Το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών παρουσιάζει σε απευθείας μετάδοση από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας την παράσταση

«Βυσσινόκηπος» του Άντον Τσέχοφ σε σκηνοθεσία Χάουαρντ Ντέιβις με την συγκλονιστική Ζόι Γουαναμέικερ στο ρόλο της Ρανέφσκαγια. Η παράσταση θα μεταδοθεί στην αίθουσα Αλεξάνδρα Τριάντη του Μεγάρου την Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011, στις 9 το βράδυ.

Με σκηνικό του τις αρχές του καταιγιστικού 20ου αιώνα, το τελευταίο θεατρικό αριστούργημα του Άντον Τσέχοφ, ο Βυσσινόκηπος, αποτυπώνει μια στιγμή οδυνηρών αλλαγών στην ιστορία της Ρωσίας, καθώς η χώρα βαδίζει μοιραία προς το 1917 και ο παλιός κόσμος παραπαίει στο χείλος μεγάλων ανατροπών. Ο σκηνοθέτης Χάουαρντ Ντέιβις -ειδήμων του ρωσικού ρεπερτορίου στο βρετανικό θέατρο- και ο συγγραφέας Άντριου Άπτον ενώνουν τις δυνάμεις τους σε μια παραγωγή διασκεδαστική και συγκινητική και με μια λαμπρή ομάδα ηθοποιών,  αποδίδουν αφοπλιστικά το άγριο σφρίγος και τη διαπεραστική μελαγχολία των έργων του Τσέχοφ.

Η παράσταση, που παίζεται ήδη στο Λονδίνο από τον περασμένο Απρίλιο, στη σκηνή Ολίβιε του Εθνικού Θεάτρου, θα αναμεταδοθεί ζωντανή, στις 375 αίθουσες σε όλο τον κόσμο, που αποτελούν το δίκτυο του προγράμματος National Live, στο οποίο συμμετέχει και το Μέγαρο Μουσικής από τον Φεβρουάριο, σε συνεργασία με το Βρετανικό Συμβούλιο και την Βρετανική Πρεσβεία στην Αθήνα. Στο πλαίσιο αυτού του προγράμματος έχουν ήδη αναμεταδοθεί στην Αθήνα, δυο παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου του Λονδίνου: Ο Βασιλιάς Ληρ, με τον Ντέρεκ Τζάκομπι, σε σκηνοθεσία Μάικλ Γκράνατζ και ο Φρανκεστάιν, με  τους Μπένεντικτ Κάμπερμπατς και Τζόνυ Λη Μίλερ, σε σκηνοθεσία Ντάνι Μπόιλ.

Η νέα απόδοση του έργου από τον Αυστραλό συγγραφέα, Άντριου Άπτον (διευθύνει τον Θεατρικό Θίασο του Σίντνεϊ με την γυναίκα του, ηθοποιό, Κέιτ Μπλάνσετ) επιχειρεί ένα διαφορετικό ταξίδι στον κόσμο του Τσέχοφ, αποφεύγει τα συναισθηματικά στερεότυπα και τη ρομαντική νοσταλγία, που παραδοσιακά χαρακτηρίζει τις βρετανικές παραστάσεις των έργων του Ρώσου συγγραφέα  και επιλέγει μια πιο σκληρή γραφή, με υπερσύγχρονο, ανελέητο λεξιλόγιο.

Η σκηνοθεσία του Χάουαρντ Ντέιβις δεν έχει τίποτε το ελεγειακό και αξιοποιεί  την αποκαλυπτική γλώσσα του Άπτον, για να χτίσει μια αδρή παράσταση, πιστή στην επιμονή του Τσέχοφ στη λεπτομέρεια, στη λεπτομέρεια ως πλοκή και στην αφήγηση της ζωής ως αίνιγμα.

Ο Ντέιβις, όπως έγραψαν οι Βρετανοί κριτικοί, συλλαμβάνει άψογα τις βαθιές αντιφάσεις των χαρακτήρων του Τσέχοφ και αποσπά από τους ηθοποιούς εξαιρετικές ερμηνείες: Η Ζόι Γουαναμέικερ, με λαμπρή θητεία στη βρετανική σκηνή, παίζει την Ρανέφσκαγια άψογα, αναδεικνύοντας την παράδοξη φύση της: απόλυτα ασύνετη με τα οικονομικά, ανεύθυνη, κυκλοθυμική, αλλά και με έντονη συναισθηματική ευφυΐα. Ο γήινος Λοπάχιν του Κόνλεθ Χιλ, ηθοποιού με γερές ρίζες στο σανίδι, ταλανίζεται κι αυτός από εσωτερικές συγκρούσεις:  οδυνηρά φαιδρός, θριαμβευτικά εκδικητικός, αλλά και γεμάτος ενοχές για τον θρίαμβό του. Τη διανομή συμπληρώνουν εκλεκτοί ηθοποιοί:  ο Τζαίημς Λόρενσον (Λεονίντ Γκάιεφ), η Τσάριτι Γουεκφιλντ (Άνια), η Κλώντυ Μπλέικλυ (Βάρια), ο Μάρκ Μπόναρ (Τροφίμοφ) κ.α.

Η παραγωγή του Ντέιβις, με τη βοήθεια των σκηνικών της Μπάνι Κρίστι, δημιουργεί με απόλυτη ακρίβεια το πορτρέτο μιας κοινωνίας σε μια καμπή ιστορικής μεταμόρφωσης, όταν η εξουσία και ο πλούτος αλλάζουν χέρια. Από τα τρυφερά ερείπια του ρομαντισμού και της αριστοκρατικής αμεριμνησίας αναδύεται το εμπορικό πνεύμα, η κερδοσκοπία και ο σιδερένιος πέλεκυς που επιτίθεται στη φύση, καταστρέφει την ομορφιά της και αρπάζει την αίγλη της. Ο Τσέχοφ, αδιόρατος, όπως πάντα στα έργα του, βάζει ανεπαίσθητα ανάμεσα στους δυο πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες την αμφιθυμία του για την αλλαγή και την επέλαση της προόδου.

Ο Βυσσινόκηπος, ένα από τα πιο σημαντικά δραματικά ντοκουμέντα του 20ου αιώνα, γράφτηκε το 1903, ένα χρόνο πριν ο Τσέχοφ πεθάνει στα 44 χρόνια του, από τη φυματίωση, που τον ταλαιπωρούσε από τα νεανικά του χρόνια, στη γερμανική λουτρόπολη Μπάντενβάιλερ, στο Μαύρο Δάσος. Λίγο μετά τον θάνατό του, το 1904, δόθηκε η πρώτη παράσταση στη Μόσχα και το κοινό, στο τέλος της, χειροκροτούσε όρθιο επί πολύ ώρα, αποχαιρετώντας έναν μοναδικό συγγραφέα, που με το έργο του έκανε μια μεγάλη, αθόρυβη  επανάσταση στη λογοτεχνία και το θέατρο: πρώτος αυτός βυθίστηκε στα ρεύματα της συνείδησης των ηρώων του, προαναγγέλλοντας τον μοντερνισμό.

Ο Βυσσινόκηπος καταπιάνεται με τη φεουδαρχική αριστοκρατία που οδεύει προς την πτώση της ενώ η καινούργια οικονομική πραγματικότητα προελαύνει. Ο Λοπάχιν, γόνος των υπηρετών της οικογένειας της Ρανιέφσκαγια, αγοράζει από τους απερίσκεπτους και ξεπεσμένους αφέντες το κτήμα τους, γίνεται ο νέος ιδιοκτήτης του σπιτιού, στο οποίο ο παππούς του «δεν επιτρεπόταν να μπει ούτε στην κουζίνα του».

Θα κατακερματίσει το φέουδο και θα χτίσει παραθεριστικές κατοικίες, για να πληρώσει τα χρέη των προκατόχων του. Στο περιθώριο της κεντρικής ιστορίας, οι δευτερεύοντες χαρακτήρες υπαινίσσονται ένα μέλλον αλλαγών και δικαιοσύνης . Ο αιώνιος φοιτητής Τροφίμοφ προβλέπει την εξέγερση, οι εκλεκτοί δεν θα κληρονομήσουν τη γη, αν δεν την δουλέψουν.

Υπάρχει κάτι άμεσα αυτοβιογραφικό σε αυτό το τελευταίο από τα 4 πιο πολυπαιγμένα θεατρικά του Τσέχοφ (Γλάρος, Θείος Βάνιας, Τρεις Αδελφές). Ο ευκατάστατος έμπορος πατέρας του, Πάβλοφ, κατέρρευσε οικονομικά όταν χρεώθηκε απερίσκεπτα για να χτίσει ένα πολυτελές σπίτι για την οικογένειά του. Εγκατέλειψε την πόλη Ταγκανρόγκ, γενέτειρα του Τσέχοφ, στην νοτιοδυτική Ρωσία και κατέφυγε στη Μόσχα, για να γλυτώσει  από τους πιστωτές του και τη φυλακή. Εκεί η οικογένεια βυθίστηκε στη φτώχεια, η μητέρα, η Ευγενία, κατέρρευσε σωματικά και ψυχικά.

Ο Άντον έμεινε στο Ταγκανρόγκ για να πουλήσει τα υπάρχοντα της οικογένειας και να τελειώσει το σχολείο. Για τρία χρόνια, «φιλοξενήθηκε» στο σπίτι κάποιου νεόπλουτου Σελιβάνοφ, που όπως ο Λοπάχιν του Βυσσινόκηπου, αγόρασε το σπίτι των Τσέχοφ. Ο νεαρός Άντον πλήρωνε για το σχολείο κάνοντας πολλές και ποικίλες δουλειές: ιδιαίτερα μαθήματα, σκότωνε και πουλούσε καρδερίνες, πουλούσε μικρές ιστορίες σε εφημερίδες και έστελνε κάθε ρούβλι που του περίσσευε στη Μόσχα, με σπαρταριστά γράμματα για να φτιάχνει το κέφι της οικογένειας. Διάβαζε πολύ, έγραψε μια κωμωδία με τίτλο, «Χωρίς πατέρα» και όταν το 1879 τέλειωσε το σχολείο, πήγε στη Μόσχα, όπου είχε γίνει δεκτός στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της πόλης.

Η παράσταση διαρκεί 3 ώρες, με διάλειμμα 20 λεπτών

Σε μια νέα απόδοση από τον Άντριου Άπτον σε σκηνοθεσία Χάουαρντ Ντέιβις

Με την συγκλονιστική  Ζόι Γουαναμέικερ στο ρόλο της Ρανέφσκαγια

Σε απευθείας μετάδοση από το Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας

ΜΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥΣ ΥΠΟΤΙΤΛΟΥΣ