Ένας κόσμος από γυαλί και σκιές, σπαρμένος με αναμνήσεις μιας πρότερης οικογενειακής ζωής, γεμάτης αγκάθια, ενώ κάποια φυλαγμένα με θρησκευτική ευλάβεια κρύσταλλα, φαντάζουν σύμβολα κάποιας ουτοπίας.

Όπως στα περισσότερα έργα του, έτσι και στον Γυάλινο Κόσμο, ο Ουίλιαμς, έχει εντάξει αρκετά βιογραφικά στοιχεία, με αποτέλεσμα το συγκεκριμένο να θεωρείται το πιο αυτοβιογραφικό του. Οι Γουίνγκφιλντς είναι η ίδια του η οικογένεια και αφηγητής ο ίδιος. Η αυταρχική φιγούρα του πατέρα που είναι πάντα απών, η άλλοτε καλλονή μητέρα με τις ευαισθησίες και η εσωστρεφής αδερφή με το πρόβλημα υγείας που την ταλαιπωρεί και την κατατροπώνει.

Μέσα από τις αναμνήσεις του Τομ αναδύεται η ιστορία των τριών μελών της οικογένειάς του, της Αμάντα, της Λώρα και του ίδιου, που ζουν στο δικό τους γυάλινο κόσμο. Η Αμάντα έχει εμμονές με την παλιά της ζωή και το μέλλον των παιδιών της, η Λώρα φοβάται τους ανθρώπους, έχει αναπηρία στο ένα πόδι και ξοδεύει ώρες ολόκληρες για να περιποιείται τη συλλογή με τα γυάλινα ζωάκια, ενώ ο ίδιος βρίσκει παρηγοριά στη λογοτεχνία, το σινεμά και το αλκοόλ. Ο νεαρός ονειρεύεται τη φυγή, όμως ακόμη κρατείται δέσμιος μιας οικογενειακής επιβολής. Ο Τζιμ, που εμφανίζεται πιο μετά, είναι η προσωποποιημένη ελπίδα και των τριών για μια καλύτερη ζωή. Όμως σύντομα θα διαλύσει τις προσδοκίες τους και θα τους προσγειώσει ξανά στην σκληρή καθημερινότητα.

Τα τρία μέλη της οικογένειας των Γουίνγκφιλντς, δυσκολεύονται να αποδεχθούν την πραγματικότητα και έτσι αποσύρονται στον ιδιωτικό κόσμο της ψευδαίσθησης, όπου βρίσκει ο καθένας τα ιδανικά του. Η Λώρα είναι αυτή που έχει την πιο αδύναμη σχέση με την αλήθεια, γιατί οι εσωτερικές της ισορροπίες είναι εξαιρετικά λεπτές, σε αντίθεση με τον αδερφό της, ο οποίος λόγω επαγγέλματος και συναναστροφών είναι πιο προσγειωμένος και συνδεδεμένος με τον έξω κόσμο. Η Αμάντα από την άλλη, έχει μία ιδιόμορφη σύνδεση με τον ρεαλισμό, καθώς λαχταρά την υλική επιτυχία των παιδιών της, όμως η προσκόλλησή της σε έναν κόσμο ιδεών και αναμνήσεων τής στερεί την πλήρη επαφή με την καθημερινή ζωή. Υποχωρεί στην ψευδαίσθηση με θλίψη, από μια νοσταλγική διαστρέβλωση της πραγματικότητας.

Η ιστορία αναδεικνύεται λόγω της άκαμπτης λαβής που έχει στις αναμνήσεις του αφηγητή. Κεντρικό σύμβολο είναι το «Γυάλινο θηριοτροφείο» (“Glass Menagerie”) της Λώρα, που αντικατοπτρίζει τις διάφορες πτυχές της και για να εκτιμηθούν σωστά τα ευαίσθητα ζώα από γυαλί, πρέπει να υπάρξουν σωστές συνθήκες: φωτισμός, διαύγεια και μεγάλη προσοχή γενικότερα. Η Λώρα αφιερώνεται σε έναν πολύχρωμο και ελκυστικό κόσμο, γεμάτο εύθραυστες αυταπάτες. Το αγαπημένο της κρύσταλλο, ένας μονόκερως, θυμίζει κάτι παλιό και ξεπερασμένο, μοναδικό αλλά μη υπαρκτό, όπως κατά βάθος είναι η ίδια. Το κέρατό του σπάει και μοιάζει πια σαν τα άλλα άλογα, τη στιγμή που η Λώρα, προσγειώνεται ομαλά σε μια κανονικότητα, λόγω της συμβολής του Τζιμ. Κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να γίνει χωρίς μια αντίστοιχη εσωτερική θραύση.

Η Ελένη Σκότη έστησε στην σκηνή του Εμπορικόν ένα σύμπαν γεμάτο κιβώτια με εύθραυστα υλικά (“Fragile”), όπως εύθραυστες είναι εν γένει οι αναμνήσεις του πρωταγωνιστή. Επέλεξε ο αφηγητής να είναι μεγαλύτερος από ό,τι συνήθως και ανέδειξε αυτήν της την έμπνευση. Όμως δεν δημιουργήθηκαν επιτυχημένα όλες οι συνθήκες για τη μετάβαση από το αφηγητικό ύφος του μεσήλικα στη νεανική ηλικία. Κατά τα άλλα είναι μια κλασική παράσταση με ρεαλιστική υποκριτική και κάποιες αόριστες κωμικές νότες, που σέβεται το έργο του Ουίλιαμς. Παρά τη διάρκεια των 150’, δεν φαίνεται να ξεχειλώνει πουθενά. Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη και τα κοστούμια της Μικαέλας Λιακατά, έμειναν πιστά στη σκηνοθετική γραμμή, όπως και οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη. Ο Σταύρος Γασπαράτος, συνέλαβε για ακόμα μία φορά σωστά τη μουσική διάσταση. Άλλωστε είχε «ξανασυναντηθεί» με τον Γυάλινο Κόσμο το 2011.

Ως προς τους ηθοποιούς, ο Δημήτρης Καταλειφός κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, υποκριτικά και κινησιολογικά να υπηρετήσει το διπλό ρόλο. Τα κατάφερε, παρόλο που μερικές αστοχίες πρόδιδαν την ηλικία του. Η υποκριτική της Θέμιδας Μπαζάκα, ενέχει κάποια στοιχεία νοσταλγίας, νευρικότητας και λεπτής ευαισθησίας. Η «Αμάντα» είναι μία ηρωίδα που όλα αυτά κούμπωσαν πολύ όμορφα. Η Στέλλα Βογιατζάκη, ανέδειξε την εσωτερικότητα της Λώρα και ερμήνευσε με μέτρο τα συναισθηματικά της ξεσπάσματα. Ο Κωνσταντίνος Γώγουλος, έδωσε μια πιο παλιακή ερμηνεία, μα εν γένει καλή η προσπάθεια.

Ο Τομ δραπετεύει, όπως τόσο καιρό ονειρεύεται. Ως δραπέτης θα πορευτεί στην υπόλοιπη ζωή του, χωρίς όμως να ξεφεύγει και από τις γυάλινες οικογενειακές αναμνήσεις των νεανικών του χρόνων.  

Το αριστούργημα του Τένεσι Ουίλιαμς «O Γυάλινος Κόσμος» ανεβαίνει στο θέατρο Εμπορικόν σε σκηνοθεσία Ελένης Σκότη. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ