Από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορεί το βιβλίο  Η επιστροφή του Κώστα Μ. Σοφούλη.

 

Τελικά πήρα την απόφαση να εγκαταλείψω το στασίδι μου στην αυλή και να περάσω στο σπίτι. Η παρέα μέσα στο ευρύχωρο καθιστικό το είχε ρίξει στο κρασάκι, τιμώντας τους θρυλικούς μεζέδες της Μαντώς. -Ε, καιρός ήταν να μας τιμήσεις, δα, είπε ο Δημήτρης, με γεμάτο το στόμα αλλά χαμογελαστός και πρόσχαρος. Μη νομίζεις πως δε σε είδαμε, συνέχισε, αλλά μας είπε η Μαντώ πως κάτι σε βασανίζει τώρα τελευταία και το σκέφτεσαι στη μοναξιά σου. Γι’αυτό και δεν σε περιμέναμε για ν’αρχίσουμε τα μπουκώματα. Αλλά, τι λέω; Εσύ έχεις πολύ καλύτερο διασκελισμό. Θα μας προλάβεις και θα μας ξεπεράσεις κιόλας στις μπούκες. Κατάπιε κι έσκασε στα γέλια συμπαρασύροντας και τους υπόλοιπους στον υπαινιγμό για τη θρυλική λαιμαργία μου. Γρήγορα πέρασα σ’ εκείνη τη γλυκιά διάθεση που σου δίνει μια καλοδιάθετη παρέα που απρόσκλητα έρχεται για να δέσει αυθόρμητα την εγκατάστασή σου με τον ιστό της δικής της καθημερινότητας στον καινούργιο τόπο σου. Γιατί, εδώ που τα λέμε, ύστερα από πενήντα τόσα χρόνια ο τόπος ήταν για την ιστορία μου νέος, αδιάφορα αν η δική μου ψυχή τον χρωμάτιζε σαν τη γη της επαγγελίας, όπου γύριζα σαν άσωτος λιποτάκτης. Λιποτάκτης, όμως, που είχε βάλει θεληματικά οριστικό τέλος στις περιπλανήσεις του για να παραδοθεί στο υπόλοιπο της μοίρας του. Αυτό ήταν το ελαφρυντικό μου. Άλλωστε, από την πρώτη ήδη μέρα που έφτασα εδώ, αναζητούσα σιωπηρά μέσα μου το σημάδι κάποιου γείτονα. Του γείτονα που όλοι μας έχουμε ανάγκη, ακόμη κι αν δεν το ομολογούμε, για να μην πνιγούμε στη μοναξιά της μεγαλειότητάς μας.