Έστω ότι το Dogville είναι ένα κουτί. Οι ελάχιστοι κάτοικοί του είναι φιλήσυχοι, φιλόζωοι και αλληλέγγυοι. Φροντίζουν με επιμέλεια τα δέντρα, σκουπίζουν το μονοπάτι έξω από το σπίτι τους, φτυαρίζουν μαζί το χιόνι. Πλένουν, σφουγγαρίζουν και προσέχουν με εμμονική προσήλωση να εξαφανίσουν και τον παραμικρό λεκέ από τα πεντακάθαρα στεγανά που τους χωρίζουν από τον έξω κόσμο. Είναι άραγε και οι καρδιές τους εξίσου καθαρές;

Κάπου εκεί, μέσα στη μίζερη καθημερινότητά τους εισβάλλει από το πουθενά με τρεμάμενη ανάσα η Γκρέις, μια νεαρή φυγάς που προσπαθεί να ξεφύγει από τους γκάνγκστερ. Αποφασίζουν ομόφωνα να την κρύψουν χαριστικά για δύο εβδομάδες μέχρι να την εμπιστευτούν και μέχρι να αποδείξει ότι αξίζει να γίνει ένας από αυτούς. Όχι φυσικά χωρίς αντίτιμο. Οι αρχικές μικροεξυπηρετήσεις με τις οποίες ξεπληρώνει την καλοσύνη τους μετατρέπονται σιγά σιγά γύρω της σε θηλιά θανάτου. Το τίμημα γίνεται όλο και πιο ακριβό, πιο δυσπρόσιτο, πιο χυδαίο, πιο βίαιο. Ένα μικρό λάθος από την πλευρά της θα πυροδοτήσει εκείνο που οι κυν – ικοί κάτοικοι φαίνεται ότι έψαχναν από καιρό: μια αφορμή για να εκδηλώσουν όλα τα απόκρυφα, καταπιεσμένα κατώτερα ένστικτά τους – ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για τον καθένα. Μόλις και το τελευταίο προπύργιο ηθικής την προδώσει, το Dogville δεν θα είναι ποτέ πια το ίδιο.

Ο συγγραφέας Λαρς φον Τρίερ ρίχνει στη φιλοσοφική αρένα μερικά από τα πιο βαθιά, πιο ενδόμυχα και πιο βασανιστικά ανθρώπινα διλήμματα που βρίσκονται στη ραχοκοκαλιά της προαιώνιας πάλης του Καλού και του Κακού. Υπάρχει – υπήρξε ποτέ – η έννοια της ανιδιοτελούς αγάπης; Έχει όρια η συγχώρεση; Η τιμωρία είναι μικρότερο κακό από το έγκλημα;

Ο Δανός δημιουργός είναι φανερά απογοητευμένος από τη ροπή της ανθρώπινης φύσης προς το κακό. Χειρίζεται το θέμα με τρόπο που, για λίγα δευτερόλεπτα, ο καθένας ενδόμυχα πιάνει τον εαυτό του να συγκατανεύει πως ναι, ό,τι έπαθαν τους άξιζε, μέχρι τουλάχιστον η σκέψη να περάσει μέσα από τα φίλτρα της θρησκείας, της λογικής, του ανθρωπισμού. Ορισμένες επί μέρους παράμετροι, όπως η απομόνωση, οι δύσκολες κοινωνικές και οικογενειακές συνθήκες ή η φτώχεια, σίγουρα αποτελούν ισχυρό ελαφρυντικό, όταν όμως η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον άνθρωπο και το κτήνος καταπατάται χωρίς αιδώ, η οργή και η αντιστροφή των ρόλων θύματος και θύτη είναι αναπόφευκτα. Και σε αυτό το σημείο πάλι, η έννοια της δικαιοσύνης μέσω της αυτοδικίας είναι θολή. Μια ακραία τιμωρία, η εσχάτη των ποινών, θα μπορούσε να οδηγήσει στον αφανισμό και να καταστεί επικίνδυνο εργαλείο στα χέρια μιας μηδενιστικής νοοτροπίας.

Η σκηνοθεσία της Έφης Γούση είναι αφαιρετική, με διάσπαρτα κινηματογραφικά στιγμιότυπα. Ταιριαστός – αν και κάπως αναμενόμενος – ο εγκλωβισμός της δράσης μέσα στο διάφανο πλαίσιο που οριοθετεί μια κλειστή κοινωνία η οποία ξεκομμένη και αυτάρκης ακολουθεί κατά γράμμα τους δικούς της κανόνες, καθώς και η σταδιακή μετατροπή του σε τόπο Σταύρωσης. Εύστοχη η χρήση μικροφώνου για μερικές από τις πιο σκληρές αφηγηματικές σκηνές τιμωρίας της ηρωίδας κι ευδιάκριτη η αποστασιοποιημένη φωνή του αφηγητή (Ευθύμης Ζησάκης) από τα συμβαίνοντα. Από τις δυνατές στιγμές του έργου η εξιστόρηση της «εξαναγκαστικής» τιμωρίας του μικρού Ιάσονα με τους κατοίκους δικαστές και δήμιους να περιστοιχίζουν το θύμα τους σε μια κλειστοφοβική σκηνή ανάκρισης και προμελετημένης καταδίκης, καθώς και η χορογραφία της γιορτής με τον έντονο ρυθμό και τα πρωτόγονα στοιχεία που θυμίζουν χορό αρχαίας φυλής.

Ερμηνευτικά η καλοδουλεμένη ομάδα λειτουργεί πολύ καλά στο σύνολό της, με εξαίρεση έναν-δύο χαρακτήρες οι οποίοι ίσως χρειάζονταν περισσότερο χρόνο πάνω στη σκηνή προκειμένου να αναδειχτούν εις βάθος.

 

Η Γιούλικα Σκαφιδά σηκώνει με απόλυτη πειστικότητα το μεγαλύτερο και δυσκολότερο βάρος της βασικής ηρωίδας. Με γλυκιά φυσιογνωμία, με αθωότητα στο βλέμμα και στη φωνή, είναι καλόπιστη και πρόθυμη να δουλέψει, να υπομείνει και να δώσει άφεση αμαρτιών. Στο σπαρακτικό της κλάμα συμπυκνώνεται όλη η απελπισία του ανθρώπου που πίστεψε, αδικήθηκε, εξευτελίστηκε. Παρά την οφθαλμόν αντί οφθαλμού λύση, η Γκρέις δεν χάνει τη Χάρη της στην καρδιά των θεατών. Λίγο πριν τα φώτα σβήσουν οριστικά οδηγείται στην κάθαρση κρατώντας την τελευταία, σιωπηλή σφαίρα για τον εαυτό της.

Επίσης ξεχωριστή η παρουσία της Πηνελόπης Τσιλίκα στον ρόλο της Βέρας με την αυστηρή, τρομακτική κι επιβλητική φιγούρα της να παραμένει άκαμπτη κι εχθρική μέχρι το τέλος.

Οι γκρίζες, άτονες κι ομοιόμορφες στολές της Δάφνης Ηλιάκη μοιάζουν η φυσική συνέχεια των αυτοματοποιημένων κινήσεων και της ανιαρής ζωής των κατοίκων. Το μάτι ξεκουράζεται μόνο πάνω στο χρωματιστό φόρεμα της Γκρέις που φέρνει στον νου κάτι από την εικόνα μιας κυνηγημένης Κοκκινοσκουφίτσας.

Οι φωτισμοί της Ελίζας Αλεξανδροπούλου με το σχεδόν μόνιμο ημίφως περιγράφουν εύγλωττα την αρρωστημένη ατμόσφαιρα που αποπνέει η πόλη ενώ το ελάχιστο σκληρό φως φανερώνει μόνο όσα πρέπει.

«Τα σκυλιά Γκρέις μπορούν να εκπαιδευτούν, όχι όμως αν τα συγχωρούμε κάθε φορά που υπακούουν στην φύση τους».

Όχι, τελικά ο κόσμος δεν ανήκει στους αθώους.

Tο έργο του Λαρς Φον Τρίερ, Dogville, παρουσιάζεται στο Θέατρο Ακροπόλ σε σκηνοθεσία της Έφης Γούση