Από τις εκδόσεις Περίπλους κυκλοφορεί το βιβλίο, Γνεφολογήματα, της Διονυσίας Μουσούρα – Τσουκαλά.

Η ιστορία του κάθε ανθρώπου μας ενδιαφέρει όσο και η δική μας. Αρκεί να γίνεται αντιληπτή εντός της δικής μας πραγματικότητας. Επειδή η κάθε ιστορία αφηγείται την ίδια τη ζωή που συνεχίζει να κυλάει ασταμάτητη.

Στο όνομα του νόστου, της ζωής δηλαδή που αξιώνει τα δικαιώματά της, η Διονυσία Μούσουρα – Τσουκαλά μας παραδίδει ακόμα ένα έργο τέχνης: διηγήματα ακτίνες μιας βεντάλιας που ανοίγει σε πολύπτυχη φανταχτερή παρέλαση, θίασο καμωμένο από τελώνια και σκιές ανθρώπων που αληθεύουν μέσα από το μόχθο, τη φουρτούνα ή τη γαλήνη τους.

Η συγγραφέας  δραματουργεί την τιμή, τον έρωτα, και τον περασμένο χρόνο με την ποιότητα του Ιονίου και το κουστούμι των απλών ανθρώπων που ζωντανεύουν τη ζακυνθινή ύπαιθρο και την παράδοση σαρκάζοντας πολλές φορές τον εγκλεισμό της.

Ευσεβείς πρόγονοι και απόγονοι, συγγενείς και αξέχαστοι τύποι των αλλοτινών καιρών, ζώντες και τεθνεώτες, όλοι παίζουν θέατρο μέσα στο θέατρο της μνήμης της, παίζουν τη ζωή μέσα στο όνειρο και το όνειρο μέσα στη ζωή. Γνέφοντας από τις χίλιες άκρες του κόσμου…

 Φραντζέσκα Κολυβά                                                                                                                                                            

Η Διονυσία Moύσουρα-Τσουκαλά γεννήθηκε το 1940 στη Zάκυνθο. Μετά το Γυμνάσιο έφυγε μετανάστρια στη Μελβούρνη της Αυστραλίας.

Δίδαξε για πολλά χρόνια Ελληνικά στα απογευματινά, παροικιακά  Σχολεία της Μελβούρνης και στα Σαββατιανά Πολυγλωσσικά Σχολεία του Υπουργείου Παιδείας Αυστραλίας.

Σπούδασε Διερμηνεία/Μετάφραση στο Πανεπιστήμιο RMIT.

Μετά το πέρας των σπουδών της, ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική Διερμηνεία, τομέα στον οποίο εργάζεται ακόμα. Για δεκαετίες, ήταν η Επίσημη Μεταφράστρια των περισσότερων Ομοσπονδιακών Υπουργείων Αυστραλίας καθώς και Κρατικών Υπηρεσιών.

Παράλληλα έκανε ειδικές σπουδές στο Καρκινικό Συμβούλιο Αυστραλίας και στην Υπηρεσία Διαβητικών Αυστραλίας, όπου αποφοίτησε ως Επιμορφωτική Σύμβουλος. Μέσω αυτού του ρόλου κάνει  δημόσιες διαλέξεις στην Ελληνική και Αγγλική Γλώσσα, για ό,τι αφορά τον Καρκίνο και το Διαβήτη.

Γράφει από νεαρή ηλικία. Έχει ανθολογηθεί σε Αυστραλία, Ελλάδα, Αμερική. Πολλά από τα έργα της έχουν διακριθεί σε Λογοτεχνικούς Διαγωνισμούς σε αυτές τις χώρες. Δημοσιεύει έργα της σε πολλά ηλεκτρονικά περιοδικά σε Ελλάδα, Αυστραλία και Καναδά.

Έργα της :

1.         Σκυφτές Ανεμώνες, Τετραλογία, ποίηση, Εκδόσεις Ναυτίλος 1996.

2.         Ο Κραταιός Νόστος, Διηγηματική Συλλογή, Έκδοση Πανεπιστημίου RMIT,  Greek-Australian Archives Publications 2000.

3.         Εκ Φιόρε και εξ Αντιπόδων, Διηγηματική Συλλογή, Εκδόσεις Τσώνης 2005.

4.         Εν τη Πόλει της Μελβούρνης, Words and Memories in Melbourne, Δίγλωσση Ποιητική Συλλογή, Εκδόσεις Τσώνης 2007.

5.         Του Φιόρου και του Μισεμού, Διηγήματα, Εκδόσεις Περίπλους 2013.

6.         Γνεφολογήματα, Διηγήματα, Εκδόσεις Περίπλους 2014.

Απόσπασμα από το κείμενο:

Στάμνα, κοινώς βίκα, η θαυματουργή

 Κοιτάζοντας, πρόσφατα, το σωρό από τις στάμνες, βίκες τις λέγαμε παλιά στη Ζάκυνθο, στην ιστοσελίδα Στον Ίσκιο του Ίσκιου, από τους πρόσφατους γιορτασμούς της Ανάστασης, ήλθε στο νου μου ένα παλιό περιστατικό, συνέβη πριν από τους καταστρεπτικούς σεισμούς του -53, όχι στο Μπανάτο αυτή τη φορά, αλλά στη Μπόχαλη που εφημέρευε ο αείμνηστος παπάκης μου. Δεν πρέπει να ήμουν πάνω από 5-6 χρονών τότε.

Μέναμε στο κελί, έτσι λεγόταν η κατοικία του παπά, κτίσμα συνεχόμενο με την εκκλησία και με ψηλά μουράγια στα πλαϊνά, που επέτρεπε να επικοινωνεί το κελί με την εκκλησία και το καμπαναριό, χωρίς να χρειάζεται να βγούμε έξω. Το πλάτωμα μπροστά από την εκκλησία της Χρυσοπηγής, ήταν πιο φαρδύ τότε, αργότερα, από τις κατολισθήσεις, στένεψε πολύ.

Οι Μποχαλιώτες είχαν συνήθεια, το μεν μεσημέρι οι άνδρες να παίρνουν μια κουρελού για στρωσίδι και να έρχονται να κοιμούνται στη βορινή πλευρά, πίσω από το Ιερό, όπου στο δυνατό ροχαλητό και στα αέρια που εξαπολύαν τους κρατούσε …σιγόντο το τραγούδι από τα τζιτζίκια και τους δρόσιζε η σκιά και το αεράκι από τα πεύκα, το δε βράδυ να μαζεύονται γυναίκες κι άνδρες μπροστά στα σκαλοπάτια της εκκλησίας και στα μουράγια και στη κυριολεξία να διανυκτερεύουν εκεί, τραγουδώντας, παίζοντας κιθάρες, κουβεντιάζοντας φωναχτά σε γλώσσα όχι και τόσο ευπρεπή και λέγοντας ανέκδοτα τις περισσότερες φορές ακατάλληλα όχι μόνο για το χώρο, μπροστά από εκκλησία, αλλά και για εμάς που είμαστε μικρά παιδιά και προσπαθούσαμε να κοιμηθούμε χωρίς να το πετυχαίνουμε από τα δυνατά γέλια και τις φωνές τους που κρατούσαν μέχρι τα ξημερώματα.

Μάταια προσπάθησε πλείστες όσες φορές ο παπά Σπύρος να τους εξηγήσει, πως δεν ήταν σωστό, ούτε πίσω από το Ιερό να μαζεύονται κάθε μεσημέρι και να χαλάν τον κόσμο με τις φωνές τους, μήτε τις νύχτες στην πόρτα της εκκλησίας μέχρι τα ξημερώματα με φωνασκίες, βωμολοχίες και άλλα, όφειλαν να σεβαστούν το χώρο, αλλά και το γεγονός ότι ακριβώς δίπλα βρισκόταν η οικογένεια του παπά, που δεν μπορούσαν να βρουν ησυχία ούτε νύχτα ούτε μέρα καθώς και άλλοι γείτονες. Δυστυχώς, όλες οι παρακλήσεις και νουθεσίες του έπεφταν στο κενό. Ντρέπονταν για λίγο και σταματούσαν για μια-δυο μέρες και μετά πάλι τα ίδια.

Ένα βράδυ, αγανακτισμένος ο παπάς, αν θυμάμαι καλά είμαστε άρρωστες κι εγώ και η αδελφή μου με υψηλό πυρετό, ανέβηκε αθόρυβα στο Καμπαναριό γύρω στα μεσάνυχτα με μια μεγάλη βίκα στο χέρι και χωρίς τον παραμικρό θόρυβο, άφησε να πέσει «εξ ουρανών» η βίκα ακριβώς μπροστά στα πόδια όλων αυτών που αδιαφορούσαν για το ότι ακριβώς δίπλα κοιμόταν οικογένεια και ήταν δυο μικρά παιδιά άρρωστα. Τρομοκρατήθηκαν όλοι και προσπαθούσαν να βρουν από πού προήλθε. Σκοτάδι και ησυχία επικρατούσε στο σπίτι του παπά και γύρω… τρόμαξαν στ’ αλήθεια, τα μάζεψαν και τόβαλαν στα πόδια τρέχοντας.

Την άλλη μέρα, έδιναν κι έπαιρναν τα σχόλια για το πού βρέθηκε η βίκα, αφού ο παπάς που ρωτήθηκε αν άκουσε τίποτα, ασφαλώς δεν είχε ακούσει, είχε μέσα δυο παιδιά άρρωστα, δεν φτάνει η φασαρία και χαλασμός που κάνουν κάθε βράδυ και δεν έβρισκε ησυχία η οικογένεια του, τι θέλουν τώρα;

Μυστήριο μέγα κάλυπτε την όλη υπόθεση, μέχρι που μια γριά που καθόταν εκεί κοντά και είχε και κείνη αγανακτήσει από τη συμπεριφορά τους, αποφάνθηκε πως ασφαλώς αυτά είναι θεϊκά πράματα και μάλλον θαύμα έκαμε η Παναγία η Χρυσοπηγή που είχαν το θράσος μπροστά σχεδόν από την εικόνα Της να φέρνονται έτσι κάθε νύχτα μη σεβόμενοι τίποτα… Διαδόθηκε από στόμα σε στόμα το …θαύμα, οι περισσότεροι ήλθαν στον παπά ζητώντας του να διαβάσει δέηση για να τους συγχωρήσει η Χρυσοπηγή, υποσχόμενοι ποτέ άλλο να μην φερθούν με τόση αβλάβεια και ασέβεια.

Έκτοτε βρήκε τη γαλήνη και την ησυχία ο ιερός χώρος, αλλά επίσης, η οικογένεια του παπά και αυτοί που έμεναν εκεί κοντά. Την ησυχία της νύχτας δεν διέκοπταν πλέον οι αγριοφωνάρες και οι βωμολοχίες παρά μόνο τα τριζόνια και κάνας ξενύχτης που ανέβαινε περικοπά, από τα πεύκα ερχόμενος από τη χώρα και που σιγοτραγουδούσε ίσως για να ξορκίζει τα μυστήρια της νύχτας.