Η είδηση πλέον στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών δεν είναι ότι επανέρχεται με παράστασή του ο καλλιτεχνικός διευθυντής της Βερολινέζικης Σαουμπίνε, Τόμας Οστερμάιερ, αλλά ότι δεν επανέρχεται…!


Από τη Μαριάννα Παπάκη

Η συχνότητα με την οποία ο γερμανός σκηνοθέτης επισκέπτεται τη χώρα μας είναι αξιοσημείωτη και φυσικά το ελληνικό κοινό ανταποκρίνεται πάντα στην άφιξή του, προσθέτοντας άλλο ένα sold out στον κατάλογο των επιτυχημένων παραστάσεών του στη χώρα μας.  Τολμηρός, παράτολμος ενίοτε, εκκεντρικός και μοντέρνος ο Οστερμάιερ έχει καταφέρει από το 2006 (με τη «Νόρα ή το κουκλόσπιτο» του Ίψεν και το «Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Σαίξπηρ) μέχρι σήμερα, στη 8η παράστασή του στο Φεστιβάλ Αθηνών, να προσελκύσει ένα ευρύ θεατρόφιλο, νεανικό κυρίως, κοινό αλλά και να επηρεάσει αρκετούς νέους Έλληνες σκηνοθέτες άλλοτε επιτυχημένα και άλλοτε όχι. Φέτος, το κοινό είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει την παράσταση «Μικρές αλεπούδες» ένα έργο, της αμερικανίδας θεατρικής συγγραφέως και ακτιβίστριας Λίλλιαν Χέλλμαν, γραμμένο το 1939!

Από την πρώτη παρουσία του Οστερμάιερ στο Φεστιβάλ, το 2006, έχουν αλλάξει πολλά· στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στην οικονομία, την κοινωνία. Τις ημέρες των παραστάσεων στην Πειραιώς 260, η συμφωνία μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης και… Θεσμών βρίσκεται στον αέρα, με τις διαδηλώσεις υπέρ της παραμονής της χώρας μας στην Ευρώπη με κάθε όρο και κατά της παραμονής στην Ευρώπη με κάθε όρο να διαδέχονται η μία την άλλη στο Σύνταγμα. Την ίδια στιγμή πλήθος κόσμου εισέρχεται στη μεγάλη αίθουσα της Πειραιώς για να παρακολουθήσει από τη γερμανική Σάουμπίνε μία παράσταση με θέμα την επίδραση του καπιταλισμού στα όρια της ηθικής του (αστού πλέον) ανθρώπου εν καιρώ ειρήνης, με μία ισχυρή γυναίκα, στο επίκεντρο των διαπραγματεύσεων, η οποία θα πατήσει επί πτωμάτων αν χρειαστεί για να εξαργυρώσει τα πολυτελή της όνειρα.

Ας μην ξεχνάμε πως η αμερικανίδα Λίλλιαν Χέλλμαν γράφει το έργο δέκα χρόνια μετά το χρηματιστηριακό κραχ που οδήγησε σε μια δεκαετία παγκόσμιας κρίσης· οικονομικής, κοινωνικής, πολιτικής. Σήμερα, 76 χρόνια μετά, το χρήμα εξακολουθεί να αποτελεί αυτοσκοπό, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ οικογενειών – κοινωνιών (εάν θεωρήσουμε πως η πρώτη κοινωνία είναι η οικογένεια) εξακολουθούν να διεξάγονται με εκβιαστικούς όρους τη στιγμή που οι ανυποψίαστοι συνεχίζουν να γίνονται τα εύκολα θύματα στο βωμό των οικονομικών συμφερόντων.

Έτσι λοιπόν, υπό τις “σκηνικές οδηγίες” των ίδιων των συνθηκών που συντηρούν ανέπαφα τα θέματα του έργου, ο Τόμας Οστερμάιερ επέλεξε σωστά να παρουσιάσει το κείμενο ως σύγχρονο της εποχής μας. Αυτή την απόφαση φυσικά ενίσχυσε η σκηνογραφική και ενδυματολογική επιλογή (σύγχρονα έπιπλα και κοστούμια) όπως και κάποιες προσθήκες στο κείμενο (π.χ. η χρήση του κινητού τηλεφώνου). Επόμενη εύστοχη σκηνοθετική στιγμή θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτελεί η έλλειψη ευρημάτων και η αποφυγή επίδειξης “σκηνοθετισμού” που παρατηρούσαμε σε προηγούμενες δουλειές του Οστερμάιερ. Ούτε μικρόφωνα, ούτε τούρτες που εκσφενδονίζονται από τον έναν ηθοποιό στον άλλο (όπως είχαμε δει στο παρελθόν στη “Λυσσασμένη γάτα”). Η σκηνοθεσία του Τόμας Οστερμάιερ ήταν επικεντρωμένη στο κείμενο, το νόημά του και την υποκριτική διδασκαλία των ηθοποιών οι οποίοι με τη σειρά τους ανέδειξαν με τις ερμηνείες τους την αξία αλλά και το έργο του συνόλου της Σαουμπίνε!

Δύο Φεστιβάλ πίσω, δηλαδή το 2013, είχαμε παρακολουθήσει σε σκηνοθεσία Οστερμάιερ την παράσταση του έργου του Ίψεν «Ο εχθρός του λαού». Εκεί, η χαρακτηριστικότερη παρέμβαση του σκηνοθέτη στο έργο ήταν η αντικατάσταση της ομιλίας του γιατρού Στόκμαν από ένα απόσπασμα της «Επικείμενης Εξέγερσης», ένα πολιτικό κείμενο που υπογράφεται από την «Αόρατη Επιτροπή» και το οποίο γράφτηκε και κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 2008. Πρόκειται για ένα μανιφέστο που μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες και αμφιβάλλει για την αρτιότητα της δημοκρατίας ως έχει. (Πληροφορίες από εφημερίδα ΕΦ. 2013). Γι’ αυτό το απόσπασμα κλήθηκε το κοινό να επιχειρηματολογήσει υπέρ ή κατά και να υπερασπιστεί τη γνώμη του. Εύκολα θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει πως οι δύο τελευταίες παραστάσεις του Οστερμάιερ, με τις οποίες έχει έρθει σε επαφή το ελληνικό κοινό, αγγίζουν και σχολιάζουν έννοιες όπως η δημοκρατία, το χρήμα, το κεφάλαιο, ο καπιταλισμός. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, πως λίγο πριν την έναρξη της φετινής παράστασης και ενώ ο κόσμος εισερχόταν στην αίθουσα, αντίκρυζε την ακόλουθη φράση στο πλαίσιο των υπέρτιτλων: «Τα σύνορα δεν χωρίζουν τους λαούς αλλά τους πάνω από τους κάτω».

Η γερμανική Σαουμπίνε που τα χρόνια της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Οστερμάιερ έχει προσελκύσει ένα νεότερο ηλικιακά κοινό παρουσιάζει παραστάσεις σε σκηνοθεσία του ίδιου με πολιτικά μηνύματα χωρίς όμως να κάνει “πολιτικό θέατρο” με τη στενή έννοια του όρου. Ταυτόχρονα, οι σκηνοθεσίες του Οστερμάιερ παρατηρούμε πως εξελίσσονται σε πιο ουσιαστικές. Δεν “φωνάζουν” πια να τις προσέξουμε αλλά εμείς τις προσέχουμε κάθε φορά και περισσότερο. Το τρομερό παιδί του γερμανικού θεάτρου, όπως τον αποκαλούσαν λόγω των προκλητικών του συχνά σκηνοθεσιών, αρκείται πλέον σε δύο ή τρεις σκηνοθεσίες τον χρόνο και προσπαθεί να επικεντρωθεί περισσότερο σε κάθε έργο που σκηνοθετεί αφιερώνοντας περισσότερο χρόνο στη μελέτη και τη σκέψη του (σ.σ.: όπως δηλώνει σε συνέντευξή του στην Εφημερίδα του Φεστιβάλ). Το αποτέλεσμα της παραπάνω εξέλιξης νομίζω το βλέπουμε επί σκηνής. Μπορεί η θεατρική γλώσσα διεθνώς να βρίσκεται σε ένα σχετικό τέλμα, να μην παρακολουθούμε πια τις παραστάσεις – τομές στην ιστορία του θεάτρου, μπορεί και οι ίδιες οι κοινωνικές συνθήκες να γεννούν την ανάγκη μιας ανανέωσης, το βέβαιο όμως είναι πως όσο οι σκηνοθέτες – και πόσω μάλλον εκείνοι που αποτελούν πρότυπα – απομακρύνονται από κενούς σκηνοθετισμούς και περιττά ευρήματα τόσο πλησιάζουμε σε μια πιο “χρήσιμη”, ας μου επιτραπεί η λέξη, διαλεκτική με την τέχνη του θεάτρου που φωτίζει τη σκέψη και όχι την εντύπωση.


Photo: Εύη Φυλακτού