«Δεν αισθάνομαι την παραμικρή συμπόνια για τον μπαμπά. Δε συμπονώ κανέναν. Ούτε τον ίδιο μου τον εαυτό μου. Η καρδιά μου είναι νεκρή». Αυτά είναι τα λόγια της Έλζε, τα οποία συμπυκνώνουν όλη την ψυχική της τρικυμία, τον εσωτερικό πόλεμο που διάγει ανάμεσα στο εξής δίλημμα: να υπερασπιστεί με όποιο τίμημα την τιμή της οικογένειάς της και συγκεκριμένα του πατέρα της ή να οχυρωθεί πίσω από την προστασία του δικού της εγώ που μοιάζει να συνθλίβεται στο όνομα του χρήματος;

Αυτό που προσπαθεί απελπισμένα και απεγνωσμένα – και αυτό είναι ένα δεδομένο που ο Σνίτσλερ υπογραμμίζει κατά τον ρου της αφήγησης με τρόπο δραματικό – είναι από την μία να σώσει κάτι από την αξιοπρέπειά της και να συγκρουστεί με την συνείδησή της που φωνάζει την σωτηρία με κάθε κόστος του πατέρα της και από την άλλη να θυσιαστεί, να βάλει στην άκρη τον εγωισμό της και να προχωρήσει στην «υποταγή» και στον συμβιβασμό να προσφέρει ακούσια τον ερωτικό της εαυτό. Ένας μονόλογος θεατρικός με αναζήτηση λύσης που δεν έρχεται, μία μάχη ανάμεσα σε δύο υποστάσεις που αντικρούονται σφόδρα, ένας ψυχισμός διαλυμένος και διαμελισμένος εις τα εξ ων συνετέθη, μία γυναίκα ενώπιος ενωπίω.

Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα σαλέ της Βόρειας Ιταλίας όπου η Έλζε σε αντιδιαστολή με την κακή οικονομική κατάσταση του πατέρα της περνάει ευχάριστα και πλουσιοπάροχα τον καιρό της ανάμεσα σε χορούς και δείπνα παρέα με την υψηλή κοινωνία. Εκεί στην εξοχή επιθυμεί να ξεχάσει την καθημερινότητα, να απολαύσει τους καρπούς της ανεμελιάς και να ξεκουράσει το μυαλό της από κάθε έννοια που η ζωή στην πολύβουη πόλη δημιουργεί. Πίσω όμως στην Αυστρία, ο πατέρας της ζει τα δικά του βάσανα, παλεύει για την επιβίωσή του και η φωνή του φτάνει μέχρι τα αυτιά της γεμίζοντάς την με ενοχές. Η σχέση τους από τον τρόπο με τον οποίο αφηγείται τα γεγονότα δεν μοιάζει και η καλύτερη δυνατή, ισορροπώντας ανάμεσα στην αδιαφορία και το ενδιαφέρον, την αγάπη και το μίσος. Η Τατιάνα Λιάνη στο επίμετρο που διαλευκάνει πολλά στοιχεία σχετικά με το παρασκήνιο της υπόθεσης αναφέρει: «Αρκετοί ερευνητές συσχέτισαν άμεσα ή έμμεσα τη μορφή της Έλζε και με την κόρη του Σνίτσλερ, τη Lili, η οποία θα αυτοκτονούσε λίγο αργότερα, το 1928, σε ηλικία μόλις 18 χρόνων». Τελικά το κατά πόσο επηρεάζει η ζωή την ίδια την λογοτεχνία και πόσο οι συγγραφείς γίνονται αυτόπτες μάρτυρες της ίδιας τους της πραγματικότητας αποδεικνύεται περίτρανα εδώ. Η Έλζε είναι μία διχασμένη ηρωίδα που ακροβατεί ανάμεσα στην απώλεια της προσωπικότητάς της και ανάμεσα στις τύψεις που θα δημιουργούσε μία ενδεχόμενη άρνησή της να συμβάλει στην οικονομική λύτρωση του πατέρα της. Διακατέχεται από εμμονικά σύνδρομα που αγγίζουν τα όρια της παράνοιας και βιώνει κυριολεκτικά και μεταφορικά ένα άνευ προηγουμένου παραλήρημα που την οδηγεί μαθηματικά στην απόλυτη τρέλα και τον αφανισμό της.

Ο Σνίτσλερ, όπως πάλι σημειώνεται στο επίμετρο, με το βιβλίο αυτό  από την μία επιχειρεί να επιβεβαιώσει την συγγραφική του δεινότητα που βρισκόταν υπό αμφισβήτηση και υπό σκληρή κριτική από τους σύγχρονούς του και από την άλλη να εγκαινιάσει ή μάλλον να επαναφέρει – μιας και η νουβέλα Ανθυπολογαχός Γκουστλ τον καθαίρεσε το 1900 από το αξιώμά του – ένα νέο είδος γραφής, του μονολόγου. Αυτός επικεντρώνεται στην ανάλυση ενός προσώπου σε έκσταση εσωτερική και ακολουθεί έναν ειρμό σε συνθήκες πίεσης, δοκιμάζοντας τις αντοχές του ήρωα και σαν καρδιογράφημα με ακαθόριστη πορεία εντρυφά σε όλα αυτά που τον απασχολούν. Έτσι καταφέρνει και εισβάλει στον κόσμο και στην ψυχή της Έλζε, την αποκρυπτογραφεί και περιγράφει όλη την ένταση με την οποία είναι ντυμένη η ζωή της σε σημείο τόσο επαναστατικό και κρίσιμο, που εγκυμονεί ο κίνδυνος της επαφής με τον παραλογισμό των κινήσεων, την παραφροσύνη και τελικά την αυτοκτονία. Και βέβαια εγκαταλείποντας κάθε προσπάθεια να αποσοβήσει το μοιραίο της καταδίκης του πατέρα της σε φυλάκιση για τα χρέη. Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα που δίνει εικόνα αυτών είναι το παρακάτω: «Ας αυτοκτονήσει ο μπαμπάς. Θα κάνω και εγώ το ίδιο. Απ΄το να ζω μες στην ντροπή. Το καλύτερο θα ήταν να πηδήξω από τα βράχια εκεί και να τελειώνω».

Η Έλζε είναι ένα εξπρεσιονιστικό πορτραίτο όπως αυτά που οι σύγχρονοί του ζωγράφοι όπως ο Νόλντε και ο Κίρχνερ ζωγράφισαν εκείνη την περίοδο, αποστεωμένο ψυχικά, σωματικά ισχνό και παραμορφωμένο από τα βάρη που καλείται να κουβαλήσει. «Τι έχω κάνει, Θεέ μου; Τι έχω κάνει; Καταρρέω. Όλα έχουν τελειώσει». Ο Σνίτσλερ ζωγραφίζει με την πένα του και σκιαγραφεί ένα πρόσωπο που όσο τελειώνει την αφήγηση αυτό αποσυντίθεται με ρυθμό τέτοιο, που ο καμβάς είναι έτοιμος να σπάσει σε κομμάτια και η κραυγή γίνεται ολοένα και πιο σπαρακτική με την μουσική του Σούμαν να ηχεί εμβατηριακά. Κομματιασμένη η ίδια σαν ένας βράχος να την συνθλίβει και να της παίρνει την αναπνοή και τον ενθουσιασμό για ζωή. Γνωρίζει άριστα και έχει την πλήρη συναίσθηση πως βρίσκεται σε μία αποστολή και σε μία εντεταλμένη υπηρεσία όπου κάθε πιθανότητα αποτυχίας της κοστίζει, ο αγώνας με τον χρόνο μοιάζει με ταφόπλακα, η κλεψύδρα έχει αρχίσει να μετράει λεπτά. Και όλα αυτά δυσκολεύεται ή καλύτερα αδυνατεί να τα υποστεί, έτσι που θα γίνει η ίδια σκιά του τρομαγμένου εαυτού της και θα καταλήξει να συζητά με τον εαυτό της δίχως να μπορεί να απαντήσει ή να παρηγορηθεί, ο κοινωνικός της περίγυρος έτοιμος να την κατασπαράξει σε κάθε ευκαιρία. Εν τέλει βρίσκεται να δολοφονεί το μυαλό της και να πυροβολεί την σκέψη της, σκοτώνοντας κάθε δυνατότητα απαγκίστρωσης από το απύθμενο βάθος της τραγικότητάς της.

«Όσο καλός κι αν είναι ο Ανθυπολοχαγός Γκουστλ, η Δεσποινίς Έλζε φυσικά τον ξεπερνά – έχετε δημιουργήσει, πάντως, μόνος σας ένα ξεχωριστό genre στη γερμανική λογοτεχνία»

Hugo von Hofmannstahl

Το βιβλίο του Άρτουρ Σνίτσλερ, Η δεσποινίς Έλζε, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροές.