Η αίθουσα τέχνης «έ κ φ ρ α σ η – γιαννα γραμματοπουλου» εγκαινιάζει την Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2015 ατομική έκθεση του Μιχάλη Μανουσάκη.

Ο Μιχάλης Μανουσάκης συνεχίζοντας να ταξιδεύει στα προσωπικά του μονοπάτια, για άλλη μια φορά μας ζωγραφίζει ιστορίες υπαινικτικές, σκαλίζοντας σε ξύλινες επιφάνειες και κρατώντας ίχνη πάνω σε  χαρτιά με κάρβουνο.

Την έκθεση συνοδεύει το παρακάτω κείμενο του Μιχάλη Μανουσάκη:

Γεννηθείς εν Χανίοις 1953

Τις νύχτες ο πατέρας, μας έλεγε ιστορίες για την πόλη μας, τα Χανιά. Όχι παραμύθια, ιστορίες αληθινές που έζησε και τις θυμόταν καθάριες, και τις ιστορούσε στωικά και γαλήνια, και ‘μεις με κλειστά μάτια βυθιζόμασταν στους ίσκιους των ηρώων του, στους ορίζοντες των ελπίδων του και στις μυρωδιές των περασμάτων του ανάμεσα σε πορτοκαλιές, δάφνες, φασκόμηλα, μαλοτήρες και θυμάρια.

Ο πατέρας τις νύχτες δυνάμωνε τη σκέψη μας με αγωνίες, χαρές και ελπίδα. Ήταν ο φάρος του λιμανιού για όλους εμάς, τα πέντε αδέλφια. Οι δύο μεγαλύτεροι ταξίδεψαν μετά στα καράβια, κι οι άλλοι τρεις μεγαλώναμε με το βλέμμα του, το στραμμένο στο φως. Εκεί κατοικούσε. Εκεί που χαιρετούσαμε και την μητέρα μες στο λευκό της φόρεμα, με τη μπλε λουστρινένια της τσάντα και τα γυαλάκια της που αν και έκαναν τα μάτια της μικρά, τόσο μικρά σαν χάντρες, φώτιζαν όμως και ξημέρωνε ο κόσμος. Του πατέρα, και σήμερα ακόμη, απ’ την υγρασία των ματιών του εκπέμπετε λάμψη που γίνεται γέφυρα, πέρασμα για τα μελλούμενα. Είναι σαν το βλέμμα του θεού στις ζωγραφιές του Μικρασιάτη Νίκου Καρατζά στο αέτωμα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στην Σπλάντζια.

Κι έπειτα ήταν τα Θοδωρού. Νησιά αιώνια σαν τον άνθρωπο που σε προσκαλούν να επαναπροσδιορίσεις τη ζωή. Να στοχαστείς τη βάσανο που σε ακυρώνει. Να κατοικήσεις εκεί, σαν ύστατη ελπίδα ανάμεσα στη θάλασσα, τον ουρανό, τη γη που θα οργώσεις και τον αέρα που θα μαζέψεις για να δημιουργήσεις οίκο, πιο δυνατό απ’ ότι με τις πέτρες και απ’ τα σίδερα ακόμη. Εκεί στο άνοιγμα του νησιού θα υποδέχεσαι τα όνειρα, την ιστορία τους, τη συντροφιά που έκαναν στους ανθρώπους και δομούσαν την ψυχή τους. Εκεί στο άνοιγμα θα καταθέτεις τα δώρα του κόσμου σαν ευγνωμοσύνη στην ίδια τη ζωή που σου ‘μαθε να αφουγκράζεσαι, να θωρείς και να χορταίνεις ανάσες.