Την Τετάρτη 10 Ιουνίου, στις 20.00, η διεύθυνση του ξενοδοχείου Radisson BLU PARK HOTEL, ATHENS – στα πλαίσια του αφιερώματος «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ» και της συνεργασίας του με την ιστορικό τέχνης Ελένη Αθανασίου – παρουσιάζει την έκθεση του Γιάννη Γαΐτη με τίτλο Ένας Ασυμβίβαστος Δανδής. Τα έργα της έκθεσης προέρχονται από ιδιωτικές συλλογές και θα εκτίθενται στους χώρους του ξενοδοχείου έως τις 24 Ιουλίου 2015.

Το Radisson Blu Park Hotel, Athens, συνεχίζει να παρουσιάζει ανά τακτά χρονικά διαστήματα το έργο καταξιωμένων Ελλήνων καλλιτεχνών με σκοπό την προβολή της Ελληνικής τέχνης τόσο στο εγχώριο κοινό όσο και στο ξένο που επισκέπτεται την χώρα μας. Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο, «Πολιτισμός-Τουρισμός», επιλέχθηκε ο Γιάννης Γαΐτης ο οποίος υπήρξε σεμνός, ασυμβίβαστος, οραματιστής, επαναστάτης, και μαζί σπουδαίος εκπρόσωπος του Μοντερνισμού στην Ελλάδα. Εκπροσωπεί την γενιά που ξεπηδά μέσα από την αντίσταση και χρησιμοποιεί τα γνωστά ανθρωπάκια του σαν αγγελιοφόρους των ιδεολογικών και καλλιτεχνικών του στοχασμών.

Δημιούργησε περισσότερα από 4.500 έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, σχέδια και κατασκευές. Έκανε κοινωνικά και μαζί θεατρικά δρώμενα. Ασχολήθηκε με εικονογραφήσεις βιβλίων, σκηνικά, κουστούμια θεάτρου, σχέδια υφασμάτων και κουβέρτας. Το 1982 συνεργάστηκε με τον σχεδιαστή μόδας Γιάννη Τσεκλένη, για μια σειρά ενδυμάτων. Υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες καλλιτέχνες που ενδιαφέρεται για την παραγωγή πολλαπλών, επιθυμώντας έτσι την πρόσβαση του κοινού στο έργο του και δημιουργεί  χρηστικά αντικείμενα όπως παιχνίδια, πιάτα, έπιπλα και χαρακτικά.

Στην παρούσα έκθεση ένας ολόκληρος μικρόκοσμος από ζωόμορφες μυθικές οντότητες από περίεργα εντομοειδή (εργατικά μυρμηγκάκια, μύγες, σφήκες) πουλιά, ανθρωποειδή, άλλοτε με φράκο και άλλοτε με ριγωτό και καρό κουστούμι, λευκό γιακά, μαύρη γραβάτα, μαύρα παπούτσια και μαύρη κορδέλα γύρω από το καπέλο μελόν, κυριαρχούν στις συνθέσεις του. Το σκηνικό του είναι τα λούνα παρκ, το τσίρκο, το γήπεδο, ο δρόμος, οι παρελάσεις, οι κηδείες, οι λαϊκοί αντί-ήρωες, τα πανηγύρια, οι γάμοι.

Επηρεάζεται αρχικά από τον κυβισμό των Picasso και Braque και την γεωμετρική αφαίρεση. Η θεματολογία του σε αυτή την πρώτη φάση είναι συνήθως προσωπογραφίες και τοπία νησιών, ιδιαίτερα της Ύδρας και της Σαντορίνης. Από το 1957-1958 καταπιάνεται με τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό, την αφηρημένη τέχνη και τον βιομορφικό υπερρεαλισμό. Τα έργα αυτής της περιόδου χαρακτηρίζονται από εντομοειδή και μικρές ανθρώπινες μορφές. Το ανθρωπάκι του Γαΐτη γίνεται αντιπροσωπευτικό και καθοριστικό στη ζωγραφική του

το 1968, ενώ από το 1980 και μετά, οι μορφές αυτές, που δεν έχουν καμία ατομική υπόσταση, αποκτούν τρίτη διάσταση και μπαίνουν στο χώρο σαν κατασκευή, σαν σκηνικό, σαν χρηστικό αντικείμενο, σαν παιχνίδι, σαν έπιπλό, σαν ύφασμα.

Ο Γιάννης Γαΐτης αποποιείται την Αναγεννησιακή προοπτική και δημιουργεί μια δισδιάστατη ζωγραφική που αφηγείται ιστορίες-παραμύθια εμπνευσμένα από την αρχαιότητα, την μυθολογία, τους βίους αγίων κλπ.

Ο ίδιος είναι βαθιά ουμανιστής. Το ανθρωπάκι του γεννιέται από την αγάπη που έχει στον Άνθρωπο. Τον ενδιαφέρουν οι βαριές συνέπειες του βιομηχανικού πολιτισμού, όπως η ανωνυμία, η απομόνωση, η αλλοτρίωση, η ισοπέδωση, η ομοιομορφοποίηση, η επιπεδοποίηση, ο υπερπληθυσμός, και η υπερκατανάλωση. Ο άνθρωπός του δεν έχει ηλικία, το φύλο του είναι πολλές φορές αμφίβολο και σχετίζεται με τα ανδρόγυνα στερεότυπα των συμβολιστών του τέλους του 19ου αι. και των αρχών του 20ου αι. Ενίοτε αποκτά φύλο, γίνεται γυναίκα-κούκλα που φορά στολισμένα καπέλα με φτερά και λουλούδια αλλά και άνδρας που φορά καπέλα μελόν. Οι ανδρικές φιγούρες του επηρεάζονται από τον άνδρα δανδή και είναι αδιάφορες, ανέκφραστες, ασυγκίνητες, κενές με άψογη αυστηρή εξωτερική εμφάνιση. Οι αυτάρεσκες μάσκες των ανθρωποειδών του αντικαθιστούν την έκφραση του προσώπου ενώ τα χαρακτηριστικά τους είναι επίπεδα και γραμμικά. Χαρακτηριστικά στοιχεία των έργων αυτής της κατηγορίας είναι η επανάληψη, η τυποποίηση, η μετωπική απόδοση και η αυστηρή οργάνωση. Τα ανθρωπάκια του μεταμορφώνονται σε αρχαϊκές κολώνες, σε αγγέλους με ριγέ και καρό κουστούμια, σε ανθρώπινους ουρανοξύστες, σε πλήθος που διαμαρτύρεται.

Το έργο του μόνο φαινομενικά είναι pop (popular). Στην πραγματικότητα απομυθοποιεί με τρόπο καυστικό και ειρωνικό την καταναλωτική κοινωνία και γελοιογραφεί τις λειτουργίες, τους θεσμούς και τα σύμβολά της. Η τυποποιημένη, επαναλαμβανόμενη και στυλιζαρισμένη του μορφή εμπνέεται, αλλά ταυτόχρονα διακωμωδεί, την προγονολατρεία, τους ήρωες και τους θεούς μιας παρελθούσης ακαδημαϊκής Ελληνικής σκηνής και σε αντίθεση με τους καλλιτέχνες της γενιάς του ’30 βάζει τέλος στη νοσταλγία του παρελθόντος. Η νέα αφηγηματική αναπαράσταση (Figuration Narrative) που υιοθετεί ο Γαΐτης δημιουργεί ακαθόριστους χώρους και τόπους, που ξεδιπλώνονται άλλοτε σε οριζόντιες φρίζες ή σε επιμέρους πλαίσια μέσα στο ίδιο έργο. Με αυτό τον τρόπο ανακαλεί την αφηγηματική ζωγραφική που παρατηρούμε στις βυζαντινές εικόνες, στις ζώνες των αρχαίων ερυθρόμορφων αγγείων  αλλά και στα καρέ-καρέ των σύγχρονων κόμικς.

Ο προσωπικός κώδικας γραφής του Γιάννη Γαΐτη εκπροσωπεί την αριστοκρατία του γούστου και παραμένει έως σήμερα σύγχρονος και αναγνωρίσιμος. Χρησιμοποιεί το γραφικό και βιομηχανικό σχέδιο, την αφίσα για να δημιουργήσει κρυπτογραφημένες οπτικές ιστορίες γεμάτες ρυθμό, μουσική και στυλ. Εν κατακλείδι χρησιμοποιεί το μύθο και την αλληγορία για να εικονογραφήσει συμβολικά το έργο του, παντρεύοντας τα γνωστά ανθρωπάκια του με μνήμες της παρελθούσης Ελληνικής ιστορίας.

Επιμέλεια έκθεσης: Ελένη Αθανασίου  

ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Γιάννης Γαΐτης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 4 Μαρτίου του 1923 και πέθανε στις 22 Ιουλίου του 1984. Σπούδασε στη ΑΣΚΤ της Αθήνας, από την οποία αποφοίτησε το 1951. Ανάμεσα στους δασκάλους του ήταν  ο Κωνσταντίνος Παρθένης και ο Ιωάννης Φιλιππότης. Το 1948 συμμετείχε ως ιδρυτικό μέλος στην ομάδα Ακραίοι που ίδρυσε ο Αλέκος Κοντόπουλος, και τάσσεται ανοιχτά πλέον υπέρ της μοντέρνας και εναντίον της ακαδημαϊκής ρεαλιστικής τέχνης. Το 1954 έφυγε για το Παρίσι, όπου συνέχισε τις σπουδές του στην École des Beaux-Arts και στην Académie de la Grande Chaumière. Το 1957 υπέγραψε συμβόλαιο με την Γκαλερί Fachetti. Εργάστηκε τόσο στην Αθήνα όσο και στο Παρίσι και από το 1967 παρουσίασε τα γνωστά του Ανθρωπάκια.  Το 1971 εκθέτει στο Δεσμό τις πετομηχανές του, ενώ τη δεκαετία 1970-1980, με μια σειρά από κατασκευές, παίρνει μέρος σε δρώμενα και περιβάλλοντα, επιχειρώντας να αναφερθεί και στον αρχαίο κόσμο. Σταδιακά, από το 1975 οι σχηματοποιημένες μορφές πολλαπλασιάστηκαν και ενοποιήθηκαν με αποτέλεσμα τη δημιουργία ανθρώπινων τοπίων. Θεωρείται ως ένας από τους πρωταγωνιστές στην καλλιτεχνική πρωτοπορία. Απεβίωσε τον Ιούλιο του 1984, λίγες ημέρες μετά τα εγκαίνια της αναδρομικής έκθεσης του έργου του στην Εθνική Πινακοθήκη Αθηνών.