Η Γιούλα Μπούνταλη και ο Σύλλας Τζουμέρκας σκηνοθετούν μια παράσταση ιδιαίτερη, για την οποία οι δύο σκηνοθέτες μαζί με τη Διώνη Κουρτάκη και τον Μιχάλη Οικονόμου, διαλύουν τις Ερωτευμένες Γυναίκες* του D.H. Lawrence σ’ ένα Ντιμπέιτ μέχρι τελικής πτώσης.

Η Γιούλα Μπούνταλη και ο Σύλλας Τζουμέρκας μιλούν στον Νώντα Δουζίνα για την παράσταση, η οποία φιλοξενείται στο Bios για λίγες ημέρες ακόμη.

*1920. Στις Ερωτευμένες γυναίκες ο D.H. Lawrence, αντιμέτωπος με μια νέα εποχή, διαλύει εις τα εξ ων συνετέθησαν τις κοινωνικές τάξεις, τη βιομηχανία, την πρόοδο, κάθε ιδεολογία, τις φιλοδοξίες, την οικογένεια, τη φιλία, τα φύλα και τη σεξουαλικότητα, για να βρει την υπέρτατη ισχύ αυτού που λέγεται μια επιτέλους ριζική διαφωνία.

Συνέντευξη στον Νώντα Δουζίνα

CultureNow: Μιλήστε μας λίγο για την παράσταση… Τι ήταν αυτό που σας ενέπνευσε, ώστε να δημιουργήσετε το συγκεκριμένο έργο;

Γιούλα Μπούνταλη: Είναι μια παράσταση που γεννήθηκε μέσα σε ένα διάστημα αναζήτησης μιας θεατρικής σχέσης ή φόρμας – των σκηνικών χαρακτήρων μεταξύ τους και ταυτόχρονα των χαρακτήρων αυτών με τους θεατές – που να μπορεί να θυμίζει άμεσα τη ριζική αμφισβήτηση που ζούμε εκτός θεάτρου. Αμφισβήτησης εσωτερικής με τον εαυτό μας, διαπροσωπικής, και φυσικά πολιτικής, ιδεολογική και την ίδια στιγμή διεκδίκησης μιας έκφρασης νέας, προσωπικής και πολιτικής.

Σύλλας Τζουμέρκας: Θέλαμε να κάνουμε μια παράσταση με τη φόρμα του Ντιμπέιτ, όπου οι παγίδες που θα πέφτουμε θα είναι πολύ γερές, και ο δημόσιος λόγος και ο ιδιώτικος θα είναι αξεδιάλυτοι.

C. N.: Η αναζήτηση της ριζικής διαφωνίας του D.H.Lawrence, θυμίζει πολύ τη φιλοσοφική στάση της ριζικής αμφιβολίας, που ανέπτυξε ο Καρτέσιος, αρκετούς αιώνες πριν…

Γ.Μπ.: Ναι. Nτιμπέιτ ergo spero.

C. N.: Η υπόθεση του Lawrence, αλλά και το «Ντιμπέιτ» έχουν μια πολιτική άποψη. Νομίζετε πως η λύση είναι να ξαναφτάσουμε στην αρχή, ώστε να «οικοδομήσουμε» εκ νέου μια πιο σωστή, από κάθε άποψη, κοινωνία;

Σ.Τζ.:  Πράγματι, ο κάθε ένας από τους τέσσερις ήρωες (και στον Λώρενς και στο Ντιμπέιτ) έχει μια τέτοια δική του εικόνα για το πώς θα πρέπει να είναι το «χτίσμα» που πρέπει να οικοδομήσουμε. Και ο καθένας βέβαια παίρνει πληρωμένες απαντήσεις σε σχέση με το όραμα του.

Γ.Μπ.: Για μένα δεν έχει σημασία αν ο Λώρενς στο μυθιστόρημά του είχε μια πολιτική άποψη. Και σίγουρα το ίδιο ισχύει και για μας στο Ντιμπέϊτ. Αυτό που νιώθω ότι υπερισχύει είναι ότι η ειλικρίνεια των χαρακτήρων του και η δύναμή τους να υποστηρίζουν το τι πιστεύουν είναι τόσο αφοπλιστική που σε αναγκάζει να θέλεις και εσυ να ψάξεις σε τι πιστεύεις.

C. N.: Η δική σας πρόταση είναι διάλυση της διάλυσης, αφού διαλύετε τις «Ερωτευμένες γυναίκες» του Lawrence. Αυτό κρύβει και μια κοινωνικοπολιτική οπτική ή αποτελεί απλώς ένα καλλιτεχνικό «τρικ»;

Σ.Τζ.: Φαντάζομαι ότι αφού όλα είναι τόσο συγκροτημένα γύρω μας, μάλλον θα πρόκειται για το δεύτερο.

Γ.Μπ.: Ναι είναι τρικ: π.χ. βάζεις στο καπέλο συνδικαλιστή και βγάζεις βουλευτή, παιδί των λουλουδιών και βγάζεις Χίτλερ, τη λέξη έρωτα και βγαίνει η λέξη εξουσία κλπ…

C. N.: «Συνεργάτες» σας υπήρξαν ποικίλοι διάσημοι και μη άνθρωποι, διαφορετικοί από κάθε άποψη. Πώς μπορούν να συνυπάρξουν ο Μπαράκ Ομπάμα, η Ντόρις Λέσινγκ, η Άν Χάθαγουει και οι έλληνες μπλόγκερς ή συνδικαλιστές;

Γ.Μπ.: Οι «συνεργάτες» μας είναι ενθουσιασμένοι που μπόρεσαν επιτέλους να συναντηθούν. Ισότιμα, παγκοσμίου φήμης πολιτικοί μπορούν να μιλήσουν με ένθερμους ψηφοφόρους ή προαιώνιους εχθρούς τους αλλά και ανώνυμους διεκδικητές της εξουσίας.

Σ.Τζ.: Συνυπάρχουν σε αυτό που λέμε ‘δημόσια έκθεση’. Είτε ο λόγος κάποιου είναι υψηλός είτε ο πλέον κοινότοπος, όταν εκφέρεται δημόσια η μοίρα του είναι κοινή και μάλλον σκληρή.

C. N.: Ποια θα μπορούσαν να είναι τα κοινά στοιχεία, όλων των «συνεργατών» σας και όχι μόνο όσων έχουν κοινό επάγγελμα;

Σ.Τζ.: Η επιμονή. Και το ότι ξεκινούν από ένα είδος ήττας.

C. N.: Ποιο μήνυμα θέλετε να περάσετε στους θεατές μέσω αυτής της –ιδιόμορφης αναμφίβολα- παράστασης-συζήτησης;

Γ.Μπ.: Κάτι που είναι σημαντικό για μένα είναι ότι μέσα στην παράσταση νιώθω συγκίνηση για όλο αυτό που ζούμε σήμερα. Μιλάμε συνέχεια για λεφτά, και αυτό μπορεί να γίνει επικίνδυνο αν δεν καταφέρουμε να δείξουμε ότι είναι συγκινητικό.

Σ.Τζ.: Κανένα μήνυμα. Θέλουμε όμως σίγουρα οι θεατές να ακούσουν ένα είδος λόγου δικού τους, αλλά και άλλων, με ένα τρόπο διαφορετικό από ό,τι έχουν συνηθίσει.

C. N.: Έχουν περάσει σχεδόν 100 χρόνια, όμως το έργο που αποτελεί τη βάση της δικής σας παράστασης, δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί απλά ως επίκαιρο, αλλά και ως επίδειξη των «προσεχώς» στον κόσμο.

Σ.Τζ.: Δεν μπορώ να ξέρω για το ‘προσεχώς’, πάντως και στις δύο εποχές, και στη σημερινή και στα χρόνια που γράφει ο Λόρενς το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, το αίσθημα της αβεβαιότητας και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή, είναι εξίσου ισχυρό, ζωογόνο, δημιουργικό και καταστροφικό.

C. N.: Πόσο εύκολη (ή δύσκολη), είναι η ταυτόχρονη παρουσία σε σκηνοθεσία, δραματουργία αλλά και ηθοποιία;

Γ.Μπ.: Γενικά έχεις για μήνες τον ρόλο του προδότη. Αλλά είμαστε τυχεροί που είμαστε με τον Μιχάλη Οικονόμου και τη Διώνη Κουρτάκη που μας βοήθησαν πολύ να νιώθουμε ευχάριστα σε αυτόν τον ρόλο.

Σ.Τζ.: Καθόλου εύκολη. Αλλά είχαμε ο ένας τον άλλον και τη σταθερή συνεργασία των δύο εξαιρετικών αυτών ηθοποιών.

C. N.: Ποιο θεωρείτε πως είναι το πλέον απαιτητικό σημείο του έργου;

Σ.Τζ.: Για μένα η αρχή του. Και να γίνονται σωστά τα περάσματα από το δημόσιο στο ιδιωτικό.