Ο Αλέξανδρος Δουμάς, ο πρεσβύτερος είχε πει κάποτε: «Επειδή ο Θεός δεν μπορεί να είναι παντού, έφτιαξε τη μητέρα». Η διαθήκη της Μαρίας είναι αφιερωμένη σε κάθε μητέρα, σε κάθε γυναίκα που φέρνει στον κόσμο το παιδί της και καθ’όλη την διάρκεια της ζωής ελπίζει εκείνη να μην ζήσει τον θάνατο του παιδιού της αλλά να αποχωρήσει πρώτη από τον μάταιο τούτο κόσμο.

Η Μαρία, η Παναγία όλων, δυστυχώς έμελλε, όπως είναι γνωστό, να γευτεί τον πόνο του αποχωρισμού με τον θάνατο του Ιησού και μάλιστα αυτή η απώλεια έγινε με αργό και βασανιστικό τρόπο αφού έγινε η ίδια μάρτυρας του χλευασμού του, του εξευτελισμού του και τελικά της σταύρωσής του. Ο Toibin, Ιρλανδός και πολιτικοποιημένος γαρ όπως μαθαίνουμε, γράφει την διαθήκη της Μαρίας με σκοπό να υμνήσει και την μητέρα του ανώνυμου επαναστάτη, του ανθρώπου που έδωσε την ζωή του για έναν σκοπό ιερό στα δικά του μάτια. Η Μαρία είναι η προσωποποίηση της γυναίκας που θυσιάζεται αθόρυβα και στέκεται μακριά από τον τόπο μαρτυρίου για να προσδώσει στην θυσία του γιου της όλη την σημασία που επιθυμεί ο ίδιος. Γιατί όπως αναφέρει και ο Γκράχαμ Γκριν στο βιβλίο του η Δύναμις και η δόξα, όλο το μεγαλείο του Θεού είναι η παράδοση του θυσιαζόμενου στην θέλησή του και στην υπηρεσία του. Άρα ο όποιος πόνος είναι ευκταίος, βρίσκεται στην γραμμή που ο ίδιος ο Θεός έχει επιλέξει για αυτούς που θέλει κοντά του και τους οποίους θέλει στον παράδεισό του να ανακουφίσει. Και όλα αυτά συμβαίνουν όχι για να μην αποδώσει δικαιοσύνη αλλά γιατί στην μεταθανάτια ζωή ο διωκόμενος ξεκουράζεται από τα δεινά που πέρασε στο γήινο πέρασμά του.

Ο Toibin παρουσιάζει την Μαρία αποστασιοποιημένη από τα γεγονότα, μία γυναίκα που δεν μοιάζει να είναι η μητέρα του εσταυρωμένου γιατί διατηρεί μία ψυχραιμία σε όλη την διάρκεια της αφήγησής της που θυμίζει εξωτερικό παρατηρητή. Βιώνει τον πόνο της, τον προσωπικό της Γολγοθά που βλέπει τον μονάκριβο γιο της έρμαιο στα χέρια αδίστακτων και εγκληματιών αλλά δεν τολμά, ίσως έχοντας εντολές άνωθεν, να τον πλησιάσει. Και αφού αντιληφθεί πως δεν μπόρεσε τίποτα να προσφέρει για να αποσοβήσει το τετελεσμένο απολογείται στον εαυτό της και κοιμάται συντροφιά με την αναλγησία της. Παρακολουθεί σαν πληγωμένο θηρίο τον δρόμο της επιστροφής του γιου της στον πραγματικό του πατέρα και η όλη διαδρομή είναι ποτισμένη με το συναίσθημα πως όταν έρθει η ώρα της θα τον ανταμώσει και πάλι και αυτή την φορά για πάντα. Διακρίνουμε σε κάθε της έκφραση μία ωριμότητα, μία καρτερικότητα για το κακό που έρχεται, βρίσκεται σε μία άλλη σφαίρα καθαρά φιλοσοφική και δεν αφήνεται, παρά τους οδυρμούς και τις ιαχές γύρω της, να παρασυρθεί από ένα εύκολο συγκινησιακό παραλήρημα. Βασιλεύει μία αξιοπρόσεκτη ηρεμία και μία γαλήνια αντιμετώπιση των κατά τα άλλα δραματικών στιγμών μέχρι την κορύφωση του θείου πάθους. Η φιγούρα της, έτσι όπως την μεταχειρίζεται και την διαμορφώνει ο Toibin, θυμίζει τους πίνακες ζωγραφικής της Αναγέννησης, αναπαραστάσεις του θείου δράματος που στιγμάτισαν ολόκληρες γενιές θεατών και προκάλεσαν ρίγη συγκίνησης για την ανατριχιαστική λεπτομέρεια με την οποία αποδίδεται η θλίψη στα μάτια της, τα χέρια της, το σώμα της. Η Μαρία του Toibin είναι ένα θύμα των αποφάσεων που ελήφθησαν για χάρη της και εκείνη απλά υποτάσσεται στην ανώτερη δύναμη του Κυρίου της και Κυρίου όλων. Δεν είναι εύκολο το εγχείρημα που επιχειρεί ο συγγραφέας να ξαναπιάσει από την αρχή το κουβάρι μίας ιστορίας που έχει ειπωθεί και έχει εντυπωθεί στην συνείδηση του καθολικού κοινού πιστών στο οποίο κυρίως απευθύνεται. Εκείνος με κουράγιο, τόλμη και συγγραφική ευστροφία που επιστρατεύει μέσα από έναν μονόλογο χωρίς παύσεις κατορθώνει να αναδείξει τα τρωτά σημεία, να βάλει στο στόμα της Μαρίας κουβέντες που δεν ειπώθηκαν ποτέ έως τώρα και τελικά να ξαναπεί την ιστορία από την δική του οπτική γωνία με τον κίνδυνο να λογοκριθεί και να θεωρηθεί βλάσφημος. Όπως λέει και η Αθηνά Δημητριάδου στο σύντομο επίμετρο και αναφερόμενη στο κατά Μαρία Ευαγγέλιο: «Με τις ελάχιστες δυνάμεις της παλεύει να καταθέσει το δικό της ευαγγέλιο, αποκαλύπτοντας πικρές αλήθειες που σε τίποτα δεν μειώνουν την τραγικότητα του συμβάντος».

Το τέλος της Μαρίας είναι το επιστέγασμα της αποστολής της, ανοίγει τον φάκελο διαφυγή στο μέλλον, στέκεται αγέρωχα μπροστά στον πανδαμάτορα χρόνο που την συντροφεύει και με υπομονή περιμένει την τελική κλήση από τους ουρανούς αφού τώρα πια όλα έχουν πραγματοποιηθεί, όλα έχουν τελειώσει για εκείνη, είναι το παιδί του αιώνιου ταξιδιού. Είναι οι αναμνήσεις της και η μαρτυρία της ό,τι πολυτιμότερο έχει και δεν διστάζει να το μοιραστεί για να επουλώσει την ψυχή της που αιμορραγεί. Κουρασμένη, αποκαμωμένη, εξαντλημένη και γερασμένη όσο ποτέ, διαχειρίζεται τις τελευταίες μέρες της με σύνεση και θάρρος. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Τούτες τις μέρες, προτού έρθει ο θάνατος ψιθυρίζοντας το όνομά μου, γνέφοντάς μου κατά το σκοτάδι, βαυκαλίζοντάς με με την ανάπαυση, είναι φορές που ξέρω ότι θέλω περισσότερα από τον κόσμο». Και μένει με την στυφή και πικρή σκέψη πως ο γιος της ήρθε στην γη για το τίποτα, για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη. Δηλώνει απερίφραστα: «Όμως ένα πράγμα έχω να σας πω τώρα που μου λέτε ότι ο γιος μου έσωσε τον κόσμο. Λέω λοιπόν ότι δεν άξιζε τον κόπο. Δεν άξιζε τον κόπο».

«Τα όνειρα ανήκουν αποκλειστικά στον καθένα, ακριβώς όπως και ο πόνος»

«Ο κόσμος χαλαρώνει, σαν τη γυναίκα που ετοιμάζεται για ύπνο και αφήνει λυτά τα μαλλιά της»

Το βιβλίο του Colm Toibin, Η διαθήκη της Μαρίας, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.