«Η φωνή του Παυλόπουλου έχει το φυσικό χάρισμα να μπορεί να αφηγηθεί, και μάλιστα με τρόπο ποιητικό: ξέρει να παίρνει τις ανάσες της και να μην πνίγεται, όταν ψηλώνει· να μη σβήνει, όταν χαμηλώνει. […] Δεν ξέρω πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη θέρμη, σχεδόν την τρυφερότητα και τη φυσικότητα της αφηγηματικής φωνής του Παυλόπουλου. Υποπτεύομαι πως αυτήν κυρίως πρόσεξε ο Σεφέρης, που είχε στο κεφάλαιο αυτό τις δικές του δυσκολίες, καθώς η δική του φωνή άρχισε λυρική και εξελίχτηκε σε δραματική, πηγαίνοντας να γίνει αφηγηματική.»

Δ.Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ, Διαλέξεις, 1992 [1989].

Ποίημα από τη συλλογή

Η ΣΤΑΧΤΗ

Στη Μήτσα

Φύσαγε ο αγέρας
ανέβαζε τη στάχτη τους
την πήγαινε στον ουρανὸ
φοβόταν εκείνη φοβόταν
ουά φοβητσιάρα της φώναζε

Πάψε τρελέ του έλεγε
δεν είμαστε πια στη γη
δεν έχουμε πια δέρμα
δεν έχουμε μαλλιά
δεν έχουμε μήτε μάτια

Γίναμε στάχτη της έλεγε
όμως με βλέπεις και σε βλέπω
και μένει ακόμα η αγάπη
που δεν μπορεί να γίνει στάχτη
και μένει ακόμα η αγάπη

Είμαι η στάχτη σου του έλεγε
και είσαι η στάχτη μου
μα πού ανεβαίνουμε πού πάμε
κι όλο φυσάει κι όλο σε χάνω
ουά φοβητσιάρα της φώναζε

Πάψε τρελέ του έλεγε