Ο εικαστικός και συντονιστής του διημέρου, Γιώργος Ταξιάρχοπουλος μας λέει λίγα λόγια για το φεστιβάλ.

Συνέντευξη στην Αθηνά Πούλιου

CultureNow: Να ξεκινήσουμε λέγοντάς μας λίγα λόγια για το Rencontres Internationales: ποια είναι η θεματική του και οι στόχοι του και πώς το βλέπετε εσείς ως καλλιτέχνης, αλλά και ως απλός παρατηρητής του όλου εγχειρήματος; Τι σημαίνει γαι εσάς η συμμετοχή του έργου σας σε ένα τέτοιο φεστιβάλ;

Γιώργος Ταξιαρχόπουλος: Το Rencontres Internationales είναι ένα φεστιβάλ που ασχολείται με ό,τι συμβαίνει σήμερα στο προσκήνιο του πεδίου της εικαστικής κινούμενης εικόνας παγκοσμίως. Κάθε χρόνο παρουσιάζει περίπου 150 έργα από 50 χώρες του κόσμου δίνοντας βήμα σε ανερχόμενους και νέους δημιουργούς να θέσουν το έργο τους σε διάλογο με το έργο καταξιωμένων καλλιτεχνών.

Στόχος του φεστιβάλ είναι να προσφέρει στους καλλιτέχνες τη δυνατότητα να δημιουργήσουν νέα έργα, φέρνοντας τους σε επαφή μεταξύ τους αλλά και με επαγγελματίες του χώρου και δημιουργώντας τις προϋποθέσεις και τα ενάυσματα εκείνα που χρειάζεται κάποιος δημιουργός προκειμένου να παράγει το έργο του αλλά και να το διανέμει.

Για εμένα, η συμμετοχή του έργου μου στο συγκεκριμένο φεστιβάλ, σημαίνει αναγνώριση και προβολή του διεθνώς, αλλά και προσωπική δικτύωση με τους κατάλληλους ανθρώπους, γεγονός που στο παγκόσμιο περιβάλλον τέχνης είναι απαραίτητο για την επιβίωση μου ως καλλιτέχνη αλλά και του έργου μου. Άλλωστε το STRiKE (2009) μετά την προβολή του στο έγινε «εφτάψυχο» και παρουσιάστηκε στη Νέα Υόρκη στο DUMBO Arts Festival (το μεγαλύτερο φεστιβάλ στις ΗΠΑ με 150.000 επισκέπτες το τριήμερο που διαρκεί στο Brooklyn), στο Rendez-vous du forum του Centre Pompidou, στο Παρίσι, στο πρότζεκτ που επιμελήθηκε εκεί η Catherine Bay με τίτλο, Blanche Neige: Le Bancquet και συζητούνται ακόμη δυο παρουσιάσεις του στο 2011, μία στην Πολωνία και η άλλη στη Νότιο Αμερική.

C. N: Η έκθεση στο Beton7 είχε σαν στόχο να μοιραστεί με το κοινό “κάποια σημαντικά ζητήματα που αφορούν στο πεδίο της κινούμενης εικόνας και τις καλλιτεχνικές πρακτικές των νέων μέσων”. Ποια είναι αυτά τα ζητήματα που τέθηκαν υπό συζήτηση; είναι θέματα που αφορούν αποκλειστικά το καλλιτεχνικό κοινό ή αγγίζουν και την σύγχρονη κοινωνία ευρυτερα;

Γ. Τ.: Στην ουσία η έκθεση στήθηκε σε μια λογική ανάδειξης των σύγχρονων δομών που απορρέουν από κοινωνικές συμπεριφορές, εκφράζουν πολιτικές τακτικές ή στρατηγικές της αγοράς γενικότερα και συνθέτουν την σύγχρονη εικόνα στην ζωή μας σήμερα αλλά και στην τέχνη. Κάποτε οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούσαν ως υλικό μόνο τους χρωστήρες και τη σμίλη σήμερα όμως πολύ απλά έχουν στα χέρια τους και χρησιμοποιούν ακόμη και αυτές τις δομές που προανέφερα προκειμένου να κάνουν τέχνη.

Οι επιμελητές της έκθεσης λοιπόν, μας προτείνουν διαφορετικές προσεγγίσεις αυτών των δομών, παροτρύνοντας μας να τις δούμε και να τις διερευνήσουμε μέσα από τα έργα που παρουσιάστηκαν στους τρεις χώρους-δωμάτια του beton7 όπου στήθηκαν και λειτούργησαν ως ενότητες της έκθεσης. Όσα τα δωμάτια της έκθεσης ήταν λοιπόν και οι αντιστίξεις που προέκυψαν από την παράθεση των διαφορετικών έργων μέσα σε αυτά.

Αρχικά, στον πρώτο χώρο στο ισόγειο παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά σε έκθεση το ένα απέναντι από το άλλο τα έργα των H. Farocki και A. Muntadas αναφερόμενα στο πεδίο των στερεοτύπων που αναπαράγει η ψηφιακή πραγματικότητα, στερεοτύπων που ουσιαστικά μας κρατούν ως θεατές σε μια απόσταση από την πραγματικότητα των επιλογών μας και τις συνέπειές τους καθιστώντας μας εντέλει υποχείρια τους.

Στην δέυτερη περίπτωση, στο χώρο είχαμε τρία έργα δίπλα δίπλα που παρουσιάσητηκαν σε οθόνες μεταξύ των οποίων και το έργο μου με τίτλο: STRiKE (2009). Σε αυτήν την ενότητα έργων της έκθεσης η εικόνα εξαρτάται και δημιουργείται από την άμεση χειρονομία του καλλιτέχνη σε συνάρτηση με μια προσπάθεια μετασχηματισμού της καταγραφής που συμβαίνει στο κάθε έργο, θέλοντας να μετουσιωθεί σε ποιήση με τις λιγότερες πιθανές διαμεσολαβήσεις. Στο έργο μου ένας νεαρός που διατηρεί την εξοχική του κατοικία στη Σύμη, κάθε χρόνο που το επισκέπτεται σπάει τη λάμπα που τοποθετεί μπροστά στο μπαλκόνι του ο Δήμος προκειμένου να μπορεί να απολαύσει την πανοραμική θέα στο λιμάνι του νησιού.

Πρόκειται για πραγματική ιστορία που ανακάλυψα σε μια έρευνά μου στη Σύμη σχετικά με τη διαδικασία που εργαζόταν και παρήγαγε τις snare pictures του που τον έκαναν διάσημο αρχικά στη Νέα Υόρκη, ο FLUXUS καλλιτέχνης Daniel Spoerri κατά τη διαμονή του στο νησί το 1967-1968.

Και στον πρώτο όροφο, η έκθεση με δύο έργα των Patrick Bernantchez και των Erik Moskowitz & Amanda Trager, που αποδέχονται και χρησιμοποιούν την κινηματογραφική γλώσσα προκειμένου να ξεδιπλώσουν την αφηγησή τους πάντα με στόχο τον ποιητική αρτιότητα της σκηνοθετικής και σκηνογραφικής επιλογής.

C. N: Πείτε μας λίγα λόγια σχετικά με το έργο που παρουσιάσατε στο φεστιβάλ, και που επιλέχθηκε για την έκθεση της Αθήνας στο Beton7. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της δουλειάς σας και τι ζητήματα θέλετε να θέσετε εσείς με τη σειρά σας;

Γ. Τ.: Στη δουλειά μου ως καλλιτέχνης έχω περάσει από διάφορες φάσεις όσον αφορά τη διαδικασία δημιουργίας των έργων μου. Το έργο μου STRiKE (2009) ανήκει κατ’ εμέ στη περίοδο εκείνη που χαρακτηρίζω επηρεασμένος από τον όρο που εισήγαγε ο John Cage, σαν «chance & glance». Πρόκειται για μια περίοδο όπου γυρίζω με την κάμερα στο χέρι και καταγράφω συμβάντα από έρευνές μου σε τόπους με σημασία για εμένα ιστορική και προσωπική. Αυτός ο κύκλος έργων μου ξεκίνησε το 2003 με το «Ο Βασιλιάς πέθανε, Ζήτω ο Βασιλιάς» ένα έργο με δύο αντικριστές προβολές που έχουν βιντεοσκοπηθεί η μία στον ποταμό Σηκουάνα και η άλλη στους Δελφούς.

C. N: Πόσο σημαντικό πιστεύετε ότι είναι να υπάρχουν φεστιβάλ για την σύχρονη τέχνη και τον κινηματογράφο, τα οποία όχι μόνο προβάλλουν το καλλιτεχνικό έργο, αλλά επικεντρώνονται εξίσου στο να θέσουν προβληματισμούς και να τους συζητήσουν ανοικτά με τους καλλιτέχνες και το κοινο;

Γ. Τ.: Είναι πολύ σημαντικό για την Ελλάδα ιδίως. Επειδή, στην Ελλάδα έχουμε επικεντρωθεί στην κατανάλωση, με αποτέλεσμα να παραφράζουμε έννοιες και να είμαστε αποκομμένοι από τις ρίζες και την προέλευση των προβλημάτων και των τακτικών που τα δημιουργούν, ως εκ τούτου αδυνατούμε να έχουμε την ανάλογη ευελιξία που χρειάζεται προκειμένου να ξεπεράσουμε με ηρεμία τα προβλήματα που φτάνουν στην πόρτα μας. Δείτε τι γίνεται μέσα στην Ελληνική οικογέννεια για παράδειγμα. Σχεδόν ο ίδιος υστερικός πόλεμος που γίνεται και εκτός αυτής. Επομένως, θεωρώ σημαντικό και κυρίαρχο το εκπαιδευτικό έργο των φεστιβάλ ως προς τις προτάσεις που καταθέτουν στο κοινό και τις προσεγγίσεις που διαμεσολαβούν προκειμένου αυτό να «ψυχαγωγηθεί» με την ευρεία έννοια αν θέλετε του όρου.

Σε περιόδους κρίσης αυτή η ψυχαγωγία του κοινού είναι σαν το φως που έρχεται την αυγή στο παράθυρό μας και μας ξυπνάει. Και θυμάμαι τώρα κάτι που είχε πει ο Άγγλος ιστορικός τέχνης και λόγιος Horace Walpole (1717-1797), «ο κόσμος είναι μια κωμωδία για εκείνους που σκέφτονται και μια τραγωδία για εκείνους που νιώθουν». Είναι γεγονός ότι η σχέση μεταξύ κοινού και δημιουργών έχει ανάγκη σήμερα σοβαρές προσπάθειες φεστιβάλ με όραμα και επαγγελματισμό και λιγότερο ερασιτεχνικούς προσωπικούς αυτοσχεδιασμούς. Τα θέματα αυτά, που διαπλέκουν την τέχνη με την κοινωνία είναι σοβαρά. Και χαίρομαι που το beton7, ένας νέος χώρος τέχνης, υποστηρίζει έμπρακτα αυτήν την προσπάθεια καθώς έχει δώσει από την αρχή κιόλας της λειτουργίας του δείγματα εκθέσεων υψηλής προδιαγραφής. Εύχομαι να συνεχίσει έτσι και να το αγκαλιάσει ο κόσμος.