Ο τίτλος της εγκατάστασης, είναι δανεισμένος από ένα από τα έξι ζωγραφικά έργα που συμπεριλαμβάνονται σε αυτή. Στο συγκεκριμένο έργο, το δάχτυλο τίθεται στην πληγή της ελληνικής σημαίας, φέρνοντάς μας αντιμέτωπους με τις πληγές της εποχής μας και προκαλώντας μας να βάλουμε το δάκτυλο επάνω τους για να αναρωτηθούμε και ίσως τελικά να πειστούμε ότι είναι πραγματικές.

Το “επί τον τύπον των ήλων” που είναι ένα on going εικαστικό project, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Διεθνή Συνάντηση Σύγχρονης Τέχνης Art Athina 2016. Για τη φιλοξενία του στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πατρών, εμπλουτίστηκε με καινούρια έργα που λειτουργούν συμπληρωματικά και εξελικτικά στην πρώτη ενότητα των έργων. Στόχος μας είναι το project, να φιλοξενηθεί μελλοντικά και σε άλλους σημαντικούς χώρους πολιτισμού, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό.

Ο Γιάννης Μπόλης, ιστορικός της τέχνης, γράφει για το “επί τον τύπον των ήλων”:

Σε ευθεία αντιστοιχία με συναισθηματικές, ψυχικές και βιωματικές συμπεριφορές, η ζωγραφική του Ανδρέα Νικολάου έρχεται να μιλήσει για την ανθρώπινη συνθήκη, για την αποξένωση και τη δραματικότητα της ανθρώπινης κατάστασης σ’ έναν εχθρικό και κατακερματισμένο κόσμο, θέτοντας ζητήματα υπαρξιακής και οντολογικής τάξης, μεγιστοποιώντας τη σημασία των μηνυμάτων της. Η πλαστικότητα των σχημάτων, η καταλυτική αντιπαράθεση του φωτός και της σκιάς, η αντιμετώπιση της σχέσης μορφής-χώρου, μ’ έναν αξιοσημείωτα λιτό, υπαινικτικό και θεατρικό τρόπο και μια ιδιαίτερη αίσθηση μνημειακότητας, συνεισφέρουν καθοριστικά στην ξεχωριστή ζωγραφική ευαισθησία, συμβάλλουν στην ένταση των θεμάτων του, στον πυρήνα των οποίων βρίσκεται ο άνθρωπος και η μοίρα του. Επανερχόμενα θέματα όπως τα αισθησιακά ανδρικά και γυναικεία γυμνά, φορτίζονται από την εμφαντική σημασία που τους αποδίδει και τον τρόπο με τον οποίον τα επεξεργάζεται και τα μετουσιώνει με τα εφόδια μιας ώριμης τεχνικής, καταδεικνύοντας μια επίπονα κατακτημένη ευχέρεια στον χειρισμό της γλώσσας: αφηγήσεις πιο πλούσιες, συμβολισμοί προερχόμενοι από ένα μεγαλύτερο βάθος, ρυθμοί εξαιρετικά καλοσυγκερασμένοι, μορφές που προκαλούν το αίσθημα της άμεσης σωματικής εμπειρίας και της σαρκικής επαφής, ενώ παράλληλα αποστασιοποιούνται, βιώνουν τη δική τους μυστική ζωή.

Ο Ανδρέας Νικολάου επικυρώνει την οικονομία των εκφραστικών του μέσων, τη συνέπεια, τη συνοχή και την ποιότητα των μορφοπλαστικών του αναζητήσεων, την προσήλωση και τους πειραματισμούς του σε μια συγκεκριμένη διαδρομή, την ικανότητά του να αντλεί ένα μεστό σε τόνους και εσωτερικότητα περιεχόμενο, ανοιχτό σε πολλαπλές αναγνώσεις και συνδηλώσεις. Οι έννοιες το Ύπνου, του Έρωτα και του Θανάτου συμπλέκονται σε μια αδιάσπαστη ενότητα, ενώ οι θρησκευτικές και μυθολογικές αναφορές διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο. Η σύγχρονη Πιετά με την ιερατική στάση και την έκδηλη τρυφερότητα, την παθητική τραγικότητα της παράδοσης του θέματος αλλά και την επικοινωνία που αναπτύσσεται μεταξύ της γυναίκας και του άντρα όπου το δραματικό συναίσθημα της απώλειας συμβιώνει με μια γαλήνια εντύπωση παραδοχής και ελεγειακής θλίψης, καθώς και τα ηδυπαθή γυμνά σώματα των νεαρών κοριτσιών, παραδομένων στην αγκαλιά του Μορφέα, συναρθρώνουν ένα απροσδόκητο σύμπαν εικόνων, υποβάλλουν μια σχεδόν μεταφυσική-μυσταγωγική ατμόσφαιρα, μεταδίδουν και διατηρούν ατόφια την πρωταρχική συγκίνηση, την αλήθεια και τον ιδιότυπο ρομαντισμό του θέματός τους, προσεγγίζουν τη βαθύτερη ουσία των μορφών, που μοιάζουν να χάνουν την υλική, γήινη υπόσταση τους, μετατρεπόμενες σε σύμβολα και αλληγορίες. Τα σώματα, μοναχικά, ευάλωτα και ερωτικά εμφανίζονται να αναδύονται από το φως και να βυθίζονται στο σκοτάδι, να μετεωρίζονται στο μεταίχμιο της πραγματικότητας και του φασματικού-ονειρικού αντικατοπτρισμού της, στις παρυφές ενός ενδιάμεσου κόσμου, παραδομένα και εκτεθειμένα σ’ ένα αναπόδραστο πεπρωμένο, σε εσωτερικά ελλειπτικά και σημαίνοντα, ουδέτερα και αποσπασματικά, σε στιγμές παγωμένες και αμετακίνητες στον χώρο και τον χρόνο. Ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος μ’ αυτόν τον «κλειστό» κόσμο, τα όρια του οποίου είναι τα όρια της σύνθεσης, έναν κόσμο αδιατάρακτης και απόκοσμης σιωπής και γαλήνης, όπου η αναπαράσταση υποχωρεί στην πορεία αποκάλυψης εκείνου που βρίσκεται κρυμμένου πίσω από την επιφάνεια, τη μυστηριώδη, αμφίσημη και μαγική δύναμη της εικόνας, η οποία αποκτά τη δική της απολογία και ζωή. Ταυτόχρονα, συνθέσεις όπως η Πιετά, τα μικρά κορίτσια που κραυγάζουν με αγωνία και οργή αλλά κυρίως η Επί τον τύπον των ήλων, απηχούν τις εμπειρίες, την αντίδραση αλλά και τη κριτική στάση του ζωγράφου απέναντι στις σύγχρονές του πραγματικότητες, καταγράφοντας τις στιγμές του λαβώματος, τα τραύματα και τα αδιέξοδα μιας αλλοτριωμένης και ισοπεδωτικής, μεταβατικής και απρόβλεπτης εποχής.

Επιμέλεια έκθεσης: Λιάνα Ζωζά, Γιάννης Μπόλης

Σύντομο Βιογραφικό Σημείωμα

Ο Ανδρέας Νικολάου γεννήθηκε στην Κύπρο το 1966. Σπούδασε ζωγραφική στην Ακαδημία Τέχνης του Μονάχου με υποτροφία Εράσμους και στην Α.Σ.Κ.Τ. με υποτροφία του Ι.Κ.Υ. και δάσκαλο τον Π.Τέτση. Αποφοίτησε με Άριστα το 1992.

Έχει πραγματοποιήσει μέχρι σήμερα 38 ατομικές εκθέσεις σε Μουσεία και Γκαλερί στην Ελλάδα, την Κύπρο, τη Γερμανία, την Αγγλία, την Ολλανδία, Ιταλία και Ελβετία.

Έχει λάβει μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις μεταξύ των οποίων: Εθνική Πινακοθήκη – Αθήνα, Σχολή Καλών Τεχνών – Αθήνα, Biennale – Τορίνο – Ελσίνκι – Βαρκελώνη, Vals – Μάαστριχτ, Pan – Amsterdam, Realisme ’05 – Άμστερνταμ, Art  Karlsruhe ’05, Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.

Το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Ρώμης παρουσίασε το 2003 αναδρομική έκθεση της δουλειάς του και το Μουσείο Πιερίδη της Κύπρου παρουσίασε το 2005 την έκθεση με θέμα “Το πορτραίτο του Μινώταυρου”. Το 2007 του απονεμήθηκε το βραβείο των Δέκα, Γραμμάτων και Τεχνών. To 2015, η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Λευκωσίας και το Saint George’s University of London, παρουσίασαν τη διατομική έκθεση των Ανδρέα Νικολάου και Θεόδωρου Μανωλίδη με τον τίτλο “Myth and Meaning”.

Έργα του βρίσκονται σε Μουσεία, δημόσιες και ιδιωτικές συλλογές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.