Πρόκειται για το δεύτερο μέρος της τριλογίας «port city trilogy» του Φινλανδού σκηνοθέτη, μετά το Λιμάνι της Χάβρης (2011).

Η ταινία, προβλήθηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας στη τελετή λήξης του 23ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας – Νύχτες Πρεμιέρας.

ΣΥΝΟΨΗ

Ο Κάλεντ, Σύριος μετανάστης, καταφθάνει κρυμμένος σε ένα πλοίο στη Φινλανδία. Έχει χάσει την οικογένεια του στον πόλεμο και ψάχνει την αδερφή του σε όλη την Ευρώπη. Ζητάει άσυλο στη χώρα αλλά απορρίπτεται η αίτησή του. Δραπετεύει από το κέντρο «φιλοξενίας» όπου κρατείται, αντιμετωπίζει τον ρατσισμό και την ξενοφοβία, και ζει δεξιά κι αριστερά.

Ο Βίκστρομ, Φινλανδός πωλητής ανδρικών πουκάμισων, εγκαταλείπει τη γυναίκα, το σπίτι και την εταιρεία του. Κερδίζει ένα σεβαστό ποσό σε μια παρτίδα πόκερ και αγοράζει ένα εστιατόριο. Πραγματοποιεί το όνειρό του κι είναι ευτυχισμένος.

Ο Βίκστρομ δίνει δουλειά στον Κάλεντ κι έτσι, δύο άντρες που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους για διαφορετικούς λόγους, αλλάζουν μαζί τις ζωές τους. Για μια στιγμή, η ζωή μάς δείχνει την πιο φωτεινή πλευρά της, αλλά η μοίρα σύντομα παρεμβαίνει και η ταινία ολοκληρώνεται με ένα ανοιχτό τέλος που οδηγεί είτε σε μια αξιοσέβαστη ζωή είτε στο θάνατο.

Σκηνοθεσία-Σενάριο-Παραγωγή: Άκι Καουρισμάκι
Φωτογραφία: Τίμο Σάλμινεν
Μοντάζ: Σάμου Χεϊκίλα
Παίζουν: Σερβάν Χαγί, Σακάρι Κουοσμάνεν, Γιάνε Χιτιαΐνεν, Ίλκα Κοϊβούλα, Νούπου Κοΐβου, Σίμον Χουσεΐν Αλ-Μπαζούν

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ

Ο Άκι Καουρισμάκι γεννήθηκε το 1957, μεγάλωσε στην εποχή της «τρομοκρατίας της τηλεόρασης» και προσπάθησε (και κατάφερε) να προσκολληθεί στις αδιαχώριστες πραγματικότητες της αληθινής ζωής και του σινεμά με βάθος που καθιστά δυνατό μόνο το φιλμ 35χιλ. – το φως στον αντίποδα των ηλεκτρονικών συσκευών, η ομορφιά της χειροτεχνικής παράδοσης στον αντίποδα τoυ τεχνολογικής λαίλαπας… Δεν έχει χρησιμοποιήσει κανένα άλλο υλικό, πολλώ δε μάλλον το βίντεο, και είναι απλώς πολύ περήφανος που αποτελεί συνέχεια της παράδοσης του «πραγματικού σινεμά». Το μινιμαλιστικό ύφος του είναι το σήμα κατατεθέν του (όπως και του σπουδαίου Τίμο Σάλμινεν, διευθυντή φωτογραφίας σε όλες τις ταινίες του). Δεν πέρασε ποτέ το κατώφλι της Φινλανδικής Σχολής Κινηματογράφου – καθώς θεωρήθηκε ύποπτος για υπερβολικό κυνισμό.

Οι ταινίες του βρίθουν από παραθέματα (Ο Γιούχα θα πρέπει να έχει παραπάνω από εκατό, κατά τα λεγόμενά του), που όμως παραμένουν αδιόρατα, κομμάτια ενός ασταμάτητου διαλόγου όπου στοιχεία της κινηματογραφικής κουλτούρας αποκαλύπτουν πραγματικότητες του περιβάλλοντος, της κοινωνίας και της ψυχής των ανθρώπων, όπως είναι σήμερα και όπως ήταν στην τρυφερή παιδική ηλικία του Άκι. Αν και ελάχιστοι ξένοι θεατές αναγνωρίζουν τις αναφορές, στο έργο του είναι πανταχού παρόντα τα διακριτικά στοιχεία της φινλανδικής κουλτούρας, «αντικείμενα αγάπης» και αναφορές σε γνωστές πηγές αθάνατων έργων της φινλανδικής λογοτεχνίας, της ζωγραφικής και, φυσικά, της ποπ μουσικής (ή των αγαπημένων μας ταινιών).