Ο Δημήτρης Ελευθεράκης εύστοχα ονομάζει την ποιητική του συλλογή Ἐγκώμια, καθώς κάθε ποίημα συνιστά εγκώμιο κάποιου ποιητή, ποιητικού είδους, ποιήματος. Εύστοχη είναι επίσης και η «ψιλή» στο «Ἐ» του τίτλου, αφού ο ποιητής εκκινεί τους επαίνους του από τις «υψηλές» ομηρικές συνθέσεις (μια παρετυμολογία που δεν βλάπτει!), συναντά τον Οράτιο, τον Κάλβο (μουσικά), τους «εθνικούς ποιητές»: Σολωμό και Βαλαωρίτη, συν-ταξιδεύει με τον Καβάφη και με άλλους. Βέβαια, αυτά συμβαίνουν στην Ιστορία· οι μυθολογικές παρεκβάσεις, αν και «εκτός» Ιστορίας, μπαίνουν δυναμικά «εντός και επί ταυτά».

Κι εκεί που αναρωτιέσαι αν πρόκειται για απλό συμπίλημα φόρων τιμής σε παλιές εποχές, προβάλλονται υπόγειοι συνεκτικοί αρμοί: το χιόνι και το αίμα. Απαντούν στα περισσότερα ποιήματα, άλλοτε διαπλέκονται, άλλοτε όχι. Το αίμα:  1) το αντίτιμο που πληρώνει ο Μαρσύας (αλλά και ο κάθε ποιητής) που τόλμησε να προκαλέσει τη λύρα του Απόλλωνα, 2) ο χρόνος που άδικα περνά (Αχνίζει το αίμα, αχνίζει ο καιρός·/πότε θα στραγγίξει το αίμα;),3) ο κόκκινος οίνος που ρέει μαζί με τη ζωή των ανύποπτων φιλοσόφων (οι φιλόσοφοι συμποσιάζονται αργά τη νύχτα/ αφήνοντας το αίμα τους να στραγγίζει ανύποπτα/ μέσα σε διαμαντένια κύπελλα), 4) η δυσκολία της πίστης, αφού ο ποιητής ρωτά τον Κέβιν του Γκλένταλοκ που αδιάπτωτα προσεύχεται: Τα γόνατά σου θα ματώσουν; , 5) η αναγέννηση (Σύντομα θα καρπίσει ο τόπος πάλι/ κ’ οι διπλωμένες ρίζες θα πετάξουν φλέβες) ακόμη και στα πιο οξύμωρα περικείμενα, αφού ακόμη και ο ποιητής-Μαρσύας, παρότι γδέρνεται, δηλώνει: «οι φλέβες μου/ θα πάλλονται στον ανοιχτό αέρα σαν χορδές». Στον Επιτάφιο για μια Κυβέρνηση, οι ματωμένες οπλές των αλόγων περπατούν στο άσπιλο χιόνι, μια εικόνα που μαζί με την προηγούμενη (του ματωμένου ποιητή) δεν μπορεί παρά να συνομιλήσει με την αντίστοιχη σαχτούρεια: Ένας μπαξές γεμάτος αίμα/είν’ ο ουρανός/και λίγο χιόνι/έσφιξα τα σχοινιά μου…/πρέπει/έστω και με σπασμένα φτερά/να πετάω.


Το χιόνι παρουσιάζεται ως παγερή δύναμη: σβήνει τις γραμμές των αγαλμάτων, κάνοντάς τα ακόμη πιο αφανή. Είναι ο κίδυνος ακόμη και σε άλλους κόσμους, αφού κι εκεί χιονίζει καθ’ ομοίωσιν. Είναι μια δύναμη μη εύκολα καταληπτή, γιατί είναι σιωπηλό, όμως σκεπάζει τα πάντα και μπορεί να γίνει πηγή αυτογνωσίας, αφού το χιόνι είναι σαν να κοιτάζεις το μάτι που σε βλέπει. Επίσης, καθιστά άχρηστο τον χρόνο, γιατί όλα είναι λευκά κι ο ήλιος δεν βγαίνει έξω για να ρίξει τη σκιά του στο ρολόι. Για αυτό και ο ποιητής διερωτάται: Ποιος αθάνατος κυβερνάει το χιόνι;


Ομοίως και τα ποιήματα που αιμοδοτεί ο ποιητής, ίσως να είναι παγωμένα, ξεχασμένα από αναγνώστες, αλλά η κρυφή δυναμή τους αξίζει να αναδειχθεί. Η στιχουργική του Κάλβου (Προτομές), του νεανικού Σολωμού (Εθνικοί ποιητές) και η Κρητική Λογοτεχνία με τις πολιτικιές αναγεννώνται. «Νεκρές» (για τους πολλούς) γλώσσες (λατινικά) μπαίνουν ξανά σε μέτρα χωρίς επίπτωση στη μουσικότητα, με δημιουργικό αποκορύφωμα την Ωδή στο Μαικήνα, μια εξαιρετική ποιητική αφομοίωση του αγαπημένου Ορατίου, όπου η καλοδουλεμένη ειρωνεία του ποιητή αποκαλύπτει πόσο καλά έχει διαβάσει την εποχή και τα γεγονότα. Έπειτα, αντικείμενο ειρωνείας γίνεται ο ομηρικός Οδυσσέας· με καυστικότητα που θυμίζει Λουκιανό, ο Ελευθεράκης αναστρέφει πλήρως το ηρωικό ιδεώδες, για να αναδείξει τελικά διαχρονικές ελληνικές ποιότητες της φύσης που ξυπνούν σολωμικούς στίχους. Συγκεκριμένα, οι στίχοι «Ο Οδυσσέας/ σώμα και όνομα, θα γείρει κάτω από την αχλαδιά/ ενώ το χρυσό θα γίνεται μαύρο, ύστερα το μαύρο πάλι χρυσό κι ύστερα/ πάλι μαύρο» παραπέμπουν αναγνωστικά στους Ελεύθερους Πολιορκημένους «Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη·/η μαύρη πέτρα ολόχρυση καί το ξερό χορτάρι.» Το ποίημα Ταξίδι γραμμένο στα πρότυπα της καβαφικής Ιθάκης, πέρα από το ότι αποτελεί μία από τις καλύτερες αναπλάσεις του ποιήματος, παίζει έξυπνα με τον τίτλο: το ποίημα του Καβάφη, αν και ονομάζεται Ιθάκη (:προορισμός) αποσκοπεί στο να τονίσει το Ταξίδι. Το ποίημα του Ελευθεράκη, αν και λέγεται Ταξίδι, περιγράφει τι γίνεται άμα τη αφίξει στην Πόλη (έφτασες, φίλε μου, στην πόλη).


Ο ποιητής έχει, αναμφισβήτητα, αφιερώσει πολύ χρόνο στη στιχουργική και τη θεματική του και έχει κατορθώσει να μην υπάρχει κάποια φανερή ανισορροπία αναμεσά τους. Ως προς τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή, δεν θα κρίνουμε τη μουσικότητα, αφού ως επί το πλείστον είναι δάνεια άλλων ποιητών. Αξίζει να πούμε, όμως, ότι και σε επίπεδο στίχου ο ποιητής δεν υπήρξε αντιγραφεύς του τρόπου, της βαθύτερης ουσίας του στίχου. Βέβαια, είναι ακόμη πιο δύσκολο κάποιος να καταφέρει εφάμιλλη μουσικότητα, χωρίς το στήριγμα τόσο δυνατών προτύπων. Και τέλος, μια αμφιβολία ως προς τη θεματική: σε πόσους (μη φιλολόγους και μη επαρκείς αναγνώστες ποίησης) είναι η συλλογή αυτή ομιλούσα; Η Ωδή στον Μαικήνα, το ΟrbisRomanus,και άλλα ποιήματα, έχουν τη δύναμη να σταθούν μόνα τους ή εξαρτώνται απαραίτητα από το αντίστοιχο ποίημα; (Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι δεν ήταν αυτός ο στόχος του ποιητή.) Μήπως, όμως, και αυτή η ποίηση μπορεί εύκολα να παγώσει στο πρώτο χιόνι; Ας το κρίνει το αναγνωστικό κοινό.

Η ποιητική συλλογή του Δημήτρη Ελευθεράκη, με τίτλο Εγκώμια, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη.