Η ιστορία της τέχνης άρχισε με τις «βαρβαρικές εισβολές» (των γερμανικών φύλων) που ξεκίνησαν για την κατάκτηση της Ευρώπης κατά τον 4ο και 5ο αιώνα μ.Χ. Ωστόσο είναι το 1800 που αυτές οι εισβολές άρχισαν να θεωρούνται ξαφνικά το γεγονός που σηματοδότησε την είσοδο της Δύσης στη νεωτερικότητα: το νέο αίμα των βόρειων φυλών είχε επιφέρει μια νέα τέχνη, αντι-κλασική, η κληρονομιά της οποίας ήταν ακόμα εμφανής στην Ευρώπη.

Σύμφωνα με αυτή τη θέση, η ιστορία της τέχνης, ως τομέας γνώσης διακριτός από την ιστορία, δεν ξεκίνησε ούτε με τον Βαζάρι, ούτε με τον Βίνκελμαν. Διότι για τον Βαζάρι, τον 16ο αιώνα, η τέχνη είχε διακοπεί βίαια από τις εισβολές των βαρβάρων και ξανάρχισε κατά τη διάρκεια της κυριαρχίας των Μεδίκων, ενώ για τον Βίνκελμαν, τον 18ο αιώνα, η τέχνη είχε σταματήσει εξαιτίας των βαρβαρικών εισβολών.

Ωστόσο στο έργο του Ιστορία της αρχαίας τέχνης, πραγματεύεται λιγότερο την ιστορία και περισσότερο την ουσία της τέχνης, χρησιμοποιώντας την αρχαιοελληνική τέχνη ως κανόνα. Και είναι έναντι αυτής της κανονιστικής αξίας της κλασικής τέχνης που δομείται μετά το 1800 μια άλλη ιστορία της τέχνης: διεκδικώντας τη συγγένεια με το γερμανικό ή σκανδιναβικό αίμα, διατείνεται ότι αφίσταται τόσο από το παράδειγμα της ιταλικής Αναγέννησης, όσο και από το παράδειγμα της αρχαίας Ελλάδας.

Αυτό το φανταστικό αφήγημα των βαρβαρικών εισβολών, άρρηκτα συνδεδεμένο με τον σχηματισμό των Εθνών-κρατών και την άνοδο των εθνικισμών στην Ευρώπη, βασιζόταν στο αξίωμα της ομοιογένειας και της συνέχειας των λαών. Η ιστορία της τέχνης, εξαρτώντας τα καλλιτεχνικά στυλ από το αίμα, συνέδεσε τα αντικείμενα με φυλετικές ομάδες βασιζόμενη σε κάποια ορατά διακριτά στοιχεία: άλλοτε οι «απτές» ή «οπτικές» τους ιδιότητες πρόδιδαν τη «λατινική» ή τη «γερμανική» τους προέλευση, άλλοτε η επικράτηση «γραμμικών» στοιχείων έδειχνε τη μεσογειακή τους προέλευση, ενώ το «ζωγραφικό» («pictural») στοιχείο υποδείκνυε τη γερμανική ή τη σκανδιναβική καταγωγή. Τα μουσεία, τέλος, συγκέντρωναν τα έργα τέχνης με βάση τη γεωγραφική τους προέλευση και την «εθνικότητα» των δημιουργών τους.

Σκοπός δεν είναι να καταδείξουμε ότι η ιστορία της τέχνης ήταν μια ρατσιστική επιστήμη· όπως και οι άλλες κοινωνικές επιστήμες, επηρεάστηκε και καθοδηγήθηκε από τη ρατσιστική σκέψη που στόχευε στην ταξινόμηση και την ιεράρχηση των ανθρώπων με βάση τα σωματικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά που τους αποδίδονταν. Όμως οι δεσμοί που σφυρηλάτησε μεταξύ των ανθρώπων και των καλλιτεχνικών τους αντικειμένων δεν έχουν ακόμα διαρραγεί: η πλέον κρατούσα γνώμη για την τέχνη είναι ότι ενσαρκώνει με τον καλύτερο τρόπο την ιδιοφυία των λαών. Ακόμα και σήμερα, στην παγκοσμιοποιημένη αγορά της τέχνης, προβάλλεται η εθνο-φυλετική προέλευση των έργων– «Μαύρη», «Αφρο-αμερικανική», «Λατινική» ή «Ιθαγενής της Αμερικής» – και προσδίδει στα αντικείμενα αυτά σημαντική υπεραξία. Έτσι εξακολουθεί να ισχύει ο ίδιος ανταγωνισμός των «φυλών» που κυριάρχησε στις απαρχές της ιστορίας της τέχνης.