“Ένας ποιητής είναι πάνω από όλα η ανθρώπινη φύση στην πιο αγνή της κατάσταση. Να γιατί ένας ποιητής είναι τόσο ανθρώπινος όπως μία γάτα είναι μια γάτα ή μια κερασιά κερασιά” θα μας πει η ποιήτρια Adnan αφηγούμενη την καλλιτεχνική της δραστηριότητα και τη ζωή της αλλάζοντας πατρίδες και γλώσσες καθώς μετακινείται σε διάφορα μέρη του κόσμου άλλοτε εκούσια και άλλοτε ακούσια.

Η κοσμοπολίτισσα Adnan είναι ο άνθρωπος εκείνος, η δημιουργός εκείνη, η δυναμική εκείνη γυναίκα που ποτέ δεν λύγισε μπροστά στις δυσκολίες που αντιμετώπισε μετακινούμενη άλλοτε ως πρόσφυγας και άλλοτε από προσωπική της επιλογή από την Ευρώπη στην Αμερική και ξανά πίσω. Η Adnan είναι η προσωποποίηση της συγγραφέας/ζωγράφου/ποιήτριας που μόχθησε να παραγάγει έργο αρεστό πρώτα σε εκείνη, αγωνίστηκε να προσαρμόσει την “γραφή” της στα επίπεδα που η ίδια επιθύμησε και πόθησε βαθιά μέσα της αδιαφορώντας για το γύρω αλλά πολλές φορές επηρεαζόμενη από αυτό.

Αυτό που πέτυχε μετά από πολύ κόπο και συνεχείς εσωτερικές παλινωδίες ανάμεσα στην φλόγα που έκαιγε και την αμφιβολία που τρεμόπαιζε ήταν να εδραιώσει μέσα της την φλόγα της δημιουργίας απενοχοποιημένη και ελεύθερη από το σύνδρομο της γλωσσικής αβεβαιότητας που την ακολούθησε σε κάθε της βήμα.

Στο μικρό αυτό αυτοαναφορικό αλλά τόσο πλούσιο σε πληροφορίες βιβλίο, δεν επιχειρείται κάποια μορφή εντυπωσιασμού, δεν περιέχεται καμία προσπάθεια από μέρους της να καρπωθεί δημοσιότητα άσκοπη, δεν επιχειρεί να προβάλει κάποιου είδους επιτηδευμένης σπουδαιότητας. Στην παρούσα έκδοση, με θάρρος, τόλμη και όπλο την προσωπική της νίκη απέναντι στα “φαντάσματα” που την κυνηγούσαν, ξετυλίγεται σε συντομία το κουβάρι της αγωνίας της ποιήτριας που βλέπει εμπόδια μπροστά της επειδή θεωρεί πως η επιχείρηση να εκφραστεί είναι μία μάχη δίχως νικητή.

Αυτό που εξωτερικεύει είναι το πάθος για απελευθέρωση από τα δεσμά του λόγου και των συνδετικών κρίκων που της ψιθυρίζουν άλλοτε να γράψει στα αγγλικά, άλλοτε στα γαλλικά και άλλοτε να σιωπήσει επειδή καμία από τις δύο γλώσσες δεν βρίσκει την έμπνευσή της ταυτόσημη με τον εσωτερικό της κόσμο ή πάλι επειδή δεν ακολουθεί τις οικογενειακές αντιπαλότητες. Οι αραβικές καταβολές από την μεριά του πατέρα της και η γαλλική της παιδεία από την μητέρα της είναι δύο στοιχεία που θα την τεμαχίζουν ψυχολογικά σε όλη της τη ζωή γεννώντας συνεχώς τύψεις και ενοχές για τον τρόπο που επιλέγει να εκφράσει τις εμπνεύσεις της, τις ανησυχίες της, τους φόβους της, τις σκέψεις της και όλα αυτά που την απασχολούν. Η ίδια θα σχολιάσει: “Οι ποιητές ριζώνουν βαθιά στη γλώσσα και υπερβαίνουν τη γλώσσα”.

Το μεγαλύτερο κέρδος για την ίδια έρχεται με την ζωγραφική όπου η ποίηση γίνεται χρώμα, η κίνηση γίνεται σχέδιο και όλα εφορμούν με μία αστείρευτη ελευθερία που τίποτα δεν μπορεί να τα σταματήσει. Η ζωγραφική είναι όλες οι γλώσσες μαζί, όλα τα συνθήματα αγκαλιά, όλες οι εκφάνσεις του νου που αναζητούσε σφόδρα και αδιάκοπα μία διέξοδο στο αδιέξοδο της γλωσσικής κατάθεσης. Εκεί στην ζωγραφική θα ανακαλύψει έναν κόσμο κρυμμένο βαθιά στα έγκατα του μυαλού της που παραμένει ανέπαφος από σχόλια κακεντρεχή αλλά προπάντων της ανοίγει τα φτερά να ξαναβρεί τον εαυτό της που ανάμεσα σε γεγονότα και συμβάντα ιστορικά και πολιτικά την είχε εξουθενώσει με την υποχρέωση κάθε φορά να υπερασπίζεται ένα γλωσσικό σύμπαν υποτάσσοντας άθελά της ένα άλλο, κοντινό ή μακρινό.

Αγγλικά, γαλλικά, αραβικά να οι τρεις θύελλες που λυσσομανούν μέσα της τόσα χρόνια και της στερούν την αυθεντικότητα ή ακόμα καλύτερα την αναγκάζουν να χρησιμοποιεί αυτές τις γλώσσες απλά γιατί οφείλει κάπως να καταθέσει τις εσωτερικές της ενδόμυχες ανάγκες μέσω μίας όποιας γλώσσας. Αλλά πόσο τελικά ταυτίζεται με τις γλώσσες αυτές, πόσο αυτές καλύπτουν τις ανάγκες της και πόσο πολύ νιώθει αποξενωμένη από αυτές και τις “υποχρεώσεις” που επιβάλλουν λόγω διάφορων συνθηκών είναι κάτι που η ίδια μας το ομολογεί σε έναν σωκρατικό μονόλογο ρευστό, μεστό και γεμάτο ειλικρίνεια.

Θα δηλώσει η ίδια: “Είμαι ταυτόχρονα ξένη και γεννημένη στην ίδια γη, στην ίδια γλώσσα που θα “έπρεπε” να είναι η μητρική μου. Αυτός ο αιώνας μας είπε πολλές φορές να μένουμε μόνοι, να κόβουμε όλους τους δεσμούς, να μην κοιτάζουμε ποτέ πίσω, να πάμε να κατακτήσουμε το φεγγάρι. Αυτό έκανα και εγώ. Αυτό κάνω.”

Και πράγματι κατανοεί κανείς αφού περιδιαβεί στα πολύ στενά σοκάκια της προσωπικότητάς της και της αντίληψης που έχει για τα πράγματα πως η ίδια φρόντισε να ξετινάξει από πάνω της κάθε είδους αγκυλώσεις και να “πολεμήσει” το οπισθοδρομικό κομμάτι του εαυτού της για να στοχεύσει αυτό που η ίδια χρειαζόταν. Αυτό βέβαια προϋποθέτει αυτογνωσία, διάλογο με το είναι της, καθαρότητα μυαλού και απεξάρτηση από τυχόν κακόβουλες επιρροές που αποπροσανατολίζουν. Μήπως όμως αυτός δεν είναι ο σκοπός ύπαρξης ενός καλλιτέχνη και ενός δημιουργού, δηλαδή αυτή η επαφή και η επικοινωνία με όσα ο σκληρός δίσκος που λέγεται ψυχή μας ορίζει;

Κάπου μεταξύ ποίησης και ζωγραφικής, εκεί μέσα στον λόγο και το χρώμα κατάφερε να γευτεί τους καρπούς της χαράς μίας δημιουργίας γεμάτης από χυμούς αιώνιου δέντρου που πάντα θα καρποφορεί. Και δεν δίστασε να αντιπαλέψει τον τρόμο της καλλιτεχνικής ανυπαρξίας, της εθελούσιας εξόδου για χάρη της προσωπικής της νηνεμίας και τελικά της ολοκληρωτικής λύτρωσης. Όπως άλλωστε θα σχολιάσει πολύ εύστοχα και ο Jean Fremon στο τέλος του βιβλίου η Adnan “δεν ενδιαφέρεται για τα μυστικά του επαγγέλματος, περιφρονεί την καριέρα και κάθε είδους πόζα”.

“Το να μιλάω στην Αμερική έμοιαζε σαν να ανεβαίνω τον Αμαζόνιο αντίθετα στη ροή του?  ήταν γεμάτο κινδύνους, θαύματα”.

“Είχα κατανοήσει τότε ότι δεν μπορούσα να γράφω ελεύθερα σε μία γλώσσα που με έθετε σε κατάσταση σοβαρής σύγκρουσης. Είχε διαταραχθεί ένας θεμελιώδης τομέας της ζωής μου: η απόλυτη έκφραση του εγώ μου”.


Διαβάστε επίσης:

Το βιβλίο της Etel Adnan, Γράφοντας σε μία ξένη γλώσσα, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.