Δε γνωρίζω γιατί γράφει κανείς. Τι κάνει τη φαντασία να παραμιλά, αν εκείνη την ώρα της υπνοβασίας των δακτύλων υπάρχει ένα τοπίο που τυφλά διανύει κανείς, αν υπάρχει κάτι που κάπου θέλει να πάει ή ένα κάπου που θέλει να επινοηθεί.

Έπειτα δεν γνωρίζω αν υπάρχει απεύθυνση. Αν η ποίηση την ώρα της δημιουργίας της απαιτεί τον αναγνώστη, την υποψία αυτού. Αν προϋποθέτει κοινό, έστω και φαντασιακό. Αν η συνθήκη της γραφής υποπολλαπλάσιαζει το καθεστώς της μοναξιάς ή αν απλώς το αισθητικοποιεί.

Ίσως στην υποψία του αναγνώστη να κρυβόμαστε εμείς. Η αισθητικοποίηση της αίσθησης, δηλαδή η εκφορά της μ’ έναν τρόπο που την καθιστά αισθητή έξω από εμάς, μας εκθέτει σ’ έναν άλλο εαυτό. Γινόμαστε θεατές αυτού, και οι πράξεις του, καταχωρούνται σαν πράξεις μόνον αφού έχουν διαπραχθεί.

Συχνά αισθάνομαι την ποίηση σαν ένα είδος έρωτα προς αυτόν, τον σε απόσταση εαυτό, μια  ένωση με αυτό που είμαι, αλλά δε μπορώ να ενσαρκώσω.

Αυτή την ένωση την επιθυμεί με απελπισία και ένστικτο κανείς. Κι αισθάνομαι πως πρέπει να υπάρχει καταχωρημένη κάποια μνήμη που κατευθύνει αυτήν την ορμή και η μόνη δυνατή μνήμη που μπορώ να σκεφτώ, που δεν είναι η μνήμη, αλλά ο ύπνος αυτής  (οποιαδήποτε ξάγρυπνη μνήμη θα εξουδετέρωνε κάθε ορμή, κι εμένα), είναι η ζωή στην κοιλιά της μητέρας. Η απόλυτη ένωση. Απόλυτη γιατί ήμουν χωρίς να οφείλω να είμαι, να οφείλει να σημαίνει, να μιλάει τ’ ό,τι είμαι, προκειμένου να είναι.

Ένωση που δεν μπορεί να αναβιωθεί, ο συνδετικός λώρος κόπηκε για πάντα. Από τον άλλον άνθρωπο, αλλά κι από τον άλλο εαυτό.

Τώρα είμαι μακριά, μακριά απ’ όλα. Τώρα πρέπει να μιλήσω.

«Σε στοιχειώνει μια αίσθηση ότι πρέπει να γεννηθείς / Ότι δεν έχεις γεννηθεί
Υποφέρεις από την αίσθηση αυτή / Κλωτσάς και τεντώνεσαι και ουρλιάζεις /
Αλλά οι σπασμοί της μήτρας σου δεν είναι επαρκείς … »

(Γράφει η Δήμητρα, αλλά δεν ξέρω ποιος στ’ αλήθεια γράφει… )

Εφευρίσκω δρόμους όχι για να γίνει κατανοητή η ύπαρξη μου, αλλά για να γίνει αισθητή. Γραφώ για να μπορέσω να με δω, ώστε να μ’ αγαπήσω…

Και δεν αγαπώ αυτό που κατανοώ. Κατανόηση σημαίνει απόσταση.

Η εμπειρία της γραφής, όπως κι ο έρωτας, βρίσκεται εκτός χρόνου, χωρίς να τοποθετείται εκεί. Δεν υπονομεύει κάτι αυτήν τη εξορία.

Ο ποιητής σέρνει μαζί του έναν πύργο, γίνεται ένας πύργος, αποκλεισμένος από τον κόσμο, από την πορεία των πραγμάτων.

Την ώρα που γράφει δε βλέπει τι γράφει, η μορφή έπεται.

Δε γνωρίζω γιατί γράφω. Πάραυτα, με κάποιον τρόπο, μοιάζει να αποτελεί τη μόνη δυνατή υπόδειξη/απόδειξη της ύπαρξής μου. Αυτό είναι όλο; Ρωτούν οι λέξεις.

Εν αρχή ην ο λόγος. Ναι…
Αλλά τι είναι πριν;

Info:

Η Δήμητρα Αγγέλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1984. Ακολούθησε σπουδές Βιολογίας. Το Μάρτιο του 2013 εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή « Στάζουν Μεσάνυχτα», από τις εκδόσεις Μελάνι. Η συλλογή βραβεύτηκε με το βραβείο ποίησης «Μαρία Πολυδούρη». Σύντομα θα κυκλοφορήσει η δεύτερη ποιητική της συλλογή. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

*Αναδημοσίευση από το περιοδικό Culturenow Mag, τεύχος 30