Από τον Εκδοτικό Οργανισμό Λιβάνη κυκλοφορεί το βιβλίο Η άγνωστη δίπλα μου της Μαρίας Κωνσταντούρου.

«Όσο μεγαλώνει η ηλικία, τόσο μικραίνουν τα όνειρα. Το σεντούκι του χρόνου στενεύει και δεν τα χωράει όλα μέσα».
Σοφά λόγια. Αληθινά. Όμως η Μελίνα ήταν νέα ακόμα και το δικό της το σεντούκι ξεχείλιζε από όνειρα.
Για να τα πραγματοποιήσει, αποφασίζει να εγκαταλείψει την Αθήνα και όσα την πονούσαν εκεί και να κάνει μια καινούρια αρχή μακριά, σε ένα πανέμορφο ορεινό χωριό της βορειοδυτικής Ελλάδας. Αλλά, όπως κάθε τόπος, έτσι και το Αιθερικό είχε τα δικά του μυστικά, τις δικές του πληγές, τα δικά του φαντάσματα…
Μια παράξενη παρουσία που ο καθένας προσπαθούσε να εξηγήσει σύμφωνα με τους προσωπικούς του ορίζοντες και τις ψυχικές αντοχές του…
Μια δυνατή φιλία που λύγισε κάτω από το βάρος μιας αναπόδεικτης προδοσίας…
Ένα βαρύ μυστικό που καταδικάστηκε σε απροσπέλαστα σκοτάδια…
Ένας ξαφνικός θάνατος που ποτέ δε βρήκε τη δικαίωση που του άξιζε…
Και έρωτες… Έρωτες δυνατοί, τρυφεροί, απελπισμένοι, εμμονικοί… Έρωτες που ο καθένας τους ζητούσε τη δική του αχτίδα ήλιου για να ανθίσει στο φως της ζωής…

Μαρία Κωνσταντούρου: Γεννήθηκα στην Αθήνα, όμως πάντα νιώθω νησιώτισσα και διατυμπανίζω πως είμαι από τη Χίο, το νησί της μητέρας μου. Οι γονείς μου ήταν δυο υπέροχοι άνθρωποι• το καλύτερο πρότυπο που θα μπορούσα να έχω.
Τα παιδικά μου χρόνια, ανέμελα κι ευτυχισμένα, με εφοδίασαν με τις ωραιότερες αναμνήσεις της ζωής μου. Η περίοδος της εφηβείας μου, γεμάτη υπαρξιακούς προβληματισμούς και αναποτελεσματικές επαναστάσεις, με πέρασε γλυκά κι ανώδυνα στον περίπλοκο κόσμο της αμφισβητούμενης ωριμότητας.
Τα μάτια μου παρέμειναν ίδια, όμως άλλαξε σημαντικά ο τρόπος που κοιτάζουν. Η φωνή μου υπερασπίζεται πάνω κάτω τα ίδια πράγματα, ωστόσο απέκτησε άλλο πάθος και διαφορετική χροιά. Τ’ αφτιά μου, πάντα τεντωμένα, κέρδισαν την ικανότητα να ακούν και όσα αποφεύγουμε –ή και φοβόμαστε– να ομολογήσουμε. Τα χέρια μου αγγίζουν την επιφάνεια, όμως έχουν πια τη δύναμη να αισθάνονται το βάθος των πραγμάτων. Και η γεύση μου έμαθε να ξεχωρίζει την αληθινή νοστιμιά της αλήθειας από την παραπλανητική απόλαυση του ψεύδους.
Τώρα πια μπορεί να ακούγονται ωραία όλ’ αυτά, όμως οφείλω να ομολογήσω ότι πλήρωσα ακριβά τα μαθήματα που με βοήθησαν να περάσω στην τάξη των «μυαλωμένων ενηλίκων», των αξιοσέβαστων «μεγάλων».
Κι είναι πολλές οι φορές που με πιάνει η ακατανίκητη επιθυμία να γυρίσω τον χρόνο πίσω, να ξαναβρεθώ στην αθώα εποχή της ευπιστίας και του ονειροπολήματος…
Μοιραία, κάποια στιγμή άρχισα να γράφω. Στην αρχή ημερολόγιο, έπειτα σκέψεις, αργότερα αναλύσεις συναισθημάτων και συμπεριφορών. Η Έκθεση ήταν το αγαπημένο μου μάθημα κι εγώ η αγαπημένη των φιλολόγων μου. Έκανα όνειρα για μένα κι οι καθηγητές μου στοιχημάτιζαν πάνω μου. Τους έβγαλα ασπροπρόσωπους όταν πέρασα στη Φιλοσοφική, αλλά τους απογοήτευσα οικτρά όταν παράτησα τις σπουδές μου για να παντρευτώ. Ωστόσο, κράτησα πάντα σαν εραστή μου τη λογοτεχνία.
Συνέχισα να γράφω και εργάστηκα ως μεταφράστρια βιβλίων για πάνω από δώδεκα χρόνια. Κι όταν ο γάμος μου τελείωσε, έκανα την κίνηση να αποτυπώσω τις εμπειρίες μου στο χαρτί. Έτσι, δημιουργήθηκε το πρώτο μου μυθιστόρημα, Όταν οι Γυναίκες Τολμούν, κι έτσι βρήκα τον δρόμο που πάντα γύρευα. Μέχρι τότε, δεν πίστευα ότι θα διεκδικούσα ποτέ τον τίτλο του «συγγραφέα», όμως η αγάπη μου για το γράψιμο και τα απίθανα σενάρια που συνθέτει καθημερινά η ίδια η ζωή με παροτρύνουν να μπερδεύομαι κάθε τόσο με τις νεράιδες και τους δράκους, τους όμορφους πρίγκιπες και τις καλοσυνάτες δεσποσύνες των παραμυθιών που συντροφεύουν αέναα και πεισματικά την ενηλικίωσή μας.
Από τις Εκδόσεις Λιβάνη κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία της Όταν οι Γυναίκες Τολμούν, Σε Βλέπω Παντού, Το Πολύ δεν Είναι Πάντα Αρκετό, Σκιές στο Χρόνο, Ζωή μου, Εσύ…, Αγεφύρωτες Σιωπές, Χωρίς Εσένα (παράλληλη λογοτεχνία με το βιβλίο Δεν Υπήρξα Ποτέ της Θάλειας Κουνούνη), Μια Ανάσα Μακριά.