Η πρώην οικία Ζαρίφη χτισμένη το 1924 στη διασταύρωση των οδών Επτανήσου και Άνδρου εκπροσωπεί τον απόηχο μιας αστικής τάξης που χάραξε την ιστορία όχι μόνο της Κυψέλης αλλά και της Αθήνας του 20ού αιώνα. Με ιδιοκτήτες εμπόρους που δραστηριοποιούνταν στην Κεϋλάνη, η οικία βρέθηκε στο επίκεντρο μιας ιστορικής πραγματικότητας που περιελάμβανε και άλλες γείτονες οικίες, όπως αυτή ακριβώς δίπλα επί της οδού Άνδρου 18. Εκεί, γίνεται η πρώτη έδρα του αμερικανικού κολλεγίου της Αθήνας για τρία χρόνια (1925-1928) και πριν μετεγκατασταθεί στο Ψυχικό. Κατά τη δεκαετία του 1930 φιλοξενείται ανεπίσημα ο τότε αυτοκράτορας της Αιθιοπίας Haile Selassie (1892-1975) για θερινές διακοπές με την οικογένειά του ενώ λίγο αργότερα καθίσταται για κάποια χρόνια έδρα του εκπαιδευτικού οργανισμού “Παλλάδιο Λύκειο – Φίλιππου Δούκα”.

Η οδός Άνδρου – μεταξύ άλλων περιοχών της Κυψέλης – βρίσκεται στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών του 1944.

Σήμερα, το γειτονικό κτίριο της οδού Άνδρου 18 εξακολουθεί και υπάρχει, ως ένα διατηρητέο ερείπιο. Η οικία Ζαρίφη αλλάζει χέρια. Το 1984, το ισόγειό της μετατρέπεται σε σκηνή ρεμπέτικης μουσικής (το Ποντίκι) ενώ το υπόλοιπο κτίριο εξακολουθεί και παραμένει άδειο και ανενεργό τουλάχιστον από το 1978. Ξυπνώντας από λήθαργο περίπου 40 ετών, ξαναποκτά ζωή και φιλοξενεί αυτήν την έκθεση.

Ως κέλυφος και κιβωτός μνήμης που εμπεριέχει τη διαστρωμάτωση κοινωνικο-ιστορικών συγκυριών, η έκθεση καλεί εννέα εικαστικούς σύγχρονης τέχνης (ένας αριθμός που παραπέμπει στις εννέα δεκαετίες ζωής του κτιρίου) να ανταποκριθούν σε ιδέες διαμόρφωσης ενός εννοιολογικού πλαισίου όπως αυτό ξετυλίγεται από το σημείο εκκίνησης της πρώην οικίας Ζαρίφη. Ποικιλόμορφες θεματικές ενότητες που διαχειρίζονται την ύπαρξη και την εξελικτική πορεία της αρχιτεκτονικής, την κοινωνική ταυτότητα και το ανθρώπινο τοπίο, την προσωπική μυθολογία, το οικονομικό ζενίθ και ναδίρ, τη συλλογική μνήμη, το πολιτικό παρασκήνιο αλλά και την ανάδυση μιας πραγματικότητας-κράμα νοσταλγίας, υπερηφάνειας και υφέρπουσας ελπίδας, συνοδεύουν τους καλλιτέχνες που ενεργούν ως οδηγοί και συνοδοιπόροι.

Οι εννέα καλλιτέχνες φιλτράρουν μέσα από το πολυμεσικό εικαστικό λεξιλόγιό τους και την πληθώρα των υλικών την προφορική (ή αλλιώς την υποκειμενική) ιστορία όπως αυτή έχει ενορχηστρωθεί μέσα στο φάσμα του χρόνου. Σκιαγραφούν μια αφήγηση που εξαρτάται άμεσα από την τοποθεσία (site-specific) και ανταποκρίνεται σε αυτήν (site-responsive) αντανακλώντας την αναθεώρηση αξιών και πολλαπλά συναισθηματικά πεδία που συνυπάρχουν και συνδέονται μεταξύ τους.

Οι ανησυχητικές κοινωνικο-οικονομικές και πολιτικές συνθήκες του σύγχρονου πολιτισμού έχουν αφήσει τα αποτυπώματά τους στα μνημεία της πόλης όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε άλλες όμοιες γειτονιές σε πρωτεύουσες ανά τον κόσμο. Αυτά που κάποτε θεωρούνταν κοσμήματα αρχιτεκτονικής μιας σημαντικής πολιτιστικής κληρονομιάς, τώρα στέκονται ως αστικά χαλάσματα που καταρρέουν αθόρυβα. Η έκθεση θα φέρει στο προσκήνιο ζητήματα παραίτησης, εγκατάλειψης, και ερήμωσης και θα εξετάσει τη σχέση ανάμεσα στο δημόσιο και ιδιωτικό χώρο που κάποτε βρίσκονταν σε διαρκή διάλογο, πριν παύσουν να αλληλεπιδρούν.

Οι [α]γνωστοι προορισμοί συνυφαίνουν μια άυλη χορογραφία· θεατές και χορευτές όλοι μας, ρυθμός ο χρόνος.

Συμμετέχοντες καλλιτέχνες:

Αικατερίνη Γεγησιάν, Απόλλωνας Γλύκας, Μπέττυ Ζέρβα, Ελένη Λύρα, Δέσποινα Μεϊμάρογλου, Ρένα Παπασπύρου, Ανδρέας Σάββα, Δημήτρης Σκουρογιάννης, Μαρία Ανδρομάχη Χατζηνικολάου.


Φωτογραφία εξωφύλλου: © Ελένη Λύρα