Την Τετάρτη 3 Ιουνίου 2015 εγκαινιάζεται η ατομική έκθεση της Βέρας Καλλιανίδη με τίτλο «Εν-διά-μεσα» στη Γκαλερί Ίρις.

Τρισδιάστατες  εικόνες, πλακάτα χρώματα – το άσπρο, το μαύρο, το κόκκινο- νήματα  που λειτουργούν πολυεπίπεδα, μικρές γυναικείες γλυπτικές φιγούρες, ένα  σύμπλεγμα σημείων και εννοιών αποτελούν την καινούργια εικαστική αφήγηση της Βέρας Καλλιανίδη. Με τη σύμπραξη ζωγραφικής και γλυπτικής, κατασκευής και χειροτεχνίας, η δημιουργός επιχειρεί μια κατάδυση στα έγκατα της γυναικείας ύπαρξης, διερευνώντας με τον δικό της προσωπικό τρόπο ένα ευρύ φάσμα αναζητήσεων που έχουν να κάνουν με ψυχολογικά, κοινωνιολογικά και καθαρά φιλοσοφικά θέματα.

Στα πρώιμα έργα της, όσα δημιουργήθηκαν στη διάρκεια των σπουδών της στη Γερμανία, η Βέρα Καλλιανίδη ασχολήθηκε με εξπρεσιονιστικά τοπία landscapes. Αργότερα πέρασε στα landEscapes. Η επιστροφή της στην Ελλάδα σηματοδότησε μια αλλαγή: το χρώμα από τόπος έγινε ίχνος• από τον χώρο του καμβά αναδύθηκαν ανθρώπινες φιγούρες. Αρχικά, την απασχόλησαν οι μεταξύ τους σχέσεις, βάζοντας τις, ταυτόχρονα, να αναμετρώνται με μονοχρωματικές χωροταξίες. Το ανθρώπινο σώμα και δη  το γυναικείο, πρόβαλε πλέον σε πρώτο επίπεδο. Η ζωγράφος δεν αναζητά μόνο τη σχέση του σώματος με τον χώρο, αλλά επικεντρώνει στην ύπαρξή του στο παρόν και στο άπειρο, του προσδίδει κίνηση που άλλοτε παραπέμπει στο υγρό περιβάλλον  του αμνιακού σάκου κι άλλοτε σ’ εκείνο της θάλασσας. Στην τωρινή δουλειά της φαίνεται να εμβαθύνει ακόμη περισσότερο στη γυναικεία φύση, μοιάζει να διερευνά τα όρια της γυναικείας ταυτότητας.  

Στους είκοσι δύο πίνακες της Βέρας τα χρώματα χρησιμοποιούνται ως οντότητες. Το κόκκινο χρώμα της δράσης σηματοδοτεί τη ζωτικότητα, τη σεξουαλικότητα, τον αυθορμητισμό, τη διέγερση, την επαναστατικότητα, την αγάπη. Το λευκό, πέρα από την όποια αγνότητα, συμβολίζει τον ρεαλισμό και τον ορθολογισμό, το μαύρο το πένθος, το μυστήριο του άγνωστου, το σκοτεινό. Η ίδια θεωρεί το κόκκινο ως το χρώμα της απόλαυσης,  το λευκό ως την (θέση) έλλειψη που ανοίγει τον δρόμο για την επιθυμία, το μαύρο ως την άλλη πλευρά του φεγγαριού, τη σκοτεινή και μυστηριώδη.

Τα νήματα που χρησιμοποιεί  με τη μορφή κάθετων και οριζόντιων γραμμών, λειτουργούν ως ιστοί, δημιουργούν λαβυρίνθους, με αναφορές στη μνήμη ή την υποσυνείδητη ανάμνηση. Τα νήματα, κυρίως,  είναι αυτά που προσδίδουν την τρίτη διάσταση στα έργα της. Ανάμεσα τους κυκλοφορούν αμφίσημα γυναικεία γλυπτά – εκτός από ένα ανδρικό- κατεχόμενα από την αγωνία της απελευθέρωσης, την αναζήτηση της απόλαυσης. Με την παράθεση μιας μόνο ανδρικής φιγούρας, η οποία μάλιστα  φαίνεται σαν να φεύγει από το κάδρο, η ζωγράφος επιλέγει συνειδητά να παραμερίσει τη δεύτερη φύση που υπάρχει σ’ όλους τους ανθρώπους  για να ασχοληθεί  αποκλειστικά με τη γυναικεία πλευρά της, να προβληματιστεί δημιουργικά πάνω στα όρια του φύλου της.

Η Βέρα σε φάση ενδοσκόπισης, σε μια προσπάθεια αυτοανάλυσης και αποκάλυψης του εαυτού της,  προσανατολίζεται σε μια γυναικεία γραφή, προκαλώντας και προσκαλώντας όλους τους θεατές να δουν τον κόσμο μέσα από το δικό της βλέμμα. Καθοδηγούμενη από τη διαίσθηση και τις αισθήσεις, ιχνηλατεί την ποιητική της γυναικείας ανοικειότητας για να δημιουργήσει τις ματιέρες, τη γραφή και τις εικόνες της, που εμπεριέχουν τη μνήμη της παράδοσης εμπλουτισμένη από την υποκειμενική εμπειρία. Αξιοποιώντας το νήμα ως βασικό στοιχείο της εικόνας, το χρησιμοποιεί ταυτόχρονα και ως κομμάτι αδρής ύλης, που σταδιακά θα την οδηγήσει σ’ ένα προσωπικό τρόπο διερεύνησης της ματιέρας. Το νήμα λειτουργεί παράλληλα ως γραμμικό σχεδιαστικό στοιχείο της σύνθεσης. Η γραμμή σταδιακά απελευθερώνεται, τα σχήματα απλώνονται στον χώρο, υποβάλλοντας εικόνες παρόμοιες με τα φανταστικά τοπία που ζωγράφιζε στη Γερμανία.

Στους περισσότερους από τους πίνακες της η ζωγράφος φαίνεται να θέλει να αποκαταστήσει την επικοινωνία μεταξύ  μητέρας και παιδιού εντός του «μητρικού χώρου». Η επικοινωνία αυτή σημαντική και ενστικτώδης κυριαρχείται από τις αισθήσεις. Η ενηλικίωση και η κατάκτηση του λόγου σηματοδοτεί την είσοδο του παιδιού στην πατριαρχική κοινωνία, στον «χώρο του πατέρα». Η μακρινή σχέση όμως με τη μητέρα διατηρείται πάντα ως μνήμη. Δεν είναι τυχαίο, που όταν η Βέρα δημιουργεί τις ζωγραφικές αφηγήσεις της επιλέγει τη χρήση του νήματος αλλά και του κεντήματος – οι γυναίκες της οικογένειάς της έχουν όλες σχέση μ’ αυτά –   για να προβάλλει ίσως τις ποιότητες του πολύτιμου και του μοναδικού, παραπέμποντας, ταυτόχρονα, με τον πιο  έμμεσο τρόπο στην πολυπλοκότητα αλλά και την πολυτιμότητα των σχέσεων μητέρας, κόρης, αδελφής, γιαγιάς.

Για να ολοκληρώσει τους πίνακές της χρησιμοποιεί μελάνι, ακρυλικά χρώματα, ρητίνες και άλλα ευμετάβλητα υλικά   για τη δημιουργία των γλυπτών, σπάγκους, κλωστές, νήματα πλεξίματος, χαρτί βιβλιοδεσίας και γενικότερα  ό,τι μπορεί να εξυπηρετήσει τον σκοπό της. Η τέχνη με την χειροτεχνία σε αγαστή συνεργασία. 

«Η ζωή είναι σαν ένα κέντημα. Περνάμε το πρώτο μέρος της ζωής μας  στην “όμορφη” πλευρά του και τη δεύτερη στην “άλλη” πλευρά, όπου βλέπουμε πώς πλέκονται τα νήματα, πώς έχει φτιαχτεί», γράφει κάπου ο Άρθουρ Σοπενάουερ.  Η άλλη πλευρά είναι η πραγματική ζωή, αυτή που ουσιαστικά ενδιαφέρει τη ζωγράφο, η οποία, επιχειρεί με τον καλύτερο τρόπο να αναδείξει τον διάλογο ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι των πραγμάτων.

Αυτό που χαρακτηρίζει τα συγκεκριμένα έργα της Βέρας είναι ο  προσωπικός εικαστικός λόγος, η «γυναικεία γραφή», με όλη τη βάσανο που απαιτεί ο όρος. Είναι μια έννοια που κυριαρχεί σημασιολογικά στη γαλλική φεμινιστική σκέψη των μαθητριών του Ζακ Λακάν (η Βέρα ως νεώτερη γενιά αντλεί ερεθίσματα  από τα  διδάγματά του) ειδικότερα στην Έλεν Σιζού, την Τζούλια Κρίστεβα και τη Λις Ιριγκαρέ, που στο λογοτεχνικό και ψυχαναλυτικό έργο τους κατέχει θεμελιώδη θέση. Η «γυναικεία γραφή» που γι’ αυτήν έχει γίνει τόση συζήτηση από τη δεκαετία του ’70 και μετά είτε στη λογοτεχνία είτε στην τέχνη, βασίζεται όχι μόνο στην έμφυλη διαφορά ή στις οπτικές παραστάσεις, αλλά κυρίως, στην ψυχαναλυτική προσέγγιση που έχει να κάνει με την επαναδιαπραγμάτευση των όρων «θηλυκότητα», «σεξουαλικότητα», «επιθυμία». Αυτό ήταν και το ερέθισμα από τη θέαση των έργων της Βέρας για να γραφτεί τούτο το κείμενο, που προσπαθεί όχι μόνο να αναλύσει τα προτερήματα αυτής της έντιμης καλλιτεχνικά δουλειάς, αλλά και να συνεπικουρήσει στον ειλικρινή διάλογο  με τους θεατές της.