[…] Το φίλησα το στόμα σου Ιοκανάαν, το φίλησα στο στόμα σου.

Τα χείλη σου έχουν μια πικρή γεύση. Ήταν η γεύση του αίματος;

Ίσως να ήταν η γεύση του έρωτα. Λένε πως ο έρωτας έχει πικρή γεύση.

Αλλά τι σημασία έχει; Φίλησα το στόμα σου, Ιοκανάαν, φίλησα το στόμα σου […]

Σαλώμη (μτφ Θ. Γλυνάτσης)

Πανσέληνος. Μία παράδοξη νύχτα, που ο ερωτισμός επιβάλλεται θριαμβικά στην βασιλική αυλή, γεννιέται και κορυφώνεται ένα μεγάλο δράμα. Ένα δράμα που θα έχει ουσιαστικό κόστος και ξεκινά από μία τρέλα, μία παρόρμηση και ένα απορριπτικό βλέμμα.

Η πριγκίπισσα Σαλώμη, κόρη της Ηρωδιάδας, ακούει τη φωνή του Ιοκανάαν, ενός προφήτη-αιχμαλώτου του Τετράρχη και μαγεύεται. Χωρίς σαφή όρια μεταξύ του παιχνιδιού της, της νεανικής της τρέλας ή ενός ειλικρινή και δυνατού έρωτα, νιώθει μία ακατανίκητη επιθυμία να τον δει και να του μιλήσει. Πείθει τον φύλακα να της ανοίξει την πόρτα και τον συναντά. Όμως εκείνος αποστρέφεται το βλέμμα και τον έρωτά της. Αργότερα ο Ηρώδης, πνιγμένος στη λαγνεία και την επιθυμία για την κόρη της γυναίκας του, την παρακαλεί και την προκαλεί να χορέψει μπροστά του, παρά τις συνεχόμενες αρνήσεις της, τάζοντάς της ακόμη και το μισό βασίλειο. Εκείνη, αποστρεφόμενη τον Ηρώδη, μα νιώθοντας έναν ακατανίκητο έρωτα για τον Ιοκανάαν, χορεύει στον Τετράρχη τον περιβόητο «Χορό των επτά πέπλων» και του ζητά το κεφάλι του προφήτη. Είναι τόσο απόλυτα τα συναισθήματά της, που της αρκεί να αποκτήσει το κεφάλι του, ένα κομμάτι του σώματός του. Η μητέρα της χαίρεται, γιατί ο Ιοκανάαν τη συκοφαντεί. Ο Ηρώδης θορυβείται και προσπαθεί να τη μεταπείσει προσφέροντάς της γη και ουρανό, όμως αυτή στέκεται αμετάπειστη. Εν τέλει γίνεται το θέλημά της και ο Ιοκανάαν εκτελείται. Στην αποκορύφωση του παραλογισμού της, φιλάει το κεφάλι του και νιώθει ότι τον κατακτά. Όμως, αμέσως μετά ο Ηρώδης διατάζει τη θανάτωσή της.

Ο θρύλος της Σαλώμης, προέρχεται από τα Ευαγγέλια του Μάρκου και του Ματθαίου. Ο Ηρώδης, με προτροπή της κόρης της συζύγου του και ταυτοχρόνως ανιψιάς του (ο πρώτος σύζυγος της Ηρωδιάδας ήταν ο αδερφός του), αποκεφαλίζει τον Ιωάννη το Βαπτιστή, παρά τους φόβους του πως ο λαός θα εξοργιστεί. Η Σαλώμη ζητά το κεφάλι του Ιωάννη, για να το παραδώσει στην μητέρα της, αποτελεί δηλαδή έναν αμφίσημο εκτελεστή της επιθυμίας της Ηρωδιάδας. Ενώ λοιπόν, η ενοχή για τον θάνατο του Ιωάννη ανήκει σε αυτήν, η τελική εντύπωση που επικράτησε, επιρρίπτει όλη την ευθύνη στην Σαλώμη, αυξάνοντας την «δυσφήμισή» της.

Όμως αυτός ο μύθος, αποτέλεσε μία εξέχουσα θεματική διαχρονικά στην λογοτεχνία και τις εικαστικές τέχνες, ιδιαίτερα μέχρι το τέλος της Αναγέννησης. Αυτή τάση αναβιώνει στο 19ο αιώνα, με την αφύπνιση του ενδιαφέροντος για την Ανατολή, ενός πρώιμου οριενταλισμού, θα μπορούσαμε να πούμε. Η Σαλώμη, γίνεται όπερα από τον Στράους και πλήθος σπουδαίων πινάκων ζωγραφικής, την απεικονίζει ως θελκτική γυναίκα που παραλαμβάνει θριαμβικά το κεφάλι του Βαπτιστή σε χρυσό δίσκο (Bonnaud, Regnault, Moreau κα). Κομβικό θεωρείται από τους ειδικούς, το ποίημα «Atta Troll» του Heine, που ενέπνευσε στη συνέχεια συγγραφείς όπως τον Φλωμπέρ να εξερευνήσουν αυτήν την ανατολίτικη μυθιστορία και αισθητική. Εκεί περιγράφεται χαρακτηριστικά η άγρια επιθυμία της Ηρωδιάδας να φιλήσει το κεφάλι του Ιωάννη και ο συγγραφέας ισχυρίζεται πως τον αγάπησε, αλλιώς «γιατί μία γυναίκα να ζητήσει το κεφάλι ενός άνδρα που στην πραγματικότητα δεν επιθυμεί;».

Ο Wilde, ήταν καλός γνώστης όλων αυτών των ιστορικο-λογοτεχνικών αναφορών, καθώς και της εικαστικής απεικόνισης του μύθου (ειδικά του έργου του Moreau). Επηρεάστηκε βαθιά από το κίνημα του αισθητισμού και διάφορους συμβολιστές συγγραφείς, ιδιαιτέρως τον Mallarme («Ηρωδιάδα»-1869). Έτσι, ο Wilde κάνει μια εξαιρετική ύφανση στο δικό του κείμενο. Σημαντική διαφορά όμως σε σχέση με άλλες αναφορές είναι ότι η Σαλώμη, δεν παρουσιάζεται ως το μικρό άβουλο κορίτσι που προσπαθεί να ικανοποιήσει τη μητέρα της. Είναι η πρωταγωνίστρια, το κέντρο του ενδιαφέροντος και όλα περιστρέφονται γύρω από αυτήν. Όλοι της είναι αδιάφοροι ή μισητοί, όμως τον προφήτη τον αγαπά απεγνωσμένα. Στον αισθησιακό «χορό των επτά πέπλων», γίνεται σαφές ότι φέρει το θάνατο στο σκηνικό. Η Ηρωδιάδα αντιθέτως, χάνει την ερωτική της προσήλωση στον Ιωάννη. Είναι θυμωμένη, ζηλιάρα και στέκεται σχετικά απαθής μπροστά στο δράμα. Περήφανη, σκληρή και άπονη, παρουσιάζεται ως η πιο πρακτική από τους βασικούς χαρακτήρες.

Το βλέμμα κατέχει μεγάλο ρόλο στο έργο. Τα περισσότερα βλέμματα είναι απαγορευμένα και επικίνδυνα. Ο Σύριος κοιτάζει τη Σαλώμη ενώ δεν πρέπει και πεθαίνει. Ο Ηρώδης, παρά τις παρακλήσεις της Ηρωδιάδας, δεν μπορεί να ξεκολλήσει τα μάτια του από την νεαρή πριγκίπισσα. Η Σαλώμη αντικρίζει τον αιχμάλωτο Ιοκανάαν και τον ερωτεύεται, ενώ εκείνος μέχρι τέλους, την αποστρέφεται, γιατί λόγω της πίστης του στο Θεό, έχει αποποιηθεί το εγκόσμιο ηδονικό κοίταγμα. Το σώμα του Ιοκανάαν δεν υπάρχει, είναι ένα ταμπού για τον ίδιο και το βλέμμα της κοπέλας πάνω του, του δίνει μια ερωτική υπόσταση που ο ίδιος μέχρι τότε εθελουσίως απαρνιόταν.

Ο Θέμελης Γλυνάτσης δόμησε την σκηνοθεσία του γύρω από όλο αυτό το παιχνίδι του βλέμματος. Σπάνια τα βλέμματα των ηρώων συναντώνται και όταν αυτό γίνει, ελλοχεύει ο θάνατος και η καταστροφή. Τα πάθη είναι περισσότερο εσωτερικά, εκφράζονται μέσα από έναν ποιητικό ρυθμό, παρά την εξωτερική νηφαλιότητα, μακριά από αυτό που φαινομενικά πρεσβεύει το κείμενο ή συνηθίζουν να διαβάζουν οι σκηνοθέτες και αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της συγκεκριμένης παράστασης. Παρόλα αυτά φάνηκε η ποιητικότητα του έρωτα στο λόγο, να μην σωματοποιήθηκε σε όλες τις φάσεις του έργου. Επαφή στα σώματα δεν υπάρχει καμία, πλην της αρχικής μεταξύ του Σύριου και του Ακόλουθου, η οποία παραπέμπει σε άγγελο θανάτου που είναι πανταχού παρών. Ο σκηνικός χώρος είναι λουσμένος με τους ψυχρούς φωτισμούς της Στέλλας Κάλτσου, παραπέμποντας κάπως στον τρόπο με τον οποίο η πανσέληνος, η οποία κατέχει εξέχουσα θέση στο έργο, φωτίζει το τοπίο και τα πρόσωπα, αποκαλύπτοντάς τις ενδόμυχες επιθυμίες τους. Το φεγγάρι άλλωστε συμβολίζει τη γυναίκα που φέρει το θάνατο. Κάποιους θεατές ίσως ξενίσει όλη αυτή η ψυχρότητα του σκηνικού χώρου και του φωτισμού, όμως πιθανόν να φάνταζε παράδοξη μια διαφορετική, πιο έντονη επιλογή, κόντρα στην οπτική του σκηνοθέτη. Ιδιαίτερη αναφορά στην μετάφραση του ίδιου του Γλυνάτση. Το κείμενο με την επιμέλειά του, αποτελεί μια αξιόλογη προσπάθεια αποτύπωσης του πνεύματος του Wilde, δίνοντας μεγάλη σημασία στο αισθησιακό βάθος και αποτελεί μετάφραση από το πρωτότυπο γαλλικό κείμενο. Στο πρόγραμμα της παράστασης μπορεί κανείς να το βρει αυτούσιο.

Ερμηνευτικά, όλοι εξυπηρετούν όμορφα την σκηνοθετική έμπνευση, μα ιδιαιτέρως ξεχωρίζουν η Θεοδώρα Τζήμου και ο Νέστορας Κοψιδάς. Η «Σαλώμη» της είναι ένα πλάσμα που αδιάφορο για όλους και για όλα, ξαφνικά βιώνει έναν παράφορο έρωτα. Εντυπωσιάζει ο χορός των επτά πέπλων που είναι απόλυτα συμβατός με τη γενική οπτική, καθώς και έχει μεγάλο ενδιαφέρον στον τρόπο με τον οποίο η Σαλώμη στρέφει παράδοξα, «στα κλεφτά» το βλέμμα προς το κενό (ή και το κοινό;) όσο ο Ηρώδης την παρακαλά να αλλάξει γνώμη. Γενικότερα έχει μέτρο και πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων. Ο Νέστορας Κοψιδάς ως «Ηρώδης», αναδεικνύει τη λαγνεία, την τρέλα, τον ναρκισσισμό και την εγωπάθεια του ρόλου. Προς το τέλος, μετατρέπεται εξαιρετικά σε έναν απελπισμένο άνδρα, που παίρνει δύο θανατικές αποφάσεις. Ο Θανάσης Δόβρης ακολουθεί έξοχα μια άλλη, έντονη εκφορά του λόγου, σαν προφητικό παραλήρημα. Η Αλεξάνδρα Ντεληθέου απέδωσε μία Ηρωδιάδα ίσως λίγο πιο πρακτική και αδιάφορη για όσα συνέβαιναν μεταξύ του Ηρώδη και της Σαλώμης. Ήταν όμως πολύ ικανοποιητική στο ξέσπασμα και την χαρά για την εκτέλεση του «συκοφάντη» Ιοκανάαν. Χαρακτηριστική και ιδιαίτερη η ερμηνεία του Σωτήρη Τσακομίδη. Ο Βασίλης Λιάκος και ο Δημήτρης Τσιγκριμάνης, έδωσαν το στίγμα τους με τους ρόλους του «Ναραμπόθ» και του Ακόλουθου, μένοντας πιστοί στο σκηνοθετικό στόχο.

Η Σαλώμη κάτω από το ψυχρό φως της Σελήνης γεννά το θάνατο με το βλέμμα της. Αποτυγχάνοντας να βιώσει σωματικά τον έρωτά της, πνίγει στο αίμα την αυλή του Τετράρχη και πνίγεται και η ίδια στον απόηχο μιας  ανεκπλήρωτης επιθυμίας.


Η Σαλώμη του Oscar Wilde παρουσιάζεται στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής μέχρι 10 Ιανουαρίου