Ο Γιάννης Καλπούζος συζητά για το πώς καλείται ο σημερινός συγγραφέας να ασχοληθεί από την οικονομική απολαβή του μέχρι να προωθήσει το βιβλίο του έχοντας ως συνέπεια το μέγα ψυχολογικό κόστος και την αποδυνάμωση της προσπάθειάς του, για τις σχέσεις εκδοτών-συγγραφέων αλλά και για το ρίσκο που λαμβάνει με το να διατηρεί το προσωπικό του ύφος στη καταγραφή των μυθιστορημάτων του, μυθιστορημάτων όχι εποχής όπως υποστηρίζει ο ίδιος, αλλά διαχρονικών, ανεξάρτητων από τους ήρωες και την εποχή τους.

Συνέντευξη: Ελισάβετ Σπαντιδάκη

Culturenow.gr: Η Ουρανόπετρα είναι το τρίτο σου μυθιστόρημα σε μια πρωτοφανώς ανοδική πορεία. Θεωρείς ότι έχεις βρει τη «φόρμουλα» της λογοτεχνικής επιτυχίας;

Γιάννης Καλπούζος: Καμιά “φόρμουλα” δεν οδηγεί σε δεδομένη λογοτεχνική επιτυχία. Κάθε βιβλίο διαγωνίζεται στις ψυχές και στον λογισμό των αναγνωστών και δεν μπορεί κανείς εκ των προτέρων να καυχιέται ή να θεωρεί δεδομένη την επιτυχία. Η μόνη “φόρμουλα” την οποία ανακάλυψα και υπηρετώ πιστά είναι το λογοτεχνικό μου όραμα και ο κάματος της γραφής.

Cul.N.: Η κυπριακή ιστορία κοινωνεί με τη δική μας, αλλά παραμένει άγνωστη για μεγάλο κομμάτι του αναγνωστικού κοινού. Εσύ εντρυφώντας μέσα της βρήκες κοινά στοιχεία και ρίζες που να μας ενώνουν;

Γ.Κ.: Η γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα, οι παραδόσεις, τα παιχνίδια, η ψυχή του λαού των Ελλήνων της Κύπρου είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με το ράμμα της ελληνικής φυλής και όλα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του ελληνισμού. Θα χαθούμε μέσα στην πληθώρα των στοιχείων αν αρχίσω να καταγράφω. Έτσι κι αλλιώς πολλά αναφέρονται στην Ουρανόπετρα. Ενδεικτικά αναφέρω μερικά παραδείγματα:  το κυπριακό τραγούδι “τέσσερα και τέσσερα” διηγείται την ίδια ιστορία με την παραλογή “κολυμπητής” την οποία συναντούμε στην Ήπειρο, ενώ και τα δυο παραπέμπουν σε αρχαιοελληνικούς μύθους όπως αυτός του Φοβίου. Παλαιότερα υπήρχε στην Κύπρο ένα αγώνισμα το: “διτζίμιν”, όπου σήκωναν έναν σπόνδυλο αρχαιοελληνικής κολώνας. Κάτι παρόμοιο περιγράφεται και στην παραλογή “το δοκίμιν της αγάπης”, την οποία απαντούμε σε πολλές περιοχές της Ελλάδας. Και “διτζίμιν” θα πει δοκιμή. Οι έλληνες κύπριοι συμμετείχαν ως εθελοντές σε όλους  τους εθνικούς αγώνες από την εποχή του 1821. Πλήθος Επτανήσιοι, Θεσσαλοί, Πελοπονήσσιοι κι άλλοι ελλαδίτες εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο από το 1700, κι αντίθετα πολλοί κύπριοι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Κοντολογίς συγκοινωνούντα ψιχία του ελληνισμού είμαστε: Ηπειρώτες, Κρητικοί, Κύπριοι, Μακεδόνες, Θράκες κλπ.

Cul.N.: Μετά το Βραβείο Αναγνωστών που απέσπασε το Ιμαρέτ, τι άλλο θα ήταν αυτό που θα ονειρευόταν ένας συγγραφέας στη θέση σου;

Γ.Κ.: Κανένα βραβείο δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη σχέση συγγραφέα αναγνώστη. Ως εκ τούτου το μόνο ζητούμενό μου ήταν και είναι να κοινωνούμε από το ίδιο δισκοπότηρο της λογοτεχνίας και να επικοινωνούμε με το θυμικό και τον νου.

Cul.N.: Γνωρίζω ότι έρχεσαι σε επαφή με τους αναγνώστες σου και μαθαίνεις μέσα απ’ αυτούς. Σ’ έχει ωφελήσει η επαφή αυτή; Σε βοηθάει δημιουργικά;

Γ.Κ.: Θεωρώ τη γραφή συνεχή άσκηση και μαθητεία κι έχω μάθει να αφουγκράζομαι και να μηρυκάζω κάθε άποψη. Μέσα από αυτή τη διαδικασία βεβαίως και έχω ωφεληθεί από τις γνώμες των αναγνωστών.  Έχω βοηθηθεί και από τις προσδοκίες που δημιούργησαν τα βιβλία μου και τις απαιτήσεις τις οποίες έχουν πλέον από μένα οι αναγνώστες. Τις θεώρησα δημιουργική πρόσκληση και πρόκληση και πασχίζω κάθε φορά να φανώ αντάξιος της εμπιστοσύνης που μου έδειξαν. Εξάλλου η επαφή με τους αναγνώστες και η συναισθηματική μετάγγιση που μου προσφέρουν έρχεται ωσάν μορφή αντίδωρου στην προσπάθειά μου και αντλώ δύναμη.

Cul.N.: Η σύγχρονη εκδοτική εικόνα τείνει να είναι ανησυχητική για έναν συγγραφέα. Εσύ πώς το αντιμετωπίζεις αυτό;

Γ.Κ.: Δεν διαφέρει από τα πάθη όλου του ελληνικού λαού. Ο ελληνικός λαός θα επιζήσει και από αυτή την καταστροφή, θα αναγεννηθεί και εφόσον στρέψει το βλέμμα του προς την καλλιέργεια της ψυχής και του πνεύματος θα ανθίσει και το μεγαλείο του. Πασχίζω προς αυτή την κατεύθυνση μέσα από τα βιβλία μου και μέσα από τους λόγους μου στις παρουσιάσεις. Με δεδομένο ότι η λογοτεχνία είναι ένα λυχνάρι που φωτίζει αυτόν τον δρόμο, κάνω ό,τι περνά απ’ το χέρι μου για να μην σβήσει.

Cul.N.: Πιστεύεις ότι ο εκδότης καθορίζει τον συγγραφέα ή το αντίστροφο; Είναι άρρηκτα συνδεδεμένες σχέσεις ή είναι μια παρωχημένη αντίληψη αυτή;

Γ.Κ.: Κατά περίπτωση μπορεί να ισχύουν όλα. Ωστόσο ένας συγγραφέας με λογοτεχνικό όραμα δεν καθοδηγείται και κανένας εκδότης δεν τον καθορίζει. Συνάμα ένας εκδότης που δεν είναι μόνο έμπορος δεν επεμβαίνει στη δουλειά του συγγραφέα. Η αρμονική σχέση είναι ζητούμενο, έτσι ώστε να αφήνεται απερίσπαστος ο συγγραφέας στο έργο του. Βέβαια στην Ελλάδα ο συγγραφέας καλείται να διαπραγματευτεί από τις οικονομικές απολαβές του μέχρι πώς θα προωθηθούν και θα προβληθούν τα βιβλία του, γεγονός που συνεπάγεται μέγα ψυχολογικό κόστος και αποδυνάμωση της προσπάθειάς του. Όσο για το αν καθορίζει ο συγγραφέας τον εκδότη, θεωρώ ότι αυτό θα μπορούσε να συμβεί μόνο σε πολύ μικρούς εκδοτικούς οίκους. Ωστόσο πάλι ως ουτοπία φαντάζει.

Cul.N.: Έχοντας συγγράψει στίχους σε περισσότερα από 70 τραγούδια επηρεάζεσαι στη μελωδικότητα της γραφής σου; Είναι κάτι που βγαίνει αβίαστα ή με χρόνιο σμίλευμα στο κείμενο;

Γ.Κ.: Η αυστηρή δομή των στίχων για τραγούδια, ο ρυθμός και το μέτρο μπόλιασαν τον τρόπο γραφής μου και πρόσθεσαν στην όποια άλλη μαθητεία μου και στο πηγαίο τάλαντο ως προς την ύφανση του λόγου και της μουσικότητάς του. Όμως το σμίλευμα λέξη προς λέξη, παράγραφο προς παράγραφο είναι για μένα απαραίτητη συνθήκη μέχρι να αισθανθώ ότι ολοκληρώνεται οποιοδήποτε κείμενό μου. Είναι κάματος και γοητεία μαζί τούτη η διαδικασία.

Cul.N.: Στα μυθιστορήματά σου υπάρχουν κάποια συγκλίνοντα στοιχεία. Έχεις διαπιστώσει πως η συγγραφή μυθιστορημάτων εποχής είναι πιο κοντά στο ύφος σου;

Γ.Κ.: Η αξία κάθε βιβλίου βρίσκεται στο περιεχόμενό του κι όχι κατ’ ανάγκην στον χρόνο κατά τον οποίο εξελίσσεται η μυθοπλασία ή στο είδος όπου το κατατάσσουν τα διάφορα λογοτεχνικά ρεύματα, οι ανάγκες της αγοράς και οι δήθεν επαΐοντες. Ούτε το ύφος ενός λογοτέχνη χαρακτηρίζεται από την χρονική περίοδο που τοποθετεί τη μυθιστορία του. Άλλωστε δεν θεωρώ ότι γράφω μυθιστορήματα εποχής. Τα βιβλία μου επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις και πραγματεύονται διαχρονικά θέματα ανεξάρτητα από τον καμβά όπου κινούνται και δρουν οι ήρωες μου. Ούτε είναι ίδιο το ύφος στο “Ιμαρέτ”, στο “Άγιοι και δαίμονες” και στην “Ουρανόπετρα”. Αν παρατηρήσει κανείς το “Άγιοι και δαίμονες” και το συγκρίνει με τις ποιητικές μου συλλογές: “Το παραμιλητό των σκοτεινών θεών” και “Έρωτας νυν και αεί” πιστεύω ότι θα διακρίνει με ευκολία τη λογοτεχνική συγγένεια ως προς το ύφος. Πέρα από αυτά και εφόσον το επιτρέψουν οι δαίμονες της έμπνευσης και η Θεία φύση, το πεδίο των λογοτεχνικών προκλήσεων είναι ανοικτό.

Cul.N.: Μέχρι στιγμής στη συγγραφική σου πορεία κρατάς μια ισορροπία μεταξύ των μυθιστορημάτων σου στο ύφος και στη γραφή. Πόσο δύσκολο είναι να εναλλάσσεται και να πειραματίζεται κάποιος και τι ρίσκο μπορεί να έχει;

Γ.Κ.: Δεν πάσχισα να κρατήσω καμιά ισορροπία και νομίζω ότι η τοποθέτησή μου στο προηγούμενο ερώτημα απαντά και σε τούτο. Άλλωστε η συγγραφική μου πορεία δεν περιορίζεται μόνο στα τρία τελευταία μυθιστορήματά μου. Το μυθιστόρημά μου “Παντομίμα Φαντασμάτων”, όπως και η συλλογή διηγημάτων “Μόνο να τους άγγιζα” έχουν μια πολύ διαφορετική αισθητική και λογοτεχνική προσέγγιση και θα έχουν την ευκαιρία να διαγωνιστούν στις ψυχές και στον λογισμό των αναγνωστών κάτω από άλλους όρους όταν θα επανεκδοθούν το επόμενο διάστημα. Εξάλλου η αναζήτηση ενός προσωπικού ύφους αποτέλεσε ζητούμενο για πλήθος συγγραφέων. Ο Παπαδιαμάντης δεν είχε προσωπικό ύφος; Ο Κόντογλου δεν έλεγε ότι για δεκαετίες έψαχνε το προσωπικό ύφος του; Αν λοιπόν κάποιος ύστερα από μεγάλο αγώνα ανακαλύψει το ύφος του προς τι να πειραματίζεται; Και γιατί να μην αποτελεί ρίσκο κι όταν κανείς επιμένει στο ίδιο ύφος;

Cul.N.: Τι έχεις να πεις για τους πρωτοεμφανιζόμενους συγγραφείς που θα δυσκολευτούν λόγω της οικονομικής κρίσης να εκδώσουν, άρα και να γαλουχηθούν στην εκδοτική πραγματικότητα;

Γ.Κ.: Το θεωρώ μεγάλο πλήγμα για την ελληνική λογοτεχνία. Όμως και σε πολλούς άξιους νέους συγγραφείς το από δεκαετίες υφιστάμενο σύστημα δεν έδωσε την ευκαιρία να διαγωνιστούν με ίσους όρους. Χάρη στο πείσμα και τον αγώνα τους ορισμένοι κατάφεραν ό,τι κατάφεραν. Ξεγραμμένοι από τους δήθεν επαΐοντες έδωσαν μάχες ολομόναχοι. Παροτρύνω, λοιπόν, τους νέους συγγραφείς να παλέψουν, έχοντας κατά νου και τη ρήση του θυμόσοφου λαού: Άμα δεν φωνάξεις πως υπάρχεις οι άλλοι σε θάφτουν ζωντανό.

Cul.N.: Τι διαβάζεις αυτόν τον καιρό; Ποιους άλλους σύγχρονους Έλληνες συγγραφείς θαυμάζεις;

Γ.Κ.: Δεν θαυμάζω, αγαπώ κι εκτιμώ τη γραφή πολλών ή μέρος της γραφής τους. Θα έπρεπε να αναφέρω κοντά δέκα ονόματα. Όμως μιας και με ρωτήσατε προηγουμένως για τους πρωτοεμφανιζόμενους σας λέω ότι ένας πολύ καλός και νεαρός στην ηλικία ποιητής είναι ο Ηλίας Σεφερλής, αναζητήστε τον. Όσο για το τι διαβάζω στα διαλείμματα των διαδρομών μου ανά την  Ελλάδα για τις παρουσιάσεις της Ουρανόπετρας, είναι η αλληλογραφία του Κατσίμπαλη με τον Σεφέρη. Δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερα ένας Κατσίμπαλης να αναζητήσει τα νέα ταλέντα.