Η νέα αίθουσα τέχνης  alma στο Κολωνάκι ξεκινά στις 28 Μαΐου 2015 με την ατομική έκθεση «εγώ είναι ένας άλλος» του Κλεομένη Κωστόπουλου.

Ο Θανάσης Μουτσόπουλος ακολουθώντας το ιστορικό νήμα της καλλιτεχνικής πορείας του Κλεομένη Κωστόπουλου πιστεύει ότι με την τελευταία δουλειά του ο ζωγράφος «ξεδιπλώνει ένα προσωπικό ύφος». Και συνεχίζοντας διευκρινίζει ότι «αυτό όμως που ίσως διαφοροποιεί τον έλληνα καλλιτέχνη από άλλους Ευρωπαίους είναι η ανάπτυξη ενός εξαιρετικά πολύπλοκου πολυγλωσσικού ύφους: Τα πολύ μεγάλα σε μέγεθος τελάρα του Κωστόπουλου διαστρωματώνονται σε μια αφάνταστα πολύπλοκη παράθεση ζωγραφικών στιλ. Μια ολόκληρη ιστορία της ζωγραφικής παρελαύνει μπροστά στον θεατή, από τα συχνά ασπρόμαυρα φόντα – αναφορά ίσως στις παιδικές μας αναμνήσεις μιας (ασπρόμαυρης) φωτογραφίας και τηλεόρασης, ίσως και σχόλιο για το έργο του γερμανού καλλιτέχνη Gerhard Richter – έως τη στρωματογραφία που ακολουθεί, από βυζαντινά θέματα έως εξπρεσιονισμό και από εκεί στην Ποπ αρτ και τα κόμικς αλλά και τα video games. Ο Κλεομένης Κωστόπουλος αποδέχεται ότι η ζωγραφική οπτική έχει μεταβληθεί και χρησιμοποιεί τη διαδικασία του τηλεοπτικού zapping ή του διαδικτυακού surfing ως συστατικά στοιχεία μιας νέας ζωγραφικής αντίληψης. Αν η λεγόμενη σχολή της Λειψίας στην Ευρώπη και η Καλιφορνέζικη σκηνή γύρω από το περιοδικό Juxtapoz διέλυσαν το προ-μοντέρνο ταμπού της χρήσης μιας και μόνο ζωγραφικής γλώσσας σε ένα τελάρο, εισάγοντας κάθε είδους τροποποιήσεις, ο Κωστόπουλος είναι ο πρώτος έλληνας ζωγράφος που εξερευνά τις (απ’ ό,τι φαίνεται, απεριόριστες) δυνατότητες αυτού του ζωγραφικού μίγματος…»

Μια θεματική από τα έργα του Κλεομένη Κωστόπουλου που θα εκτεθούν στην γκαλερί alma  αφορούν πορτραίτα. Εδώ ο καλλιτέχνης «τολμάει να πλησιάσει το μοτίβο του ανακλινόμενου γυμνού (που συχνά δεν είναι ακριβώς ανακλινόμενο αφού υιοθετεί κάθε είδους παράδοξη στάση), όχι ακριβώς αποδομητικά ή βέβηλα, μ’ έναν αδιάψευστα σύγχρονο – του 21ου αιώνα πιο ειδικά – τρόπο. Αυτό ακριβώς το παράδειγμα αποκαλύπτει τη διαφοροποίηση του Κλεομένη Κωστόπουλου από τους περισσότερους συμπατριώτες του εικαστικούς, ειδικά τους ζωγράφους και καθιστά παρωχημένη τη διάκριση, από τη δεκαετία του ’80, των εικαστικών σε αναπαραστατικούς και εννοιακούς, αφού αποδεικνύει ότι μπορεί κάποιος να είναι και τα δυο. Παρά την αξιόλογη παράδοση αναπαραστατικής ζωγραφικής που κρατάει ζωντανή και αδιάσπαστη σ’ αυτόν τον τόπο εδώ και πενήντα χρόνια (με ρίζες, φυσικά, ακόμη πιο παλιές), συχνά ακροβατούμε ανάμεσα σ’ έναν ακραίο αναχρονισμό και σ’ έναν φόβο να πειράξουμε τα βασικά μοτίβα της ιστορίας της τέχνης, βαλτωμένοι σ’ έναν κομφορμισμό. Αυτή η έκθεση του Κλεομένη Κωστόπουλου καταθέτει μία πρόταση…» αναφέρει ο Θανάσης Μουτσόπουλος.

Ο Γιάννης Μπόλης γράφοντας για το έργο του Κλεομένη Κωστόπουλου μας μεταφέρει στο αισθητικό πλαίσιο των ζωγραφικών του έργων αναφέροντας ότι «στις συνθέσεις του, η ευαισθησία συμβιώνει με τη σκληρότητα αλλά και το χιούμορ, το ενδόμυχο με το φανερό, η μελαγχολία με την εσωτερικότητα της αποξένωσης σε ευθεία αντιστοιχία με ζητήματα υπαρξιακής τάξεως. Η σκηνοθεσία των έργων σε συνάρτηση με την παρουσία ετερόκλητων μοτίβων – από φιγούρες κόμικς, εικόνες του ανθρώπινου εγκέφαλου ή ενός σκύλου έως το άγαλμα του θνήσκοντος σκλάβου του Μιχαήλ Άγγελου ή τα σιδερένια κάγκελα μιας φυλακής – που συνυπάρχουν με τις μορφές, συμβάλλει καθοριστικά στην τελική εικόνα που κερδίζει σε αμεσότητα και εκφραστική δύναμη. Ένας ολόκληρος κόσμος αναδύεται στην προέκταση της πραγματικότητας, των βιωμάτων, των εμπειριών και της μνήμης, ένας κόσμος αμφίσημος και ανοιχτός σε προσεγγίσεις, συνδέσεις και ερμηνείες, ένα απρόβλεπτο σκηνικό της ανθρώπινης ζωής, που λειτουργεί αλληγορικά απέναντι στις σύγχρονες πραγματικότητες, επιζητά και επιβάλλει την εμπλοκή, τη συνενοχή και την αντίδραση του θεατή.»