύσει μέχρι τον πάτο της. Και όταν η αγωνία κορυφώνεται σε κάποια σημεία, ο συγγραφέας ηθελημένα μας θέλει εκεί παρόντες να καθόμαστε απέναντι στους πρωταγωνιστές του και να συμπάσχουμε, να χαιρόμαστε, να ονειρευόμασταν να ήμασταν στην ίδια θέση με την κομψή Ορελί και τον αριστοκρατικό Αντρέ και στο τέλος να λυπόμαστε που οι σελίδες του βιβλίου τελείωσαν. Τουλάχιστον έχουμε μια έκπληξη στο τέλος του που μας αποζημιώνει και είναι βρώσιμη. Γιατί όπως αναφέρει και ο Μπαρρό: “Ακριβολογώντας, μόνο ένα είδος βιβλίων κατάφερε να πολλαπλασιάσει την ευτυχία στον πλανήτη μας: τα βιβλία μαγειρικής”, θα καταλάβετε αργότερα τι εννοεί ο ποιητής.

Θα είμαι όμως συμπονετικός με την αναμονή σας και θα δώσω μία μικρή σύνθεση μέσα από διάσπαρτες πληροφορίες μέχρι να πάρετε ύστερα τα κομμάτια, να τα συνδέσετε και να φτιάξετε το παζλ της αφήγησης. Όλα λοιπόν γυρίζουν γύρω από την Ορελί, ένα κορίτσι όπως αυτά που κανείς αν περιπλανηθεί στα σοκάκια της γαλλικής πρωτεύουσας μπορεί και να συναντήσει πίσω από την τζαμαρία μίας κρεπερί ή ενός μπιστρό σαν αυτά που πλημμυρίζουν τους παρισινούς δρόμους. Αυτή η κοπέλα είναι ιδιοκτήτρια ενός εστιατορίου που κληρονόμησε από τον πατέρα της και το όνομά αυτού, η “Εποχή των κερασιών”, ένα μέρος στο οποίο εναποθέτει κάθε μέρα όλο της το πάθος για δημιουργία, γιατί ό,τι και αν κάνεις και το κάνεις με ζήλο και αγάπη θα φανεί σε αυτόν που το εισπράττει. Έτσι, η Ορελί είναι ένα κορίτσι που καταπιάνεται με την διαμόρφωση του καταλόγου όπως ο ιμπρεσιονιστής ζωγράφος με το πινέλο του, δίνει όλο της τον εαυτό σε αυτή την αποστολή. Στην άλλη όχθη όχι του Σηκουάνα αλλά της ιστορίας συναντάμε τον επιμελητή των εκδόσεων Οπάλ, τον Αντρέ, έναν Οδυσσέα έτοιμο να φτιάξει την σχεδία του και να νικήσει κάθε Σκύλλα και κάθε Χάρυβδη για να “πετύχει” το βέλος στην καρδιά της Ορελί που εντελώς ξαφνικά και κατά λάθος αντικρίζει ένα μεσημέρι, μία γνωριμία που θα του αλλάξει την μέχρι τότε ζωή του. Τι όμως είναι αυτό που θα συνδέσει τόσο απρόσμενα τις δύο τους ζωές και θα φέρει τα πάνω κάτω σε αυτές? Ποιος είναι ο πραγματικός Αντρέ και η Ορελί πως θα δει στο πρόσωπό του την ελπίδα ξεπερνώντας όλες τις πικρίες του παρελθόντος ενώ εκείνος θα επανακτήσει την χαμένη του αυτοπεποίθηση;

Τα ερωτήματα αναπάντητα μέχρι να σας λυθούν με την ανάγνωση οι απορίες και μου δώσετε συγχαρητήρια που δεν μαρτύρησα κάτι παραπάνω από αυτά που μόλις ξεστόμισα με την προσμονή και την προσδοκία να ξεφύγετε για λίγο σε μία ατμόσφαιρα που θα μπορούσε να αποτελέσει την νέα ταινία του Γούντι Άλεν, ένα δεύτερο επεισόδιο του “Μεσάνυχτα στο Παρίσι”. Η “Εποχή των κερασιών” αν δεν είναι ένα αριστούργημα λογοτεχνικό είναι σίγουρα ένα βιβλίο γεμάτο εικόνες, ένα ταξίδι στον κόσμο της αγάπης και της γευσιγνωσίας, μία περιήγηση σε μία πόλη που αποπνέει αισθητική απ’ άκρη σε άκρη. Είναι όμως και ένα μάθημα πως δεν χρειάζονται στομφώδεις αναλύσεις και βαρύγδουπα λόγια για να αγγίξεις τις καρδιές των αναγνωστών, η λογοτεχνία είναι ένα κουτί με χρώματα και αν τα χρώματα γεμίσουν τον καμβά με τρόπο τότε το στοίχημα έχει κερδηθεί. Γιατί η δυσκολία βρίσκεται στην απλότητα και ο συγγραφέας, έχοντας υπάρξει βιβλιοπώλης και έχοντας διαβάσει, έπιασε τον παλμό και έβαλε όλο του το μεράκι και αυτό φαίνεται.

“Είναι φορές που πρέπει κανείς να ρίχνει στην τύχη μία μικρή σπρωξιά προκειμένου να τη βάλει στη σωστή κατεύθυνση”

Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορεί το βιβλίο του Νικολά Μπαρρό «Η Εποχή των Κερασιών», σε μετάφραση της Βασιλικής Κνήτου.