Στις 28 Ιανουαρίου του 1881, όλα έδειχναν πως ώρα την ώρα ο κατακλινής ασθενής έχανε έδαφος. Είχε υποστεί μια ισχυρότατη πνευμονική αιμορραγία τις προηγούμενες μέρες, και με την υγεία του χρόνια επιβεβαρυμένη, δεν ήταν δύσκολο να αποφανθούν όλοι και πρώτος ο ίδιος, ως άλλος τολστοϊκός Ιβάν Ίλιτς, πως το τέλος κάλπαζε αδηφάγο προς το μέρος του. Ήταν σκοτεινό και ανυποχώρητο. Σκιά που φιλοδοξούσε να ανοίξει ένα στόμα με σάπια δόντια και να τον καταπιεί. Με φωνή που έβγαινε ισχνή από την επιληπτική ψυχή του, έμφορτος πάθη, λάθη, ξεσπάσματα και αδυναμίες, προικισμένος όμως με μια ευφυΐα που ποτέ δεν άφησε να σκουριάσει, και που αργότερα θα γινόταν φιλοσοφική λίθος για τους Νίτσε, Μαν, Χέμινγκγουει, Γουλφ, Τζόις, Άινσταιν, Φρόιντ, Καμύ και άλλους, ζήτησε από την Άννα να του δώσει το Ευαγγέλιο. Εκείνο το βράδυ μαστίγωνε την Αγία Πετρούπολη μια καταρρακτώδης βροχή και πλάι στον άρρωστο καιγόταν μια λαμπάδα, όσο μεταλάμβανε για στερνή φορά. Η Άννα δεν ήξερε πώς να λυγίσει το δρεπάνι του θανάτου που αιωρείτο πάνω από το κεφάλι του συζύγου της. Απλώς τον παρακολουθούσε να βγαίνει από το κυριακάτικο κοστούμι του μεγάλου δημιουργού και με γυμνή και αποδυναμωμένη καρδιά να ξεκινά την αγύριστη πτήση του στο φως. Ωστόσο, θα κατάφερνε να γεφυρώσει το χάσμα μεταξύ ζωής και χαμού, θα συνέχιζε να ζει παρόλο που ήδη είχε πεθάνει. Κι αυτό γιατί ο Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι υπήρξε πραγματικά σπουδαίος, ένας σκληροτράχηλος ανήφορος από τα κάτεργα του έκκλητου βίου ως τη Λογοτεχνική αθανασία.

Γεννήθηκε στη Μόσχα στις 11 Νοεμβρίου 1821 και ήταν γιος ενός στρατιωτικού γιατρού που πλήρωσε τον αυταρχισμό και τη σκληρότητά του με την ίδια του τη ζωή. Ο Φιόντορ εμφάνισε επιληπτικές κρίσεις αμέσως μετά την δολοφονία του, και το 1843 εγκατέλειψε το επάγγελμα του στρατιωτικού μηχανικού και στράφηκε στη μοναδική του κλίση, τη Λογοτεχνία. Ο Φιόντορ θα τα ζήσει όλα στο έπακρο, και οι εμπειρίες του θα τον οδηγήσουν αυθόρμητα στα αριστουργήματά του. Στο αφηγηματικό του σύμπαν θα δει τους ήρωές του όπως ο γιατρός τον άρρωστο στην απόλυτη αδυναμία, όπως ο δικηγόρος τον πελάτη στην απόλυτη κακία, όπως ο Θεός το δούλο Του στην απόλυτη ανάγκη. Τον Απρίλιο του 1849 μετά από το έκτακτο στρατοδικείο που περνά κατηγορούμενος για εμπλοκή σε προδοτική συνωμοσία, θα εξοριστεί στο Ομσκ της Σιβηρίας. Ό,τι τον έστειλε εκεί ήταν οι φιλελεύθερες πεποιθήσεις του, ο ουτοπικός σοσιαλισμός και οι δρυμείς διαμαρτυρίες του όσον αφορά στα κακώς κείμενα της ρωσικής ζωής. Όταν το φάσμα της εξορίας ξεθυμάνει, ο Φιόντορ που πια είναι αξιωματικός, θα γνωρίσει το χειμώνα του 1857 την πρώτη του σύζυγο. Αν και μορφωμένη και με τον τρόπο της γοητευτική η Μαρία, ήταν νευρική, ευερέθιστη, σχεδόν παρανοϊκή στις απαιτήσεις της με αποτέλεσμα να ναυαγήσει η πρόσκαιρη οικογενειακή τους ευτυχία.

Το 1859 μπήκε στο χορό της χρεοκοπίας ύστερα από την αποτυχημένη ενασχόλησή του με την έκδοση δύο περιοδικών, εθίστηκε στα τυχερά παιχνίδια, μα στο ίδιο ταραγμένο διάστημα παρέδωσε ορισμένα από τα μεγαλύτερα έργα του: «Έγκλημα & Τιμωρία» (1866), «Ο Παίκτης» (1866), «Ο Ηλίθιος» (1868), «Οι Δαιμονισμένοι» (1872). Κι ακόμα κι αν δεχτούμε πως κάποια μέρα αυτός ο κόσμος θα τελειώσει, ένας έξυπνος άνθρωπος που γινόταν δύσπιστος ακόμα και με τον εαυτό του, θα έχει αφήσει πίσω του μυθιστορήματα μέσω των οποίων διερεύνησε τις αιτίες και τις συνέπειες των περίπλοκων ανθρώπινων συμπεριφορών. Αυτό ήταν. Θαρραλέος και αδέκαστος φίλος της αλήθειας, φθονερός κι εμμονικός, μα ευαίσθητος την ίδια στιγμή. Ένας συναισθηματικός κύβος του Ρούμπικ και πολύπλευρο ταλέντο. Κάποιος που όφειλε στην σιβυλλική του φύση, κάθε ευτύχημα του πνεύματός του. Εκείνος που ήξερε να κρύβει τα ελαττώματά του και να τα μετατρέπει σε πλεονεκτήματα, όπως ο Καίσαρας έκρυβε τη φαλάκρα του κάτω από το δάφνινο στεφάνι.

Έχοντας χάσει έναν γιο από επιληψία, μα με την εικοσάχρονη Άννα Γκριγκόριεβνα Σνίτκινα στο πλευρό του, την οποία γνώρισε τον καιρό που έγραφε υπό την πίεση του εκδότη του, τον «Παίκτη» και την παντρεύτηκε για να γευτεί τη γλύκα του έρωτα κοντά της χωρίς να λαθέψει αυτήν τη φορά, θα γράψει το σπουδαίο «Αδελφοί Καραμαζώφ» (1880) και τελευταίο μυθιστόρημά του, στο διαμέρισμα της οδού Κουζνέτσνυ αριθ. 5. Το θέμα του, η πατροκτονία, ήταν κάτι που ανέκαθεν τον απασχολούσε, όπως ο θάνατος αλλά και η θρησκεία στον «Ηλίθιο». Στα σύνδρομα της σαλεμένης ψυχής του, ο συγγραφέας γυρεύει την απαραίτητη ώθηση προς τη γνώση του κόσμου και στη Λογοτεχνία μιας μορφής ψυχανάλυση και θεραπεία έναντι στην ενδότερη άρνηση, το φθόνο και τα ενοχικά συμπλέγματα που τον διακρίνουν. Ακραίος και μελοδραματικός, στιβαρός αλλά και ψυχαναγκαστικός, ο Ντοστογιέφσκι είναι ο δημιουργός των πιο τραγικών ηρώων της Παγκόσμιας Λογοτεχνίας, εκείνος που τοποθετεί τα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα του καιρού του σε ένα ευρύτερο καλειδοσκόπιο, εκεί όπου συνδέονται με τα προσωπικά του βιώματα, και τον βοηθούν να καταλήξει σε απαντήσεις, λίγο πριν χάσει το μυαλό του από τις καταδιωκτικές του φαντασιώσεις.

Στην αναγγελία του θανάτου του, ολόκληρη η Ρωσία θα κουρνιάσει υπό το βαρύ μανδύα του πένθους. Για δύο μέρες 29- 30 Ιανουαρίου, το σπίτι του Ρώσου συγγραφέα πλημμύρισε κόσμο και το ανοιχτό φέρετρο στερνούς ασπασμούς. Όταν ο Λέον Τολστόι πληροφορήθηκε το θάνατό του, μόλις είχε ανοίξει του Αδελφούς Καραμαζώφ καθισμένος στην κουκέτα ενός τρένου. Έκλεισε το έργο με ευλάβεια κι απαρηγόρητος ξέσπασε σε κλάματα. Όταν επισκέφθηκε τον τάφο του στο Μοναστήρι Αλεξάντερ Νιέφσκι στο Κοιμητήριο Τίχβιν, είχε το ίδιο βιβλίο στα χέρια του. Διάβασε δυνατά μία αράδα ακουμπισμένος στο κρύο μάρμαρο που χώριζε τη ζωή από το θάνατο. «Πάθος για ζωή πάση θυσία» αναφωνεί κάπου ο Ιβάν Καραμαζώφ, κι ο δημιουργός της Άννας Καρένινα τσακίζει την σελίδα, κλείνει το βιβλίο και το ξαναβάζει στην τσέπη του. Πριν σύρει τα βήματά του μακριά από τον τάφο του ομότεχνού του σκέφτηκε για μια στιγμή τα λόγια του Ντοστογιέφσκι στην ομιλία του για τον Πούσκιν. «Να είσαι ο ήλιος και όλοι θα σε βλέπουν». Πράγματι, αν είσαι ο ήλιος, όλοι θα σε βλέπουν και αν κάτι πάντα θα χρειαζόμαστε, δεν είναι οι γνώσεις, αλλά η σοφία. Και η σοφία προέρχεται από την παρατήρηση. Ένας άνθρωπος που παρατηρούσε με ζέση τους πεσσούς, τη μπίλια στη ρουλέτα και τις φιγούρες στα χαρτιά, δεν θα μπορούσε παρά να είναι το ίδιο οξυδερκής με τους συμπαίκτες του στη ζωή. Λαμπρός για τους άλλους, πυρωμένος χάλυβας όμως, για την ίδια του τη σάρκα.