Η Odeon παρουσιάζει στους κινηματογράφους από τη Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015 την ταινία «Fantastic Four», σε σκηνοθεσία του Τζος Τρανκ.

Τέσσερις από τους πιο διάσημους νεαρούς σταρ του Χόλιγουντ -ο Μάιλς Τέλερ, η Κέιτ Μάρα, ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν και ο Τζέιμι Μπελ– πρωταγωνιστούν στην πιο εντυπωσιακή και πολυαναμενόμενη περιπέτεια του φετινού καλοκαιριού, που θα ανατρέψει όλα όσα ξέρατε για τους κινηματογραφικούς σούπερ ήρωες.

Στο «Fantastic Four», μια ετερόκλητη ομάδα νεαρών ιδεαλιστών εξερευνητών μεταφέρεται σε μία παράλληλη, επικίνδυνη διάσταση κατά τη διάρκεια ενός φιλόδοξου επιστημονικού πειράματος. Εκεί, τα σώματά τους μεταλλάσσονται με σοκαριστικό τρόπο και αποκτούν μοναδικές υπερφυσικές δυνάμεις.

Οι τέσσερις ήρωες θα πρέπει να μάθουν να τις χειρίζονται για να προσαρμοστούν στη νέα τους ζωή στη Γη, αλλά και να ξεπεράσουν τις διαφορές τους για να αντιμετωπίσουν την θανάσιμη απειλή ενός πρώην συμμάχου τους ως οι Fantastic Four – η καλύτερη ελπίδα που έχει η ανθρωπότητα για την επιβίωσή της.

Οι τέσσερις σούπερ-ήρωες που άλλαξαν την ιστορία των κόμικ

Οι Fantastic Four κατέχουν μια ξεχωριστή και πολύτιμη θέση στην μακρά ιστορία των Marvel Comics, ως η πρώτη ομάδα σούπερ ηρώων, η επιτυχία των οποίων ευθέως επηρέασε την δημιουργία των Avengers και των X-Men. Το πρώτο τεύχος της σειράς Fantastic Four, με την υπογραφή του θρυλικού Σταν Λι και του Τζακ Κίρμπι, κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1961, άμεσα επηρεασμένο από την διάσπαρτη ανησυχία της εποχής για την πυρηνική ενέργεια και τη ραδιενέργεια.

Οι Fantastic Four σήμαναν την έναρξη μιας λαμπρής εποχής της Marvel, η οποία θα συνέχιζε με ήρωες όπως ο Spider-Man και ο Hulk, και 43 χρόνια μετά την πρώτη τους εμφάνιση άνοιξαν έναν νέο κύκλο περιπετειών, με τίτλο «Ultimate Fantastic Four». Ο κύκλος αυτός, ο οποίος σύστησε εκ νέου την ομάδα και τον τρόπο με τον οποίο απέκτησαν τις δυνάμεις τους, είναι αυτός που ενέπνευσε την νέα αυτή ταινία.

Μέλος της νέας γενιάς κινηματογραφιστών που αναδείχθηκαν μέσα από πλατφόρμες όπως το YouTube και το Vine, ο Τζος Τρανκ είδε την καριέρα του να εκτοξεύεται μετά την απρόσμενη τεράστια viral επιτυχία της μικρού μήκους ταινίας του, «Stabbing at Leia’s». Έχοντας ανταποκριθεί εντυπωσιακά στην πρόκληση της πρώτης κινηματογραφικής του προσπάθειας με το εξαιρετικό «Chronicle», μιας πρωτότυπης ρεαλιστικής ιστορίας χαμηλού προϋπολογισμού που έδωσε νέα πνοή στις ταινίες με σούπερ ήρωες, ο Τρανκ πλέον δοκιμάζεται και στα υψηλού προϋπολογισμού μπλοκμπάστερ, διατηρώντας όμως την ίδια νοοτροπία. «Ξεκινάω με τη σκέψη ότι θέλω να κάνω μια ταινία που πρωτίστως θέλω εγώ να δω ως φαν. Κάτι καινούριο που δεν φοβάται να υπονομεύει τα δεδομένα ή να προκαλεί τη μέχρι τώρα λογική ως προς τον τρόπο που γίνονται οι ταινίες αυτές».

Έτσι, το ύφος της ταινίας είναι πιο ρεαλιστικό και ανθρωποκεντρικό, η χρωματική του παλέτα πιο σκοτεινή, και έχει στοιχεία με τα οποία μπορείς να ταυτιστείς. «Αντί να θεωρήσω τις δυνάμεις τους ως δεδομένες, τις κοίταξα ως προκλήσεις, που κάνουν το κάθε μέλος της ομάδας ενδεχόμενο κίνδυνο όταν επανενταχθούν στην κοινωνία», εξηγεί ο Τρανκ, ο οποίος επεδίωξε να αποτυπώσει την ποικιλομορφία της σημερινής κοινωνίας στο καστ της ταινίας, καθώς και τον όλο σχεδιασμό της παραγωγής.

Θέλοντας να διατηρήσει ακόμη και τα ειδικά εφέ όσο το δυνατόν λιγότερα και πιο πρακτικά, ο Τρανκ, σε συνεργασία με τον διευθυντή φωτογραφίας Μάθιου Τζένσεν και την ομάδα των ειδικών εφέ, σχεδίασε τον φωτισμό και την κατασκευή των σετ γύρω από την λογική αυτή. «Δεν έχουμε να κάνουμε με μια “φωτεινή” ιστορία, και τα χρώματά της πρέπει να αντικατοπτρίζουν αυτό», εξηγεί.

Η ιστορία μάς μεταφέρει πριν την δημιουργία της ομάδας ή την απόκτηση των μετέπειτα διάσημων ονομάτων τους – είναι απλώς τέσσερις νεαροί, των οποίων η ζωή ανατρέπεται ξαφνικά και για πάντα, ρίχνοντάς τους σε μια αναπάντεχη νέα πραγματικότητα. «Οι Fantastic Four δεν ήταν ποτέ σούπερ-ήρωες», τονίζει ο σκηνοθέτης, εξηγώντας τον λόγο για τον οποίο «προσγείωσε» την ιστορία του σε έναν ρεαλιστικό ύφος. «Ήταν εξερευνητές που ζητούσαν την περιπέτεια. Πάντα πήγαιναν σε διάφορα μέρη, συναντούσαν κινδύνους σε άλλους πλανήτες και άλλες διαστάσεις. Οι δυσκολίες τους συμβολίζουν τις δυσκολίες που περνά κάθε νέος».

Συνεχίζοντας στη λογική αυτή, το σενάριο διαμορφώθηκε με την ιδέα ότι η μεταμόρφωση των Τεσσάρων δεν είναι ένα σπουδαίο δώρο, αλλά μια απώλεια ελέγχου των σωμάτων τους και της σύγχυσης που αυτή προκαλεί. Όπως εξηγεί ο συν-σεναριογράφος και παραγωγός Σάιμον Κίνσμπεργκ, «οι αλλαγές τις οποίες περνούν είναι σοκαριστικές και επηρεάζουν κάθε πτυχή της ζωής τους. Και αυτό το μοιράζονται, είναι κάτι που τους ενώνει και τους κάνει μια ασυνήθιστη οικογένεια, πιο δυνατή όταν όλα τα μέλη είναι σαν μια γροθιά».

Γνωρίστε τους Fantastic Four

Φυσικά, η επιλογή του καστ δεν θα μπορούσε παρά να ακολουθήσει την ίδια λογική. «Θέλαμε πολύ καλούς και δυναμικούς ηθοποιούς», λέει ο Κίνσμπεργκ, «που έχουν χτίσει ενδιαφέροντες χαρακτήρες στο παρελθόν, όπως κάνουμε και στο καστ των ταινιών “X-Men”».

Τον ρόλο του επικεφαλής της ομάδας, του ιδιοφυούς επιστήμονα Ριντ Ρίτσαρντς, ανέλαβε ο Μάιλς Τέλερ, που έχει πρωταγωνιστήσει στο εξαιρετικό «Whiplash» και την σειρά «Η Τριλογία της Απόκλισης». Ο Ρίτσαρντς είναι ένα από τα σπουδαιότερα μυαλά στην ιστορία των κόμικ, ένας φιλόδοξος και πολλά υποσχόμενος επιστήμονας και εφευρέτης, χάρη στον οποίο η ομάδα ταξιδεύει σε άλλη διάσταση. Πιο άνετος με την συζήτηση περί επιστήμης παρά με την επαφή του με άλλους ανθρώπους, ο Ρίτσαρντς είναι μεν βαθιά ηθικός αλλά ταυτόχρονα διακατέχεται από μια απύθμενη περιέργεια, και άρα ενίοτε οδηγείται σε μη συνετές επιλογές.

Για τον Τέλερ, ο Ριντ της ταινίας είναι ακόμη ένας νέος άνδρας, όχι ο θρύλος που μετέπειτα γίνεται. «Ξέρω ότι είναι το αγαπημένο κόμικ πολλών, γιατί ήταν οι πρώτοι σούπερ ήρωες με προβλήματα, οι πιο ανθρώπινοι όλων. Εγώ υποδύομαι έναν χαρακτήρα 20 χρόνια πριν την φάση της ζωής τους στην οποία τον έμαθαν όλοι. Είναι φοβερά έξυπνος και αυτό του δίνει δύναμη, αλλά επίσης τον απομονώνει. Βασικά έχει μόνο έναν στόχο: να φτιάξει τη μηχανή. Μόνο αυτό τον απασχολεί, ως πραγματικός πρωτοπόρος που είναι».

Ο Τζόνι Στορμ, από την άλλη, ζει για την αναζήτηση περιπέτειας και αδρεναλίνης με οποιονδήποτε τρόπο, σίγουρα μακριά από το εργαστήριο του πατέρα του και μέντορα του Ριντ Ρίσαρντς, Δρ. Στορμ, με τον οποίο έχουν μια δύσκολη, κάπως απόμακρη σχέση. Μετά από ένα ατύχημα κατά τη διάρκεια μιας κούρσας, ο χαρισματικός Τζόνι υποχρεώνεται να επιστρέψει στο εργαστήριο και να πάρει μέρος στο πρότζεκτ του Ρίτσαρντς. Τελικά είναι εκείνος που προσαρμόζεται πιο γρήγορα στις δυνάμεις του: την ικανότητά του, δηλαδή, να καλύπτει το σώμα του με φλόγες και να εκτοξεύει φλόγες.

Ο Μάικλ Μπ. Τζόρνταν, που υποδύεται τον Τζόνι στην ταινία, γνωρίζεται με τον Τζος Τρανκ από το «Chronicle», στο οποίο πρωταγωνιστούσε. «Εκείνη η ταινία ήταν κάτι σαν το ορεκτικό!», λέει γελώντας. «Μετά από το “Chronicle” ήθελα να συνεχίσω με έναν προ-υπάρχοντα χαρακτήρα. Ο Τζόνι είναι ό, τι καλύτερο: είναι παθιασμένος για τη ζωή, αισιόδοξος, καλόψυχος, με μια λαχτάρα να τον πάρουν στα σοβαρά. Και οι δυνάμεις αυτές είναι για τον Τζόνι μια πολύ καλή ευκαιρία για να βρει έναν στόχο ζωής».

Η θετή αδερφή του Τζόνι, Σου, που υιοθετήθηκε από την οικογένεια Στορμ ως ορφανό από το Κόσοβο, έχει εξελιχθεί σε αναπόσπαστο μέλος της επιστημονικής ομάδας του εργαστηρίου και, έπειτα από το πείραμα του Ρίτσαρντς, αποκτά την ικανότητα να γίνεται αόρατη και να δημιουργεί γύρω της ενεργειακά πεδία.

Θέλοντας να δώσουν τον ρόλο σε μια ηθοποιό που να χαρακτηρίζεται από εξυπνάδα, δύναμη και μια αύρα μυστήριου, οι συντελεστές κατέληξαν στην Κέιτ Μάρα, την οποία και εντόπισαν από τον πρώτο κύκλο επεισοδίων της μεγάλης επιτυχίας, «House of Cards». Για την Μάρα, το όραμα του Τρανκ ήταν εκείνο που την έπεισε να δεχθεί την πρόταση: «Ο Τζος με έπεισε αμέσως, με ενδιαφέρουν ταινίες προσγειωμένες στην πραγματικότητα. Η Σου είναι πάρα πολύ έξυπνη και ικανή επιστήμονας, αλλά όταν αποκτά δυνάμεις, αισθάνεται σαν να έχασε ένα μέλος του σώματός της. Όταν τις χρησιμοποιεί, εξαντλείται σωματικά και ψυχικά, μια εμπειρία που την τρομάζει και τελικά την απομονώνει».

Η τρομακτικότερη εμπειρία όλων, όμως, είναι εκείνη του Μπεν Γκριμ, παιδικού φίλου του Ριντ Ρίτσαρντς, ο οποίος τον στρατολογεί για το μοιραίο ταξίδι στην παράλληλη διάσταση. Μετά την καταστροφική έκβαση του ταξιδιού, η πηγαία ήσυχη δύναμη και αίσθηση αφοσίωσης, αλλά και ο βαθύς θυμός του Μπεν συμβάλλουν στην μεταμόρφωσή στο The Thing, ένα παντοδύναμο, τεράστιο πέτρινο πλάσμα, ανθεκτικό σε κάθε είδους σωματική επίθεση, ο κυριολεκτικός και μεταφορικός βράχος που κρατά ενωμένη την ομάδα.

Παρόλο που πρόκειται για έναν χαρακτήρα που αποδίδεται αποκλειστικά μέσω ειδικών εφέ, ο Τζέιμι Μπελ, που τον υποδύεται, κατάφερε να τον επενδύσει με την ανθρωπιά και καλοσύνη που χαρακτηρίζει το The Thing, χάρη στην τεχνολογία motion capture που του επέτρεψε να παίξει όλες τις σκηνές και να δώσει έτσι κατευθύνσεις στους animators για την δημιουργία του.

«Μίλησα στο τηλέφωνο με τον Τζος για δύο ώρες», λέει ο Μπελ σχετικά με την απόφασή του να πει το ναι στην ταινία. «Μου διηγήθηκε ολόκληρη την ταινία, από το πρώτο πλάνο μέχρι το τελευταίο. Έχει εξαιρετικό γούστο και προσπαθεί να κάνει κάτι το διαφορετικό με την ταινία. Μοιράζεται κάποια χαρακτηριστικά με τις σουπερ-ηρωικές ταινίες αλλά τελικά αφηγείται την ιστορία τεσσάρων ανθρώπων που περνούν κάτι τρελό μαζί, και αυτό τους ενώνει, τους συνδέει. Ο Μπεν δεν έχει πολλές προοπτικές ή στόχους. Είναι ένας συνηθισμένος, μέσος νεαρός άνδρας – αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει είναι το πόσο προστατευτικός είναι με τους φίλους του. Έχει πολλά να αποδείξει, αλλά στο βάθος είναι τρυφερός χαρακτήρας. Και τελικά είναι αυτός που παθαίνει το χειρότερο: μεταμορφώνεται σε μια πέτρα, δεν είναι καν πια άνθρωπος. Όπως και οι άλλοι, αισθάνεται μόνος, σαν η ζωή του να έχει καταστραφεί. Η πρόκληση ήταν να διατηρήσω τον Μπεν μέσα στην πέτρινη μορφή – για μένα, είναι ένας άνθρωπος παγιδευμένος εκεί μέσα, με τις ίδιες σκέψεις και συναισθήματα».

Πέρα από τις εντυπωσιακές σκηνές δράσης, τις ξεχωριστές ικανότητες των Τεσσάρων και την παράξενη παράλληλη διάσταση στην οποία τις αποκτούν, τo The Thing ήταν, φυσικά, και η μεγαλύτερη δυσκολία για τους υπεύθυνους των ειδικών εφέ, αφού έπρεπε να φτιάξουν έναν απαιτητικό ψηφιακό χαρακτήρα χωρίς να χάσουν την αίσθηση του πραγματικού ανθρώπου που κρύβει πίσω του. Εκτός από την ειδική motion capture στολή, που κατέγραφε κινήσεις και εκφράσεις προσώπου για να δώσει υλικό στους μετέπειτα animators, o Μπελ φορούσε ειδικά ξυλοπόδαρα έτσι ώστε να είναι στο ύψος που χρειαζόταν ο ρόλος. «Δεν ήταν εύκολο, αλλά τουλάχιστον ήταν χρήσιμο – είναι εύκολο να προκαλείς το δέος όταν στέκεσαι τόσο ψηλά από όλους στο δωμάτιο», εξηγεί ο Μπελ, ο οποίος δούλεψε με ειδικό χορογράφο για να αποτυπώσει σωστά την κίνηση του The Thing.

Το στοίχημα δεν ήταν μόνο επειδή το The Thing είναι μία δημιουργία εξαιρετικά πολύπλοκη, αλλά και ένας εύστοχος συμβολισμός της ιστορίας: όπως λέει ο Κίνσμπεργκ, «Αν υπάρχει ένα μήνυμα που προκύπτει από τους “Fantastic Four” είναι το να περνάς τα πάντα μαζί, να αντιμετωπίζεις ό, τι σου ρίχνει στο δρόμο σου η ζωή και να τα καταφέρνεις χωρίς να εγκαταλείπεις τον σύντροφό σου».

Σκηνοθεσία Τζος Τρανκ

Σενάριο Σάιμον Κίνμπεργκ

Τζέρεμι Σλέιτερ

Τζος Τρανκ

Παραγωγή Γκρέγκορι Γκούντμαν

Σάιμον Γκίντμπεργκ

Χατς Πάρκερ

Μάθιου Βον

Ηθοποιοί Μάιλς Τέλερ

Κέιτ Μάρα

Μάικλ Μπ. Τζόρνταν

Τζέιμι Μπελ

Τόμπι Κέμπελ

Μοντάζ Έλιοτ Γκρίνμπεργκ

Στίβεν Ι. Ρίβκιν

Φωτογραφία Μάθιου Τζένσεν

Σκηνικά Κρις Σίγκερς

Μουσική Μάρκο Μπελτράμι

Φίλιπ Γκλας

Διάρκεια 100’