Μια λαϊκή φωνή αυτή της Αλεξάνδρας μιας πλύστρας της μεταπολεμικής Ελλάδας έρχεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της Μάρως Κερασιώτη “Η Μπουγάδα” που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Έναστρον να δώσει λόγο σε όλα όσα ο απλός άνθρωπος πραγματεύτηκε βλέποντας την Αθήνα να αλλάζει δραματικά τη δεκαετία που ακολούθησε τον εμφύλιο.

Από την Τέσυ Μπάιλα

Μια λαϊκή φωνή αυτή της Αλεξάνδρας μιας πλύστρας της μεταπολεμικής Ελλάδας έρχεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της Μάρως Κερασιώτη Η Μπουγάδα που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Έναστρον να δώσει λόγο σε όλα όσα ο απλός άνθρωπος πραγματεύτηκε βλέποντας την Αθήνα να αλλάζει δραματικά τη δεκαετία που ακολούθησε τον εμφύλιο. Γραμμένο με την αμεσότητα του ατόφιου προφορικού λόγου, με εκφράσεις γνήσιες, βγαλμένες μέσα από το γλωσσικό θησαυρό της ελληνικής γλώσσας, με όλα τα πρωτογενή αλλά ουσιώδη συστατικά της ωστόσο, η Μπουγάδα γίνεται ένας καθηλωτικός οδηγός μνήμης που καταιγιστικά συναρπάζει το ενδιαφέρον και μυεί τον αναγνώστη σε μια εποχή αρκετά κοντινή και εξαιρετικά ενδεικτική για την εξελικτική πορεία της ελληνικής μεταπολεμικής κοινωνίας.

Η Αλεξάνδρα, με την ρέουσα πολυλογία της πλύστρας, με την αθυροστομία και τις καυστικές παρατηρήσεις της, όλες διατυπωμένες με απλό αλλά όχι απλοϊκό τελικά τρόπο καταγράφει όλα όσα εντυπωσιάζουν την ψυχή της, όλα όσα εντυπώνονται στους λαβυρίνθους της μνήμης της. Ο γλωσσικός ρυθμός του κειμένου που επιτυγχάνεται ακριβώς από αυτή την επιλογή της συγγραφέως γίνεται και το αποτελεσματικότερο αφηγηματικό εργαλείο της Κερασιώτη που συχνά ξαφνιάζει τον αναγνώστη αλλά σίγουρα εντυπώνεται μέσα του.

Η Αλεξάνδρα αφηγείται τη δική της ζωή αλλά ταυτόχρονα η συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να προσδιορίσει τα γεγονότα εκείνα που συγκρότησαν την μεταπολεμική τύχη της Αθήνας. Και φαίνεται ότι η Κερασιώτη «βάζει» μπουγάδα και η Αλεξάνδρα της βγάζει όλα τα άπλυτα της γειτονιάς στη φόρα και μαζί όλης της ελληνικής κοινωνίας, για να τα απλώσει στην ταράτσα του ανθρωπισμού που είναι τελικά και η αξία εκείνη στην οποία η συγγραφέας στέκεται με ιδιαίτερη ευαισθησία.

Οι χαρακτήρες που η συγγραφέας δημιουργεί είναι πρωτογενείς και ταυτόχρονα στιβαροί, ασπούδαστοι και ταυτόχρονα κοινωνικά μορφωμένοι, λειτουργούν με την αφέλεια του αγράμματου ανθρώπου αλλά με την ηθική αυτοτέλεια της παρθενικής τους κατάστασης, κάνοντας όλους εμάς να δούμε τη κρυμμένη αισθητική τους ματιά επάνω στα πράγματα με έναν τρόπο σίγουρα αφοπλιστικό και ταυτόχρονα αυθεντικό.

Και οι χαρακτήρες αυτοί κινούνται σε έναν κόσμο γεμάτο αντιθέσεις. Από την μουσική του μπαγλαμά περνάνε με την ίδια ευκολία στον Γούναρη, από την αθωότητα στην καχυποψία, από την πονηριά στην καπατσοσύνη, από τα πάθη στα λάθη και ξανά στα όνειρα, από τη μπουγάδα στην απλυσιά της ψυχής από τη βωμολοχία στη γλώσσα των σαλονιών, από την πραγματικότητα των εθνοσωτήρων στον κομμουνιστικό αγώνα και στο συμβιβασμό, από την αυλή με το βασιλικό στο πλυσταριό μιας ανεγερθείσας πολυκατοικίας και  από το συναίσθημα στον ρεαλισμό και το αντίστροφο.

Ο αναγνώστης βλέπει ολοζώντανες τις περιγραφόμενες σκηνές να διαδραματίζονται μπροστά του, με την πλαστικότητα που η τέχνη της δημιουργού καταφέρνει να λειάνει τους χαρακτήρες. Επειδή η Κερασιώτη, εκμεταλλευόμενη την άλλη της ιδιότητα, αυτή της κεραμίστριας κυριολεκτικά βουτάει τα επιδέξια χέρια της στον εύπλαστο πηλό της γραφής αυτή τη φορά και πλάθει με δεξιοτεχνία τους χαρακτήρες με τέτοια αληθοφάνεια που ο αναγνώστης ξεχνάει εντελώς τη δημιουργό του βιβλίου και μετατρέπεται κυριολεκτικά σε  αυτόπτη μάρτυρα όλων όσων εξυφαίνονται στο μύθο του βιβλίου. Άλλωστε η τέχνη είναι μία ανεξάρτητα από ποια μορφή της επιλέγει ο καλλιτέχνης να την υπηρετήσει και η Κερασιώτη μοιάζει να περνά με την ίδια ευκολία από τον πηλό, στο χαρτί, αφού αυτό που την απασχολεί είναι τελικά  η επιλογή της οπτικής γωνίας των γεγονότων και όχι το μέσο καταγραφής τους. Και η Μάρω Κερασιώτη έχει επιλέξει να σταθεί και η ίδια δίπλα στην Αλεξάνδρα και να τραβήξει από το χέρι τον αναγνώστη για να του δείξει τον αγώνα της.

Έτσι ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να δει από πολύ κοντά τα σκασμένα χέρια της Αλεξάνδρας, να μυρίσει το σαπούνι στη μπουγάδα της, να βρέξει τα δικά του χέρια στα βρωμόνερα της σκάφης της, να απλώσει κι αυτός τα πλυμένα της και να ζήσει σε μια εντελώς διαφορετική εποχή, την οποία έχει την ευκαιρία να κρίνει, να αξιολογήσει και ταυτόχρονα να δει με νέα ματιά. Λες και τελικά αυτό που η Κερασιώτη καταφέρνει στο τέλος με τη Μπουγάδα της είναι να «ξεπλύνει» και τη ματιά του αναγνώστη και να τον προκαλέσει έκτοτε να βλέπει τα πράγματα πιο καθαρά.

Στήνοντας το σκηνικό της Αλεξάνδρας η Κερασιώτη πετυχαίνει και κάτι ακόμα ωστόσο. Να στήσει ένα ολόκληρο ψυχικό μικρόκοσμο, τον κόσμο της γυναίκας σε όλους της τους ρόλους. Η Αλεξάνδρα, λειτουργεί ταυτόχρονα ως μάνα, ερωμένη, σύζυγος, αδελφή, πεθερά στο οικογενειακό της επίπεδο και ταυτόχρονα έχοντας ένα κοινωνικό ρόλο επέμβασης ανάμεσα στις γειτόνισσές της η Αλεξάνδρα είναι άλλοτε η οξυδερκής και έξυπνη σχολιάστρια της πολιτικοκοινωνικής σκηνής κι άλλοτε μια υποταγμένη και συνεπής πλύστρα που παρατηρεί τα τεκταινόμενα και καταγράφει τον παλμό της εποχής της.

Η Αλεξάνδρα της Κερασιώτη έχει τις διαστάσεις ενός αρχετυπικού χαρακτήρα μέσω του οποίου ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να δει μια ολόκληρη κοινωνία να αλλάζει πρόσωπο.

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:
“Εκείνα τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, είχαμε όλοι μια αισιοδοξία. Γιατί με την Κατοχή και τον Εμφύλιο τα ’χαμε δει όλα. Εννοώ όλα τα φριχτά, τα φοβερά και τ’ ανάποδα. Είχαμε δει ανθρώπους, χειρότερα κι από ζώα, να ψοφάνε από την πείνα. Χαφιέδες να κάνουνε λεφτά και να γίνονται από λίγδες αφεντικά. Αδερφούς να σκοτώνονται μεταξύ τους. Τους Φρίτσιδες να φεύγουνε σα δαρμένοι σκύλοι. Και τελευταίο και καλύτερο τους Συμμάχους να κάνουνε κουμάντο στην Ελλάδα. Σ’ εμάς που δεν είμαστε αριστοκράτες για να φοβόμαστε τον ξεπεσμό, “πατριώτες” για να μας τιμήσει η δόλια πατρίδα, αριστεροί να μας στείλουνε διακοπές στα ξερονήσια, πλούσιοι να μας υπολογίσουνε αλλά ούτε και “μορφωμένοι για να φιλοσοφήσουμε” έφτανε κάτι μικρό όπως ένα φράγκο στην τσέπη κι ένα γεμάτο στομάχι για να φαίνονται όλα ρόδινα. Είχαμε μάθει από τη μάνα μας να τη βγάζουμε αόρατοι, να λουφάζουμε μέχρι να περάσει η μπόρα και μετά, με το σπίτι μας στην πλάτη, να σερνόμαστε σαν τα σαλιγκάρια μέχρι εκεί που έφτανε το σάλιο μας. Όμως οι καταστάσεις γινήκανε πιο μεγάλες απ’ τα κότσια μας κι αν εμείς -από σκέτη τύχη- την είχαμε βγάλει καθαρή, τώρα τα πράγματα φαινόσαντε να ’χουν αλλάξει”.

Η Αλεξάντρα, πλύστρα μιας ολόκληρης γειτονιάς στη Μεταπολεμική Αθήνα που αλλάζει πρόσωπο, χτίζει τη ζωή της παίρνοντας υλικά από κάθε μέρα που τη βρίσκει ζωντανή.