Προσχέδια εξωφύλλων, μακέτες, γραφιστικές και εικονογραφικές εργασίες παρουσιάζονται μαζί με έργα ζωγραφικής, ως διαφορετικές εκδοχές εικαστικής έκφρασης του ίδιου καλλιτέχνη. Την έκθεση επιμελήθηκαν η Μάρθα-Έλλη Χριστοφόγλου και η Πέγκυ Κουνενάκη.

Τα εξώφυλλα

Σχεδίαζα εξώφυλλα βιβλίων επί τριάντα χρόνια. Ξεκίνησα το 1970, μέσα στη δικτατορία, όταν ο Φίλιππος Βλάχος μου πρότεινε να συνεργαστούμε στις εκδόσεις «Κείμενα». Ήταν ακριβώς η εποχή που έκανα την πρώτη μου ατομική έκθεση ζωγραφικής, ενώ με απασχολούσαν ερωτήματα σχετικά με τον κοινωνικό και πολιτικό ρόλο της τέχνης. Σε αυτό το κλίμα, θεωρούσα ότι οι γραφικές τέχνες προσφέρουν ένα πεδίο ευρύτερης λειτουργίας της εικαστικής έκφρασης.

Αυτό ήταν και ένα από τα αρχικά μου κίνητρα, για να ασχοληθώ με τα εξώφυλλα ως ζωγράφος. Δούλεψα με πολλούς εκδοτικούς οίκους, αλλά ξεχωρίζω τους τρεις, με τους οποίους είχα στενή και μακροχρόνια συνεργασία. Πρώτα ήταν τα «Κείμενα» με το Φίλιππο Βλάχο, όπως προανέφερα. Μετά συνέχισα στο «Θεμέλιο» με τον Μίμη Δεσποτίδη και το Θόδωρο Μαλικιώση, και στο «Πλέθρον» με το Σάμη Γαβριηλίδη και το Λουκά Ρινόπουλο. Με αυτούς τους ανθρώπους διατήρησα, άλλωστε, μια φιλική σχέση και σε προσωπικό επίπεδο.

Η σχεδίαση ενός εξωφύλλου βιβλίου, όταν γίνεται με πραγματικό ενδιαφέρον και μεράκι, είναι μια αρκετά σύνθετη εργασία. Κατά βάθος πρόκειται για μια πρώτη ερμηνεία του βιβλίου. Πρέπει να αντανακλά σε κάποιο βαθμό το περιεχόμενο των σελίδων του, να συμπυκνώνει τα νοήματα αναδεικνύοντάς τα με οπτικό τρόπο, είτε μέσω της εικόνας είτε με την επιλογή της κατάλληλης γραμματοσειράς και την τοποθέτηση του κειμένου. Ταυτόχρονα πρέπει να είναι αισθητικά ικανοποιητικό και ευχάριστο στο μάτι. Αυτές οι ανάγκες υπαγορεύουν μια ειδική αντιμετώπιση, που δεν μπορεί να ταυτίζεται με τη διαδικασία της προσωπικής ζωγραφικής.

Ωστόσο, βλέποντας σήμερα, εκ των υστέρων, τα εξώφυλλα που έχω σχεδιάσει, είναι μερικά που μου αρέσουν ακόμα. Εκτός από κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις βιβλίων, θα ξεχώριζα τρεις σειρές που επιμελήθηκα, την ποιητική σειρά στα «Κείμενα», την ιστορική σειρά στο «Θεμέλιο» και τη σειρά Θεωρία-Λογοτεχνία-Κριτική στο «Πλέθρον».

Τέλος οφείλω να πω ότι, μέσα από την επαφή μου με τις εκδόσεις, απέκτησα πολύτιμες εμπειρίες σχετικά με το τεχνικό και αισθητικό μέρος της εκδοτικής δουλειάς, σε μια εποχή που αυτός ο χώρος, στην Ελλάδα, είχε μια ιδιαίτερη ποιότητα και ζωντάνια. Παράλληλα μου δόθηκε η ευκαιρία να προσεγγίσω κείμενα λογοτεχνικά, ιστορικά ή θεωρητικά και να γνωρίσω από κοντά συγγραφείς, μεταφραστές, επιμελητές και γενικώς πρόσωπα από τον κόσμο του βιβλίου. Θεωρώ ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, με τις νοοτροπίες, τις αντιλήψεις και τις συμπεριφορές τους, έπαιξαν ρόλο και στη δική μου διαμόρφωση.

Γιάννης Π. Βαλαβανίδης, 2014

* Το κείμενο γράφτηκε για την έκθεση “Γιάννης Βαλαβανίδης – Η τέχνη του εξωφύλλου”, που παρουσιάστηκε στο Βιβλιοπωλείο του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης το 2015.

Εκδοχές εικαστικής έκφρασης

Η προσήλωση στην παραστατική ζωγραφική και σε διάφορες εκδοχές του ρεαλισμού είναι μια χαρακτηριστική στάση πολλών καλλιτεχνών της λεγόμενης «γενιάς του ’70», που το ξεκίνημά τους καθορίστηκε από την πολιτική συγκυρία της δικτατορίας του ’67. Η ζωγραφική του Βαλαβανίδη βασίζεται πάντα σε μια σύνθετη επιλογή, όπου το οπτικό ερέθισμα λειτουργεί ως κέλυφος του θέματος, ενώ το νόημα της εικόνας προκύπτει αποκλειστικά από την επεξεργασία της φόρμας και της γραφής.

Αυτή η διπλή προσέγγιση, οπτική και θεματική, υπακούει σε ένα είδος δυναμικής ισορροπίας, η οποία κατά καιρούς αναδεικνύει περισσότερο τη μια ή την άλλη πλευρά της εικόνας. Ο ζωγράφος δεν απαρνείται ποτέ τις ιδεολογικές καταβολές της τέχνης του, παρόλο που πολλά έργα του ξεφεύγουν εντελώς από τους συμβατικούς κανόνες της ρεαλιστικής απεικόνισης.

Η ενασχόλησή του με τις γραφικές τέχνες, ιδίως με τη σχεδίαση εξωφύλλων, έχει και αυτή ιδεολογικές ρίζες και ακολουθεί τις ίδιες περίπου αρχές. Καταρχάς δηλώνει έμπρακτα την αγάπη του για το βιβλίο. Και επί πλέον λειτουργεί συμπληρωματικά με τη ζωγραφική του, ως άσκηση πειθαρχίας και, ταυτόχρονα, ως πεδίο ελεύθερου πειραματισμού.

Βλέποντας σήμερα τα πολλαπλά προσχέδια, τις σημειώσεις και τις μακέτες που φιλοτεχνούσε (πάντα με το χέρι), τις χρωματικές δοκιμές, τη σχεδίαση γραμματοσειρών, καθώς και τις υπερλεπτομερείς ακουαρέλες με τα «Ψάρια του Αιγαίου» που ζωγράφισε για την ομώνυμη έκδοση, αναγνωρίζουμε τις εικαστικές ποιότητες μιας γραφιστικής δουλειάς με κάπως παλιότερες προδιαγραφές, που μπορεί ενδεχομένως να σταθεί δίπλα στο κυρίως εικαστικό έργο του καλλιτέχνη.

Μάρθα-Έλλη Χριστοφόγλου


Βιογραφικό Σημείωμα

Ο Γιάννης Π. Βαλαβανίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Σπούδασε ζωγραφική, χαρακτική και ψηφιδωτό στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1957-1963). Υπήρξε συνεργάτης της «Επιθεώρησης Τέχνης» (1959-1967), μέλος της «Ομάδας Τέχνης Α» (1965-1967), της ομάδας «Νέοι Έλληνες Ρεαλιστές» (1970-1973), του Συνδέσμου Σύγχρονης Τέχνης (1979-1983) και της Ομάδας για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση στην Τέχνη (1979-1986).

Η ζωγραφική του παρουσιάζεται σε θεματικές ενότητες που εξελίσσονται παράλληλα (Βουνά, Πρόσωπα, Εργαλεία, Χώροι). Η εξαντλητική επεξεργασία της γραφής, μέσω της οποίας αποδίδονται οι εικόνες, χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος του έργου του.

Κατά την περίοδο 1970-2000, ασχολήθηκε συστηματικά με τις γραφικές τέχνες, κυρίως με τη σχεδίαση εξωφύλλων για βιβλία, σε συνεργασία με σημαντικούς εκδοτικούς οίκους. Έχει πραγματοποιήσει δώδεκα ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε πολλές ομαδικές, στην Ελλάδα και το εξωτερικό.

Κείμενά του για την τέχνη έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Δίδαξε ζωγραφική και ψηφιδωτό στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1982-2006) και ήταν Αντιπρύτανης από το 2001 έως το 2004. Από το 2007 ήταν ομότιμος καθηγητής της ΑΣΚΤ. Πέθανε στην Αθήνα το Φεβρουάριο του 2017.


Η έκθεση εγκαινιάστηκε στις 11 Μαΐου στο πλαίσιο της 14ης Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης.