Μιλήσαμε με τον βραβευμένο συγγραφέα Γιάννη Ατζακά με αφορμή το νέο του βιβλίο “Λίγη φλόγα πολλή στάχτη”, μια συλλογή διηγημάτων όπου ξεδιπλώνονται με εκπληκτικό τρόπο ζωές ανθρώπων που “αλλιώς τα είχανε λογαριάσει”.

Συνέντευξη: Πηνελόπη Πετράκου

CultureNow: Ο άδοξος θάνατος είναι βασικό στοιχείο στις ιστορίες του βιβλίου σας, ενώ κάποιες απ’ αυτές τις αφιερώνετε στη μνήμη ανθρώπων που έχουν πεθάνει. Θέλετε να τοποθετηθείτε;

Γιάννης Ατζακάς: Η αλήθεια είναι πως «ο θάνατος δεν βιάζεται πάντα», όπως συμβαίνει στο ομότιτλο διήγημα, στις περισσότερες από τις ιστορίες όμως αυτός έρχεται πριν την ώρα του και είναι πάντοτε άδοξος και αδυσώπητος: ο θάνατος του αντάρτη, του μικρού Μίλτου, του Ζήση, οι απανωτοί θάνατοι στην οικογένεια της Ρωξάνης. Μόνον οι δολοφονίες του Γρηγόρη Λαμπράκη, του Γιώργου Τσαρουχά και ο φόνος του Σωτήρη Πέτρουλα στέφονται τουλάχιστον από τις πικροδάφνες της δόξας. Είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, και, αν ο θάνατος στοιχειώνει τις περισσότερες διηγήσεις, αυτό σχετίζεται με την πρωταρχική σύλληψη, τη θεμελιώδη ιδέα μου στη Συλλογή αυτή να περιλαμβάνονται μόνο δυστοπικές ιστορίες –που στεγάστηκαν, δίκαια πιστεύω, υπό τον γενικό τίτλο «Λίγη φλόγα πολλή στάχτη». Έτσι και οι αφιερώσεις στους νεκρούς φαίνονται πρέπουσες. Βέβαια, οι φίλοι Θωμάς Κοροβίνης και Ελένη Αλεξανδράκη, στους οποίους αφιερώνονται δύο από τα διηγήματα, χαίρουν άκρας υγείας και βρίσκονται σε πλήρη δημιουργική έξαρση!

C. N.: “… σήμερα είσαι ήρωας κι αύριο προδότης…” λέει ο πατέρας στον γιο στο πρώτο διήγημα, με αφορμή το άγαλμα του Στάλιν που ξηλώθηκε άρον άρον. Τώρα που ξέρουμε λίγο πολύ πώς γράφεται η Ιστορία, μήπως ν’ ασπαστούμε την άποψη του Χρόνη Μίσσιου περί συστήματος*;

Γ. Α.: Έχετε δίκαιο, έτσι γράφτηκε συχνά η Ελληνική Ιστορία τουλάχιστο: Θεμιστοκλής, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Κολοκοτρώνης, Βελουχιώτης, Πλουμπίδης, μια ατέλειωτη σειρά από ηρωικές μορφές που κάποια στιγμή, στα γυρίσματα των καιρών, στιγματίστηκαν ως προδότες. Είχα τον Χρόνη Μίσιο καθοδηγητή στη «Νεολαία Λαμπράκη» στα χρόνια 1963-1966 και τον τιμώ βαθύτατα ως αγωνιστή της Αριστεράς, αλλά και ως πεζογράφο με πολιτικό ήθος και προσωπικό ύφος γραφής. Η άποψη που έχετε παραθέσει με βρίσκει σύμφωνο: πρέπει πρώτα να περισώσουμε την ατομική μας υπόσταση, πριν επιχειρήσουμε να αλλάξουμε το κατεστημένο.

C. N.: Η θάλασσα, ως μέσο μεταφοράς των ηρώων σας σε μια άλλη πραγματικότητα ή κατάσταση, δείχνει να σας ελκύει. Αν ναι, γιατί;

Γ. Α.: Μην ξεχνάτε πως είμαι νησιώτης. Έτσι, η θάλασσα στην πεζογραφία μου δεν είναι μέρος του σκηνικού, μια λυρική νότα. Στον «Θολό Βυθό» ή «Έξω Θάλασσα», στο «Φως της Φονιάς», στο «Κάτω από τις οπλές», στα περισσότερα από τα διηγήματα, το Αιγαίο, οι θάλασσες της Θάσου, της Καβάλας, της Θεσσαλονίκης, του Άθω, της Σκιάθου, του Πηλίου έχουν λειτουργική θέση στην εξέλιξη της πλοκής, είναι τόποι ρεμβασμού, καταφυγής και στοχασμού για τους ήρωές τους.

C. N.: Στα διηγήματα πρωταγωνιστούν άνθρωποι άλλων εποχών, με απλοϊκή ζωή στην επαρχία και πηγαίο τρόπο έκφρασης: η καθημερινότητα στις σύγχρονες πόλεις σάς κινεί καθόλου το ενδιαφέρον, λογοτεχνικά;

Γ. Α.: Είμαι σε μεγάλο βαθμό βιωματικός συγγραφέας –το μυθιστόρημα και το διήγημα όμως δεν μπορούν να είναι ούτε πρέπει να χαρακτηρίζονται ως αυτοβιογραφικά, καθώς υπόκεινται μόνο στις ανάγκες και τους κανόνες της τέχνης. Έτσι η καταφυγή, οι παραχωρήσεις στη μυθοπλασία είναι αναπόφευκτες και ο αναγνώστης αδυνατεί, αλλά ούτε και χρειάζεται, να τις διακρίνει. Η ζωή μου, για αρκετές δεκαετίες, μοιράστηκε ανάμεσα σε Θάσο – Καβάλα – Θεσσαλονίκη – Πήλιο. Η «πατρίδα της ψυχής» όμως είναι για μένα ο Θεολόγος της Θάσου και τα περίχωρά του: Κοίνυρα, Αλυκή, Αστρίς, Ποτός. Στα μέρη αυτά, στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια, πρόλαβα το λυκόφως μιας εποχής, έζησα κοντά σε μυθικούς ανθρώπους που τηρούσαν το ελληνικό μέτρο, τον πατροπαράδοτο τρόπο, και εκεί άκουσα τον απέριττο λαϊκό λόγο. Μ΄ αυτή την αναφορά μου δεν εννοώ φυσικά την επιστροφή στην τυπική ηθογραφία. Η καθημερινότητα στις σύγχρονες πόλεις, ενώ είναι αφόρητα .. πεζή, δεν προσφέρεται για τη δική μου τουλάχιστο πεζογραφία –αν και από συγγραφείς διαφορετικής καταγωγής και ιδιοσυγκρασίας μπορεί αυτή να αποδίδεται με συναρπαστικούς τρόπους.

C. N.: Η σταδιακή εγκατάσταση στο Πήλιο ανθρώπων από άλλα μέρη φαίνεται να ενοχλεί τους ήρωές σας. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να συμβεί;

Γ. Α.: Αν και πρόκειται για μια θερινή κυρίως εγκατάσταση, σε μερικές περιπτώσεις έχει πάρει μορφή ειρηνικής εισβολής, όπως αυτό γίνεται στα πλέον διάσημα χωριά του Πηλίου, Πορταριά, Μακρυνίτσα, Βυζίτσα, Μηλιές, Τσαγκαράδα. Στο διήγημα «Ένας αλιβάνιστος», όπου η ιστορία διαδραματίζεται στο ακρότατο χωριό του Ανατολικού Πηλίου, το Πουρί, οι περισσότεροι από τους ντόπιους δεν φαίνεται να έχουν αποδεχτεί την παρουσία των νέων κατοίκων, που συνοπτικά τους αποκαλούν και τους συμπεριφέρονται ως «ξένους». Εκείνο που τους ενοχλεί είναι ίσως η εμφανής οικονομική τους άνεση και η μορφωτική τους υπεροχή, που εκλαμβάνονται ως αλαζονεία. Το βέβαιο είναι ότι τα διαφορετικά ήθη που έχουν κομίσει διαταράσσουν τους ρυθμούς και αμφισβητούν τις συμβάσεις της μικρής αγροτικής κοινωνίας. Όταν μάλιστα πρόκειται για εκφάνσεις νεοπλουτισμού και επιδειξιομανίας, προσωπικώς θα είχα ακόμη αυστηρότερη άποψη.

C. N.: Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη: επινοήσατε τη φράση υπό την επήρεια του στίχου του Γ. Σεφέρη** που βάλατε στην αρχή;

Γ. Α.: Ο τίτλος της Συλλογής «Λίγη φλόγα πολλή στάχτη», αν και φαίνεται να έχει πολλά από τα γνωρίσματα μιας λαϊκής παροιμίας –δύο ημιστίχια, τροχαϊκό μέτρο, πυκνότητα και συμβολισμό– είναι δικής μου έμπνευσης. Λέγεται στο ομότιτλο διήγημα από κάποιον ξεκληρισμένο γέροντα για να συνοψίσει έναν καταστροφικό έρωτα· προσφέρεται όμως να καλύψει και τα έξι από τα οκτώ διηγήματα της Συλλογής, όπου «οι ήρωες γνωρίζουν στην αρχή λίγη αναγνώριση, μια πρόσκαιρη ανάδειξη, μιαν ελάχιστη, όσο το φως μιας αστραπής, έκλαμψη ευτυχίας· κι ύστερα, άλλοι από τις τροπές της Ιστορίας, άλλοι από τις μετεμφυλιακές διώξεις και τα κολαστήρια της χούντας, κάποιοι από ανεκπλήρωτους και προδομένους έρωτες, μερικοί από κακοτυχία, αρρώστιες και θάνατο, όλοι τους κατακρημνίζονται, καταβυθίζονται στο σκοτάδι». Μπορεί έτσι να συνοψίσει κανείς το νόημα της πλαστής αυτής παροιμιακής φράσης: Η ευτυχία κρατά λίγο, οι δοκιμασίες, και η δυστυχία είναι που δεν περνούν γρήγορα. Όσο για τους στίχους του Γιώργου Σεφέρη, αυτοί επιλέχτηκαν εκ των υστέρων ως προμετωπίδα του βιβλίου.

*Δεν κατάφερα να αλλάξω το σύστημα, όμως δεν θα επιτρέψω ούτε σ’ αυτό να με αλλάξει. (από τη συνέντευξη του Χ. Μίσσιου στον Θ. Αντωνόπουλο)

** Μας έλεγαν θα νικήσετε όταν αγαπήσετε. Αγαπήσαμε και βρήκαμε τη στάχτη.

Διαβάστε πληροφορίες για το βιβλίο, ΕΔΩ.