Απελευθερωμένος από σύνορα και μηχανικούς διαλόγους, ο σκηνοθέτης Γιώργος Μαρκάκης,

απαντά σε όσους θέλουν τους νέους ανεξάρτητους κινηματογραφιστές να περιορίζονται στα στενά περιθώρια μιας τέχνης καταδικασμένης σε κρίση. Με αφορμή τη πρώτη μεγάλου μήκους ταινία India Blues που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο European Film Market της Berlinale, στο Βερολίνο, μιλά στο CultureNow.gr για τη νέα του ταινία και τους λόγους που τον οδήγησαν μακριά από την Ελλάδα!

Συνέντευξη: Μαρία Κωφίδου

Culturenow.gr: Ας μιλήσουμε για την ταινία India Blues. Είναι η πρώτη σου μεγάλου μήκους. Ποια είναι η σκηνοθετική της δομή και τι πραγματεύεται;
Γιώργος Μαρκάκης: Στην ταινία θα δείτε το πως εξελίσσεται η σχέση των 2 αντρών μέσα από 8 συναισθήματα. Κάθε ενότητα αντιπροσωπεύει και από ένα συναίσθημα. Προτίμησα αυτή την φόρμα, παρεκκλίνοντας με αυτό τον τρόπο από την κλασική αφηγηματική που έχει συνήθως μια ταινία. Επίσης η ιδιαιτερότητα της ταινίας είναι ότι δεν θα δείτε την εξέλιξη της σχέσης με το κλασικό τρόπο αρχή, μέση, τέλος αλλά mix up με διαφορετικές χρονικές στιγμές της σχέσης του ζευγαριού.

Cul.N.: Ποιος ο λόγος που επέλεξες τον συγκεκριμένο τίτλο και  τι σε ώθησε σε αυτή τη θεματολογία;
Γ.Μ.:
To «Ιndia Blues»  σημαίνει ταξίδι στο άγνωστο, και είναι το ομώνυμο τραγούδι της ταινίας. Αλλά μόνο αν δεις την ταινία θα καταλάβεις γιατί και αυτός ο τίτλος! Αυτό που με ώθησε στην επιλογή της συγκεκριμένης θεματολογίας ήταν η ανάγκη μου στο να πω μια ιστορία γύρω από τα συναισθήματα ,που απασχολούν τον άνθρωπο μέσα από μια ερωτική σχέση. Τα συναισθήματα είναι ίδια, είτε είσαι ομοφυλόφιλος είτε ετερόφυλος, οπότε αυτό που βρήκα περισσότερο ενδιαφέρον ήταν να μιλήσω για μια ομοφυλοφιλική σχέση που ακόμα το ευρύ κοινό δεν γνωρίζει πως είναι.

Cul.N.: Προσωπικά μου δίνεται η εντύπωση ότι στόχος της ταινίας δεν είναι η ανάδειξη και προβολή μιας ομοφυλοφιλικής σχέσης. Στηρίζεται κατά κόρων στην ανάγνωση και τη γνώση του συναισθήματος, και η σχέση δυο ομόφυλων αντρών με διαφορετική κουλτούρα είναι το πλαίσιο που γίνεται το πείραμα. Ισχύει;
Γ.Μ.:
Φυσικά και ισχύει. Στην ταινία, αναδεικνύεται η διαφορετικότητα της κουλτούρας και πως αντιμετωπίζει την ίδια κατάσταση ένας Γερμανός και ένας Έλληνας. Η διαφορά της κουλτούρας είναι έντονη στην ταινία και κατά επέκταση φυσικά του ίδιου του χαρακτήρα. Όσον  αφορά το ομόφυλο του ζευγαριού, εδώ θα πω ότι δεν υπάρχουν ιδιαίτερες διαφορές σε ένα ζευγάρι ομόφυλο η ετερόφυλο γιατί όπως αναφέρω και παραπάνω τα συναισθήματα είναι ίδια για όλους. Η αντιμετώπιση τους διαφέρει.

Cul.N.: Ποια είναι η σκηνοθετική διαφορετικότητα της ταινίας;
 Γ.Μ.: Αν θα έλεγα ότι η ταινία έχει κάτι διαφορετικό, είναι η εμμονή μου να εστιάζω στον πραγματικό χρόνο, μένοντας παρατηρητής της κατάστασης, χωρίς να παρεμβαίνω. Με αυτό τον τρόπο επιχείρησα να αποτυπώσω το συναίσθημα της στιγμής.

Cul.N.: Το εγχείρημα να διαφοροποιηθείς έφερε πρακτικές δυσκολίες;
Γ.Μ.: Ίσα ίσα το αντίθετο θα έλεγα, το απόλαυσα πραγματικά το να κάνω μια ταινία, χωρίς τις κλασικές αφηγηματικές φόρμες, πειραματιζόμενος ταυτόχρονα.

Cul.N.: Υπάρχει κάποιος συμβολισμός στην επιλογή για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ενός Γερμανού και ενός Έλληνα σε ερωτική σχέση;
Γ.Μ.: Η Ελλάδα αυτή την περίοδο ζει μια έξαρση ρατσισμού. Είναι πραγματικά δυσάρεστο η Χρυσή Αυγή να είναι τρίτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις, είναι λυπηρό κάθε μέρα να υπάρχουν τόσα κρούσματα ρατσισμού. Ζώντας 8 χρόνια στο εξωτερικό(Νέα Υόρκη, Βαρκελώνη, Βερολίνο)ουδέποτε βρέθηκα να νιώθω ξένος σε αυτές τις χώρες, ουδέποτε αισθάνθηκα το παραμικρό, και ειδικά τώρα που είμαι στην Γερμανία, και με όλο αυτό που συμβαίνει την δεδομένη στιγμή στην χώρα μας. Για αυτό το λόγω αποφάσισα να έχω στην ταινία έναν Γερμανό και έναν Έλληνα, προσπαθώντας να πω ότι δεν υπάρχουν διακρίσεις μεταξύ εθνικότητας και φύλου. Οι άνθρωποι είναι άνθρωποι, άσχετα αν είναι Γερμανοί, άσχετα αν είναι ομοφυλόφιλοι. Έχουμε τις ίδιες ανάγκες και διακατεχόμαστε από τα ίδια συναισθήματα.

Cul.N.: Ποιος ο λόγος που τα τελευταία χρόνια διαμένεις μόνιμα στο Βερολίνο; Τι σε οδήγησε σε αυτή την πόλη και τι σε κρατά;
Γ.Μ.:
Είμαι πλέον σχεδόν 3 χρόνια στο Βερολίνο, και 8 χρόνια εκτός Ελλάδας. Η απόφαση μου ήταν πολιτική. Δεν μπορούσα να κάνω deal με την ελληνική πραγματικότητα και το ελληνικό σύστημα. Η Ελλάδα ζούσε σε μια φούσκα όλα αυτά τα χρόνια, στηριζόμενη στο πελατειακό κράτος. Δεν μπορούσα να είμαι μέρος αυτού, είναι ενάντια στις αρχές και στα πιστεύω μου. Όταν αυτό αλλάξει, και ελπίζω σύντομα ,ίσως τότε να επιστρέψω και εγώ.

Cul.N.: Πως κρίνεις την ελληνική κινηματογραφική πραγματικότητα;
Γ.Μ.:
Φανταστική! Τα τελευταία χρόνια γίνονται εξαιρετικές δουλειές με διεθνή ανταπόκριση. Ήρθε η ώρα λοιπόν το ελληνικό κράτος να αρχίσει να χρηματοδοτεί τους νέους σκηνοθέτες και να αρχίσει να βλέπει σοβαρά την διανομή της ελληνικής ταινίας σε διεθνές επίπεδο. Οι άνθρωποι και ιδέες υπάρχουν, ήρθε και η ώρα να υπάρξει και η κρατική στήριξη για όλους και όχι μόνο για τους «γνωστούς άγνωστους».

Cul.N.: Εν καιρώ κρίσης η δημιουργία μίας ταινίας είναι δύσκολη υπόθεση;
Γ.Μ.: Το να γίνει μια ταινία είναι πάντα μια δύσκολη υπόθεση, ειδικά αν είναι και ανεξάρτητη ταινία. Εμείς οι Έλληνες κινηματογραφιστές θα έλεγα ότι είμαστε μια απίστευτη περίπτωση υπομονής και δύναμης σε σχέση με τους συναδέλφους μας στο εξωτερικό. Γι’ αυτό αποφάσισα να κάνω την ταινία στο Βερολίνο, όπως επίσης και την επομένη που ετοιμάζω για το απλούστατο λόγο ότι δεν ήθελα να μπλέξω με τα γραφειοκρατικά κανάλια της ελληνικής πραγματικότητας. Επίσης δεν θέλω να κάνω μια ταινία κάθε 10 χρόνια, θέλω να κάνω μια ταινία  κάθε 2 χρόνια, και αυτό μπορώ να πω είναι εφικτό στο Βερολίνο αλλά όχι ακόμη στην Ελλάδα.

Cul.N.: Πόσο ακόμη θεωρείς ότι οι άνθρωποι της Τέχνης θα αντέχουν να είναι ερασιτέχνες εραστές σε ότι αφορά το οικονομικό σκέλος; Και εννοώ, ότι καλώς ή κακώς οι κρατικές επιχορηγήσεις και ο ρόλος των ανθρώπων που βρίσκονται σε νευραλγικές θέσεις αγγίζει τα όρια της ανυπαρξίας σε ότι αφορά την υποστήριξη νέων  δημιουργών.
Γ.Μ.:
Διαλέξαμε ένα δύσκολο δρόμο και αυτόν θα περπατάμε έως τέλος! Δεν υπάρχει επιστροφή. Οι άνθρωποι της Τέχνης αν έχουν κάτι να πουν πάντα θα βρίσκουν τον τρόπο να το πουν ανεξάρτητα από κρατικούς ή ιδιωτικούς μηχανισμούς. Η τεχνολογία στις μέρες μας, μας βοηθάει σε αυτό. Έχω πίστη σε μένα και στην Τέχνη μου! Βέβαια αυτό δεν σημαίνει ότι δεν ήρθε η ώρα επιτέλους να κοιταχτούμε στα μάτια, και να ξαναδούμε τα πράγματα λίγο πάλι από την αρχή, σοβαρά και χωρίς εμπάθεια, αν θέλουμε επιτέλους η Ελλάδα να γίνει μια ευρωπαϊκή χώρα με ανεξαρτησία και αμεροληψία.

Cul.N.: Παράλληλα με την δημιουργία της ταινίας έτρεξε και η καμπάνια χρηματοδότησης της με στόχο την συγκέντρωση του ποσού των 5.000 ευρώ. Μίλησέ μας για την ιδέα και το τελικό αποτέλεσμα.
Γ.Μ.:
Δεν τα πήγαμε και άσχημα. Ήταν μια ιδέα που συνηθίζετε κυρίως στο εξωτερικό. Οι Έλληνες ακόμα δεν έχουν την κουλτούρα της δωρεάς. Δεν πιάσαμε τον στόχο, αλλά είχαμε ένα καλό feedback και ενεργοποιήσαμε και άλλους ανθρώπους να κάνουν το ίδιο προσπαθώντας να υλοποιήσουν τα projects τους.

Cul.N.: Ποιες είναι οι δημιουργικές σου προσδοκίες; Είναι στα πλάνα σου να επιστρέψεις στην Ελλάδα και αν ναι υπό ποιες προϋποθέσεις;
Γ.Μ.: Ετοιμάζω την επομένη ταινία μου η οποία θα γυριστεί και αυτή στο Βερολίνο με Γερμανό παράγωγο. Αυτή την στιγμή είμαι στο στάδιο του σεναρίου, και γυρίσματα θα ξεκινήσουμε τέλος του χρόνου. Δεν σκέφτομαι προς το παρών να γυρίσω στην Ελλάδα. Όταν η χώρα επιτέλους κάνει την αποδόμηση της και το ξαναδεί το έργο από την αρχή και σοβαρά, τότε ίσως και εγώ να επιστρέψω.