Ανομολόγητα, παράλογα πάθη, στοιχειά που γυρίζουν για να πάρουν όλα όσα ο θάνατος τους στέρησε, κορδέλες στο χρώμα του αιμάτινου πάθους, μάτια σμαράγδια, παθιασμένοι σπασμοί καραβιών και θαλασσινά αγκαλιάσματα, γαλάζιες ματιές που δεν αντέχονται, κεχριμπαρένιες βέρες, γάμοι και έρωτες μοιρασμένοι ανάμεσα σε ανθρώπους και στοιχειά, αιώνιες υποσχέσεις που στροβιλίζονται στο χρόνο, παιδιά που σπέρνονται σε ξένη μήτρα, νυφιάτικα τραγούδια, μαχαίρια τσέτικα, πατρίδες χαμένες και πατρίδες μητριές, σπονδές που γίνονται με πορσελάνινες κούπες για να απομακρυνθεί το κακό, ζωές και πάθη πλεγμένα σε ιστούς αράχνης, είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που συνθέτουν τον μικρόκοσμο αυτού του εξαιρετικού βιβλίου της Κώστιας Κοντολέων που επανακυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Έναστρον.

 

Από την Τέσυ Μπάιλα

 

Κι ο μελωδικός του τίτλος, Σιγανά, σιγανά πατώ τη γη μοιάζει να δίνει ρυθμό σε ολόκληρο το κείμενο και στην εσωτερική φωνή της συγγραφέως, προετοιμάζοντας τον αναγνώστη, από το εκπληκτικά φιλοτεχνημένο εξώφυλλό του από την Ελευθερία Γεωργιάδου κιόλας, για όλα όσα θα διαβάσει ανοίγοντας αυτό το μικρό βιβλίο, ένα βιβλίο κυριολεκτικά κόσμημα στο χώρο του νεοελληνικού διηγήματος.

 

Η Κώστια Κοντολέων υπογράφει έντεκα διηγήματα που συνδέονται μοναδικά μεταξύ τους με έναν αόρατο δεσμό που λειτουργεί ως αρχιτεκτονικός ιστός στο συγγραφικό οικοδόμημα της. Μια λέξη, ένα σύμβολο, ένα όνομα, ένας τόπος, μια ιδέα που εμφανίζονται εκ νέου σε κάποιο επόμενο διήγημα κι όλα αυτά μαζί γίνονται η αφορμή για να διαπιστώσει ο αναγνώστης τη μεταξύ τους σχέση αλλά και τη σχέση των διηγημάτων στο χρόνο και την ιστορία. Άλλωστε η Ιστορία μόνο ως προυποθετική αρχή υπάρχει στο βιβλίο για να οριστεί καλύτερα η βιωμένη μνήμη των ηρώων αφού η Ιστορική καταγραφή δεν είναι το ζητούμενο στο συγκεκριμένο βιβλίο.

 

Ο ελληνισμός της Μικρασίας από τη μια, ο ελληνισμός των απέλπιδων ονείρων και της καταστροφής που προσπαθεί να αναιρέσει τον πόνο και την απώλεια αλλά που στέκεται με αξιοπρέπεια στην πραγματικότητα μιας νέας «μητριάς» πατρίδας αποτελεί μόνο μια συμβολική προσέγγιση της μυθοπλασίας. Από την άλλη, ο υπερβατικός ρεαλισμός και το ατίθασο πεπρωμένο δίνουν στο αφηγηματικό σύμπαν των ηρώων εκείνο τον σφιχτό δεσμό που ταυτολογεί τα διηγήματα ως ένα αυτόνομο τελικά και ενιαίο κορμό, παρόλο που μπορεί κανείς να τα διαβάσει και εντελώς ανεξάρτητα ή με οποιαδήποτε σειρά χωρίς ούτε μια στιγμή να χαθεί η αφηγηματική τους μαγεία.

 

Με τη νωχελικότητα της νοσταλγίας και τον αέρα της θλιβερής ομορφιάς οι ήρωες της Κοντολέων «ταξιδεύουν σε θάλασσες και στεριές, μεταδίδουν τη γλύκα της ρώγας του σταφυλιού, κεντάνε τη θάλασσα στα λινά και τους χασέδες των ονείρων, αναμετρούν την ώρα που τα στοιχειά κι οι δαίμονες γυρίζουν στα σκοτάδια τους», ακροπατώντας σιγανά και απαλά όμοια όπως και η δημιουργός τους, με τη σιγαλή ευγένεια ψυχής που τη διακρίνει, σιγανά αλλά αποφασιστικά αφήνει το δικό της χνάρι στην ελληνική λογοτεχνία.

Ο Μαγικός ρεαλισμός είναι ένα ακόμη στοιχείο που η Κώστια Κοντολέων εκμεταλλεύεται στη συγγραφή τούτου του βιβλίου. Μια ερωτική πνοή διαπνέει τα διηγήματά της, ανατολίτικοι θρύλοι μετατρέπονται σε αναπόσπαστο κομμάτι της δημιουργίας τους και όλα συλλειτουργούν σε μια μελωδία γραφής με τα μαγικά στοιχεία να εμπλέκονται στο ρεαλιστικό γίγνεσθαι των διηγημάτων και να τους προσδίδουν την απαραίτητη ποιητική διάσταση.

 

Κείμενα γοητευτικά, με την ευαισθησία της σκληρής πραγματικότητας αναμεμειγμένη με την υπερρεαλιστική αναμέτρηση των γεγονότων, γραμμένα με έναν διάχυτο και ρέοντα λυρισμό που προσδίδει στις περιγραφόμενες σκηνές την ομιχλώδη υγρασία του φανταστικού, ακριβώς όπως ο ατμός στο λουτρό της Ραχήλ, και κάνει τις αισθήσεις του αναγνώστη να χαλαρώνουν και την ανάσα να κόβεται.

 

Η Κοντολέων όμως δεν ησυχάζει. Ισορροπεί επάνω σε αντιφατικούς μηχανισμούς, αιφνιδιάζοντας τελικά τον αναγνώστη της κάθε φορά. Ενώ έχει καταφέρει να θολώσει την αναγνωστική του διαδικασία με τους υδρατμούς της ποιητικής της ευαισθησίας να ακροβατεί στα μάτια του, άξαφνα μετατρέπει το λόγο της σε μαχαιριά, διατηρώντας ωστόσο την ίδια πάντοτε γλύκα και επαληθεύοντας τον Αριστοτέλη που έλεγε πως: «πίσω από κάθε πόνο υπάρχει ένα λάθος».

 

Η Κοντολέων σαγηνεύει σε τούτο το βιβλίο, συγκροτώντας έναν μικρόκοσμο ισχυρό και ταυτόχρονα ιδιότυπο, ποιητικό και παράλληλα θυελλώδες, στέρεο και μαζί υπερβατικό, σ’ ένα παιχνίδι ισχυρού πάθους ανάμεσα στην προσωπική μεταμόρφωση που επιχειρούν οι ήρωες και στην ανάγκη να ακουμπήσουν κάπου για να συνεχίσουν την εξελικτική τους πορεία μέσα στον αιώνιο χρόνο.

 

Ο Φλομπέρ έλεγε ότι: «κάθε έργο προς σύνθεση έχει τη δική του ποιητική που πρέπει να τη βρούμε» και το συγκεκριμένο έργο της Κώστιας Κοντολέων είναι γεμάτο ποιητικούς συμβολισμούς που εξεικονίζονται την ίδια στιγμή που η συγγραφέας χτίζει έναν υπερφυσικό κόσμο μέσα στον οποίο εντάσσει ήθη, έθιμα, πολιτισμική αισθητική μιας άλλης εποχής, παραδόσεις και θρύλους, εθνογραφικά στοιχεία που συχνά τα μεταφέρει μαζί με τους ήρωές της από την ανατολή, παραμύθια και αφηγήσεις που περνούν προφορικά σε μιαν άλλη εποχή και όλα αυτά καθορίζουν μια προσωπική μελέτη της συγγραφέως ανθρωπολογικής φύσεως με ιδιαίτερη σημασία, αφού η αναγνωστική διαδικασία γίνεται το κλειδί σε μια πολυεπίπεδη αφήγηση.

 

Σημαντική είναι ακόμα η σχέση της συγγραφικής γλώσσας με το εικονιζόμενο αποτέλεσμα. Η συγγραφέας με την αλχημεία του λόγου της επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό ότι η γλωσσική εκφορά μπορεί να μοιάζει λιτή είναι όμως απόλυτα ισχυρής και μπορεί να εκφράσει ευθύβολα την ποιότητα ενός κειμένου. Άλλωστε η Κοντολέων, τόσο με την ιδιότητα της συγγραφέως όσο και της μεταφράστριας που διαθέτει, έχει ταχθεί κυριολεκτικά εδώ και κάμποσες δεκαετίες στον αγώνα να φέρει το κείμενό της στα μέτρα της γλωσσικής ομορφιάς κι εκεί να στήσει τις σκηνές της, πετυχαίνοντας έναν ισχυρό δεσμό ανάμεσα στον ήχο και το νόημα. Ηχητικά και ομιλούντα και τα ονόματα με τα οποία βαφτίζει τους ήρωές της. Η Μάγια, η Λυδία, η Ελβίρα, η μαγική μητέρα, η παπαδιαμαντική Κόνα Μαγώσα η Πιλαφού, η μοιραία λουτράρισσα Ραχήλ, ο Αλαφροΐσκιωτος, η Ραχιμπέ, ο Άγγελος. Ονόματα που η ηχητική τους εκφορά εξυπηρετεί τη μαγική ποιητική αίσθηση των διηγημάτων στον αναγνώστη.

 

Σιγανά η Κώστια Κοντολέων επιχειρεί κινήματα ψυχής με το έργο της αυτό. Και μετατρέπει την προσωπική της αγωνία για τη λογοτεχνία σε ένα κείμενο που «σαν ξόρκι» έρχεται να λύσει τα μυστήρια της γραφής και να οδηγήσει στην λύτρωση της συγγραφέως αλλά και στην κάθαρση της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνικής παραγωγής. Με βήματα σιγανά, τόσο σιγανά που ο ήχος τους ψιθυρίζει την επιθετική τους σιωπή και μας κάνει κοινωνούς σε μια ημίρρευστη αίσθηση δημιουργικής πνοής, μιας πνοής που είναι τελικά κεφαλαιώδους σημασίας.

 

Η Κώστια Κοντολέων είναι συγγραφέας και μεταφράστρια. Το μυθιστόρημά της Τα χρόνια του δράκου έχει βραβευθεί από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών. Έχει μεταφράσει περισσότερα από εκατό βιβλία μεταξύ των οποίων έργα των Τζόις Κάρολ Όουτς, Φίλιπ Πούλμαν, Τόμας Σάβατζ, κ.ά. Έχει τιμηθεί με διάφορα βραβεία, μεταξύ των οποίων το Κρατικό βραβείο Μετάφρασης 1992, η διπλή αναγραφή της στον τιμητικό Πίνακα της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για την Νεότητα (ΙΒΒΥ) το 1996 και το 2004 και το βραβείο της Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας το 2003.

 

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου Σιγανά, Σιγανά πατώ τη γη, εκδ. Έναστρον, σελ. 185:

Η Ραχήλ, λουτράρισσα από τις πιο παλιές στα Δημόσια Λουτρά της Βασιλέως Κωνσταντίνου στο Παγκράτι, έβγαλε το γάντι το τραχύ, με την ανάποδη του χεριού της σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό της, ύστερα τα μακριά της δάχτυλα, μ’ εκείνα τα νύχια βαμμένα πάντα κόκκινα στο χρώμα της φωτιάς, χώθηκαν στο αναμαλλιασμένο της κεφάλι.

Τα μάτια της ταξίδεψαν, τάχα αδιάφορα, το σμαραγδένιο τους βλέμμα στη μισοσκότεινη γεμάτη υδρατμούς αίθουσα. Στάθηκαν φευγαλέα στα ιδρωμένα κορμιά έτσι όπως κάθονταν στις πέτρινες γούρνες του χαμάμ, παραδομένα στη χαύνωση της ζέστης.

Με μία μόνο κίνηση μάζεψε τις πυρόξανθες μπούκλες των μαλλιών της ψηλά και τις στερέωσε μ’ ένα χτένι φανταχτερό, παλιομοδίτικο, στολισμένο με πέτρες ψεύτικες και στρας που έβγαλε επιδεικτικά από την τσέπη της λευκής της ρόμπας.

 

Το βιβλίο επανακυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Έναστρον.