Ο Ονορέ ντε Μπαλζάκ θεωρείται από τους πατέρες του μυθιστορήματος και αυτό όχι άδικα.

Από τον Γιάννη Αντωνιάδη

Χρωστάμε πολλά σε αυτόν τον χοντρό κυριούλη που αν τον συναντούσαμε στον δρόμο στο Παρίσι ή σε κάποια άλλον περίπατο δεν θα πιστεύαμε πως έχουμε μπροστά μας τον εμπνευστή της Ευγενίας Γκραντέ και του Μπάρμπα Γκοριό. Δείγμα αυτής της συγγραφικής του δημιουργίας είναι και η Σεραφίτα, ένα έργο απείρου κάλλους και απροσδιορίστου ύφους, ένα λογοτέχνημα φαντασίας θα το ονομάζαμε, έναν ύμνο προς το άγνωστο και Θείο θα το αποκαλούσαμε, τελικά μπορεί και να μην χρειάζεται να το ορίσουμε με όρους σαφώς λογοτεχνικούς. Ο καλός και τρυφερός Μπαλζάκ θα προτιμούσε, κατά την ταπεινή μου γνώμη, να αιωρείται ένα σύννεφο μυστηρίου όπως αυτό που συναντούμε στους πίνακες των ιμπρεσιονιστών και που δυσκολευόμαστε να αποκρυπτογραφήσουμε. Ευαγγελίζεται με αυτήν την ιστορία τις διδαχές της ομόνοιας, της αγάπης και της όδευσης προς κάτι ανώτερο που δεν έχει και πολύ νόημα να συγκεκριμενοποιήσουμε, το αγαθό και το αγνό μπορούν να παραμείνουν άνευ ταυτότητας.

Ο Μπαλζάκ έγραψε αυτό το ιδιαίτερο και ιδιόρρυθμο μυθιστόρημα για να το αφιερώσει στην αγαπημένη του Χάνσκα και για να της δείξει την αιώνια αγάπη και πίστη στο πρόσωπό της, είναι μία προσωπική απολογία με την καλή έννοια του όρου σε μία ανεπιτήδευτη αγάπη χωρίς ανταλλάγματα και ιδιοτέλεια.

Αποτελεί μετά τους Εξόριστους και τον Λουί Λαμπέρ το τρίτο μυθιστόρημα του Μυστικιστικού βιβλίου, στο οποίο προσδίδει μία αγγελική διάσταση όχι με την πεζή έννοια που σήμερα έχει αποδοθεί αλλά με την ουσιώδη έμφαση στο επέκεινα της ζωής, της ζωής που δεν σταματάει με τον θάνατο αλλά συνεχίζει στους αιώνες και σε άλλη στρατόσφαιρα, μακριά από τα μικρά και ανθρώπινα, τα καθημερινά. Εκεί δηλαδή που κυριαρχεί το φως και η λάμψη της αλήθειας ανώτερων όντων που στην κορυφή της πυραμίδας τους (πάντα υπάρχει μία πυραμίδα) εμείς συνηθίζουμε να αποκαλούμε Θεό γιατί ως άνθρωποι έχουμε λόγο να τον ονομάζουμε. Εκεί καταφεύγουμε στα δύσκολα όπως στον φύλακα άγγελό μας  ή και την Παναγία, την μητέρα όλων μας, την οποία και ο ίδιος αναφέρει σε ένα του γράμμα μετά την επίσκεψή του σε έναν φίλο του γλύπτη, τον Μπρα.

Δηλώνει χαρακτηριστικά: «Ήμουν την Κυριακή στο σπίτι του Μπρα, του γλύπτη. Είδα το πιο όμορφο αριστούργημα που υπάρχει {…}. Είναι η Παναγία με το θείο βρέφος και δύο αγγέλους σε λατρευτική στάση {…}. Εκεί συνέλαβα το πιο όμορφο βιβλίο, έναν μικρό τόμο, ένα έργο με τον τίτλο Σεραφίτα, του οποίου ο Λουί Λαμπέρ θα αποτελεί τον πρόλογο». Σε αυτήν την δήλωση, θεωρώ πως συμπυκνώνεται όλη η φιλοσοφία του Μπαλζάκ, ο οποίος είναι βέβαιο ή σχεδόν βέβαιο πως έχει σίγουρα διαβάσει τον Δάντη και έχει επεξεργαστεί το κείμενο του κρατώντας την ανησυχία και την αγωνία για την ανθρώπινη ψυχή, η οποία όλο και ευτελίζεται όλο και λοξοδρομεί προς μία κατεύθυνση που έχει κίνδυνο να μην βρει επιστροφή.

Θαρρώ λοιπόν πως η Σεραφίτα-Σεραφίτους αυτό το ανδρόγυνο δημιούργημα που αποφασίζει να μας χαρίσει ως μία δική του συμβολή σε ένα μόνοιασμα της ανθρωπότητας και μία επαφή με αυτό που μας δημιούργησε, είναι ένα πλάσμα χωρίς ψεγάδια, χωρίς ατέλειες, με μία ομορφιά γαλήνια. Η Μίνα και ο Βίλφριντ είναι ένας άντρας και μία γυναίκα, πρωταγωνιστές και κύρια πρόσωπα ενός κόσμου που ψάχνει το είναι του μέσα στα τετριμμένα και τα υλικά αναζητώντας το επέκεινα δίχως όμως να γίνονται εύκολοι δέκτες μίας αλλαγής που ποθούν να ανακαλύψουν αλλά εμμένουν στις αγκυλώσεις του τώρα γιατί αδυνατούν να μεταπηδήσουν σε ένα καλύτερο αύριο που η Σεραφίτα ή ο Σεραφίτους τους υπόσχονται αν ακολουθήσουν την πίστη τους και τίποτε άλλο. Η ευτυχία των ουρανών εξάλλου δεν έχει απαιτήσεις, δεν ζητάει εφόδια και υλικά αγαθά, δεν κρίνει από το φαίνεσθαι αλλά από το πραγματικό μας είναι. Αυτοί λοιπόν ερωτεύονται το ίδιο πρόσωπο την Σεραφίτα και τον Σεραφίτους που αλλάζει μορφή και εμφανίζεται μία ως γυναίκα και μία ως άντρας, κάτι που εμμέσως πλην σαφώς αποτελεί μία αναφορά στην Αγία Τριάδα καθώς σε ένα πρόσωπο αναφέρεται και ένα πρόσωπο αντιπαλεύει, το κακό μεταμορφωμένο σε Διάβολο.

Ο Μπαλζάκ, κατορθώνει μέσα από την δική του θέληση και δύναμη να συνομιλήσει και να ανοίξει διάλογο με τον εσωτερικό του κόσμο, ο οποίος τον καλεί να εξωτερικεύσει την αληθινή του αγάπη για μία γυναίκα. Αυτή είναι άλλωστε και η μαγεία της γραφής, ως ένας πιστός Οδυσσέας που γράφει στην δική του Πηνελόπη κινούμενος από μία λαχτάρα να καθαρίσει την ψυχή του και να προτρέψει με τον δικό του τρόπο τον κόσμο που θα τον διαβάσει να στηρίξει τα συναισθήματά του σε στέρεες βάσεις, σε μία εποχή που μην λησμονούμε πως τα πάθη και οι έρωτες τείνουν να εκτροχιαστούν. Οι ήρωές του μοιάζουν αν τους μελετήσετε και εντρυφήσετε, με αυτούς που δίκασαν τον Σωκράτη και τον Χριστό, δηλαδή με κοινούς θνητούς που έρχονται αντιμέτωποι με ένα όραμα που έχει την μορφή άυλου προσώπου που τους παρουσιάζεται σε μία στιγμή και τους ξαφνιάζει με το φως που εκπέμπει. Είναι λογικό να αδυνατούν να το κατανοήσουν και επειδή αυτή η κατανόηση καθυστερεί όπως άλλωστε και ο καρπός αργεί να ωριμάσει και σπεύδουμε να τον κόψουμε επειδή η απόλαυση για τον άνθρωπο προέχει, η Μίνα και ο Βίλφριντ επιστρατεύουν έναν σωρό ερωτήσεων και ερωτηματικών μήπως και καταφέρουν να συγκεκριμενοποιήσουν αυτό που στο μυαλό τους μοιάζει αχανές και ασχημάτιστο. Και τι συμβαίνει μετά την ζωή αυτή? Που θα καταλήξουμε αν ακολουθήσουμε τον δρόμο του Θεού; Γιατί η αγάπη και η προσήλωση μας σε αυτή μπορεί να μας σώσει από τον βούρκο της επίγειας ηδονής? Ερωτήματα άλυτα μέχρι και σήμερα.

Άρα ο Μπαλζάκ όπως και κάποιοι άλλοι στο παρελθόν τολμά να θίξει ζητήματα που απασχολούν τον άνθρωπο από το προπατορικό αμάρτημα. Και μιας και αναφέρομαι σε αυτό, ξεπηδά αναμφίβολα στο μυαλό μου η σύγκριση και ο παραλληλισμός των πρωτόπλαστων με την Μίνα και τον Βίλφριντ. Μήπως τελικά η Σεραφίτα δεν είναι η φωνή του Θεού που κρούει τον κώδωνα της ελευθερίας μακριά από αμαρτίες και κλυδωνισμούς μία ζωής που έχει ημερομηνία λήξης? Μήπως η Μίνα ως μία άλλη Εύα και ο Βίλφριντ ως ένας άλλος Αδάμ ή Προμηθέας δεν προσπαθούν να ξεφύγουν από τις αλυσίδες που τους δένουν σφιχτά και να πορευτούν προς την μεγαλοσύνη και την γενναιοδωρία με έναν άγγελο να τους δείχνει τον δρόμο;

Μακάρι να γράφονταν και σήμερα τέτοια μυθιστορήματα γιατί μόνο περί μυθιστορήματος δεν πρόκειται. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μία ειλικρινή κατάθεση ψυχής από έναν φιλόσοφο της ζωής, έναν μοναχό της λογοτεχνίας που αν ήταν μουσική θα ήταν Μπετόβεν και αν ήταν ζωγράφος θα ήταν Ραφαήλ. Και αυτό γιατί η ψυχή του διψάει για γνώση ακατέργαστη και έχει μία άλλη ματιά προς τον κόσμο που τον περιβάλλει, προηγείται της εποχής του. Πιστέψτε με πως το βιβλίο του Ίταλο Καλβίνο «Γιατί να διαβάζουμε τους κλασσικούς» που πολλοί από εσάς ίσως δεν έχετε διαβάσει, όταν με το καλό το διαβάσετε θα καταλάβετε πως τις μεγάλες ιδέες τις έχουν επικοινωνήσει οι μεγάλοι της λογοτεχνίας για αυτό και σας προσκαλώ και σας προτρέπω να τους ξεκοκαλίσετε μέχρι τέλους γιατί εσείς όπως και εγώ έχουμε πολλά να μάθουμε.

                                                                                  

 

«Είναι τόσο φυσικό να καταστρέφουμε αυτό που δεν μπορούμε να κάνουμε δικό μας, να αρνούμαστε αυτό που δεν κατανοούμε, να προσβάλλουμε αυτό που ζηλεύουμε»