Την Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014 εγκαινιάζονται στην Αίθουσα Τέχνης “ΑΣΤΡΟΛΑΒΟΣ –Δεξαμενή” η έκθεση ζωγραφικής και κατασκευών της Kάτιας Βαρβάκη , με τίτλο: “ Τόπος Εκεί.. ” και η έκθεση ζωγραφικής της Σοφίας Ανδρεάδη, με τίτλο: «Μέσα – Έξω».

Στη νέα της δουλειά η Κάτια Βαρβάκη παρουσιάζει ζωγραφικές συνθέσεις που σε μια πρώτη παρατήρηση μοιάζει να αφορμώνται από την πραγματικότητα, αλλά που με τον απρόσμενο συνδυασμό ετερόκλητων μεταξύ τους στοιχείων πέρα απ’ τη λογική, καθώς και με την έντονη ατμοσφαιρικότητα των χώρων και των τοπίων που παρουσιάζονται σε αυτά, μας μεταφέρουν  σε έναν κόσμο εξωπραγματικό, όπου το πραγματικό συγχωνεύεται με το φανταστικό ! Έτσι,  το απείκασμα του πραγματικού κήπου γίνεται ο ποιητικός χώρος στον οποίο εκτυλίσσεται ο  μύθος  που αφηγείται η καλλιτέχνης. Με άλλα λόγια, η σύνθεση χωρισμένη σε χρωματικά επίπεδα, λειτουργεί ως σκηνικό για να υποστηρίξει μια βουβή παγωμένη δράση,  τυλιγμένη στην αχλύ του χρόνου.   Όσα αποτυπώνονται στην επιφάνεια του καμβά με ένα εσωτερικό άυλο φως, μοιάζει να είναι συναρμογή αναμνήσεων που αναπηδούν από το υποσυνείδητο ως όνειρα ή αναμνήσεις, τα οποία  με τη βοήθεια και του χρώματος, δημιουργούν μια σχεδόν oνειρική /μεταφυσική ατμόσφαιρα και χώρους αέρινους, κάτι ανάμεσα σε μια δομημένη και μια άυλη πραγματικότητα. Τα εναλλασσόμενα χρωματικά επίπεδα λειτουργούν και ως χρονικά επίπεδα σε μια ποιητική εκδοχή του χωροχρόνου. Είτε πρόκειται για ανάκληση αυτοβιογραφικών αναμνήσεων είτε για σκηνοθετημένες ονειρικές εικόνες, η ζωγράφος ιχνηλατεί και ταξιδεύει τον θεατή των έργων της μέσα από τη μαγεία, το παραμύθι και το αίνιγμα σε  μια άλλη πραγματικότητα, όπως θέλει να υποδηλώσει και ο τίτλος της παρούσας έκθεσης. Παρά τη  συγγένεια με τη μαγική ζωγραφική και την ποιητική της εικόνας του Μαρκ Σαγκάλ, η ζωγραφική της Κάτιας Βαρβάκη  είναι πηγαία, πρωτότυπη, δροσερή, αληθινή ποίηση με τον  χρωστήρα.

Το χρώμα ως κυρίαρχη μορφοπλαστική αξία, ζωηρό, πλούσιο και υποβλητικό, μας υπενθυμίζει, ότι η ζωγραφική είναι εδώ! Μετά τις ακραίες ζωγραφικές εκφάνσεις της Μοντέρνας τέχνης και την εμμονή με το περιεχόμενο αλλά όχι με την ίδια την αισθητική έκφανση του έργου Τέχνης στην Εννοιολογική τέχνη, παρά τις Κασσάνδρες για το τέλος της Ζωγραφικής, η παραστατική ζωγραφική της καλλιτέχνιδας επιβεβαιώνει ότι η έμπνευση, το προσωπικό ιδίωμα και η αριστοτεχνική εικαστική απόδοση της, μπορούν να δώσουν νέα πνοή στην Τέχνη και στην εποχή της παγκοσμιοποίησης. Στην εποχή της κρίσης μάλιστα, που η Τέχνη μπορεί να αποτελέσει  καταφύγιο της ψυχής, η καλλιτέχνης επιδιώκει μέσα από τα έργα της αυτά να μας ταξιδέψει λυτρωτικά πέρα από το όποιο δύσβατο παρόν, στον ονειρικό χαμένο παράδεισο των παιδικών μας χρόνων !

Στη νέα δουλειά της Σοφίας Ανδρεάδη, με τίτλο: «Μέσα – Έξω» η  χρήση του μοτίβου παίζει καταλυτικό ρόλο. Κατακλύζει τη ζωγραφική επιφάνεια με επαναλαμβανόμενο σχήμα και χρώμα, άλλοτε με επιθετική διάθεση και άλλοτε ήρεμα θέλοντας να συμπληρώσει το κενό του ζωγραφικού χώρου.  Το μοτίβο είναι αυτό που δημιουργεί, καθορίζει και στιγματίζει τη διάθεση και τον χαρακτήρα του κάθε έργου είτε μέσα από τη φόρμα του κάθε σχήματος είτε μέσα από το χρώμα που του δίνεται.  Ως απόλυτο σύμβολο της επανάληψης αποδίδει ξεκάθαρα τη σημασία των έργων αυτών.  Μία αλυσιδωτή, αλληλένδετη και επαναλαμβανόμενη πραγματικότητα που ίσως να συνεχίζεται και πέρα από τα στενά όρια του εκάστοτε ζωγραφικού χώρου.  Η επανάληψη και η γεωμετρία που δημιουργούν τα εκάστοτε μοτίβα, λειτουργούν τελικά καταλυτικά απέναντι σε οποιοδήποτε άλλο μορφοπλαστικό στοιχείο επάνω στον καμβά. Η χρήση έντονων δυνατών χρωμάτων στο φόντο της σύνθεσης, δημιουργεί σε πρώτη φάση την αίσθηση του καινούργιου, του λαμπερού, ενώ εν συνεχεία αποτελεί και μία συμβολική απεικόνιση της αίσθησης του horror vacui , σε συνδυασμό με το εκάστοτε σχήμα, που καταλήγει να προσομοιάζει με ένα «κλουβί» από λαμπερά μοτίβα, άλλοτε δημιουργώντας την αίσθηση του χώρου και άλλοτε όχι.

Η καρέκλα που σε διαφορετικές μορφοπλαστικές αποδόσεις εμφανίζεται στα περισσότερα έργα ως βασικό συνθετικό στοιχείο, αποτελεί συμβολικά μια εικονική πηγή σταθερότητας και δίνει στο θεατή την ψευδαίσθηση αρχικά ενός εξουσιαστικού ρόλου στο ζωγραφικό χώρο.  Ο τρόπος όμως που απεικονίζεται, με ανοιχτόχρωμο ή σκουρόχρωμα κενά, τελικά σταδιακά  καταλήγει να την θέσει εξίσου δέσμια του εκάστοτε φόντου με επαναλαμβανόμενα μοτίβα, όπως και τα υπόλοιπα στοιχεία της σύνθεσης.  Η έννοια του υπαρκτού στοιχείου άλλοτε υπονοείται και άλλοτε δηλώνεται ξεκάθαρα σε ασπρόμαυρους πάντα τόνους, φέρνοντας έτσι την αντίθεση όχι μόνο στο απεικονιστικό αλλά και στο εννοιολογικό επίπεδο.  Ξεκαθαρίζει πάντα την ισχύ ή μη απέναντι στον εαυτό του αλλά και στην αμφίδρομη σχέση του με τον χώρο που είναι τοποθετημένο.  Εμφανίζεται άκαμπτο σχεδόν παγωμένο ακόμα και όταν βρίσκεται σε κίνηση, παραδομένο στην ένταση του χώρου δηλώνοντας έτσι τον απόλυτο συμβιβασμό απέναντι στην «εικονική» ευτυχία από την οποία περιβάλλεται.  Η προσδοκία μίας εννοιολογικής ή μη απόδρασης διακρίνεται αχνά έως καθόλου και ο φερόμενος ως πρωταγωνιστής του έργου, με μία πιο προσεκτική ανάλυση, μας δημιουργεί την αμφιβολία για το αν τελικά βρίσκεται μέσα ή έξω από αυτή την εικονική ή υπαρκτή πραγματικότητα.

Έργα:

Πάνω: Κάτια Βαρβάκη

Κάτω: Σοφία Ανδρεάδη