Θα παρουσιαστούν έργα μεγάλων, μεσαίων και μικρών διαστάσεων δουλεμένα με λάδια σε καμβά.

Η Ήρα Παπαποστόλου προλογίζει τον κατάλογο της έκθεσης

…Αναμιγνύει το λογικό με το άλογο και κάνει αισθητή την εναντίωσή της με το στοιχείο της “αντικειμενικότητας” χρησιμοποιώντας σύμβολα και επαναλαμβανόμενα μοτίβα, όπως είναι το δέντρο που αποτελεί την εικόνα του ίδιου του ανθρώπου, με τις ρίζες και τα παρακλάδια του.

Ο χωροχρόνος μέσα στον οποίο εκτυλίσσεται η κάθε ιστορία της Βίκυς Μουδήλου δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Δεν γνωρίζουμε αν οι άνθρωποι που απεικονίζονται στα έργα της βρίσκονται στην πόλη ή στην φύση, σε εσωτερικό ή εξωτερικό χώρο, σε κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή ή αν ήταν και θα είναι εκεί για πάντα. Δεν γνωρίζουμε επίσης αν αποτελούν κομμάτι της φύσης ή αν η φύση είναι κομμάτι τους.

Δεν πρόκειται, λοιπόν, παρά για αστικά ξωτικά. Ξωτικά, γιατί είναι αθάνατα πλάσματα του “μύθου” που έχουν να κάνουν με την φύση, τις μαγικές δυνάμεις και με μία περίεργη αίσθηση του χρόνου. Αστικά, γιατί μοιάζει να μην ζουν στην ύπαιθρο, αλλά παντού, ανάμεσά μας.

Αν τα πλάσματα αυτά μιλούσαν, όπως μας λέει η ίδια η ζωγράφος, ίσως να έλεγαν κάτι τέτοιο: “Κάνε με δέντρο! Κάνε με και ας ξέρω τις τεράστιες ευθύνες του. Το δέντρο εξελίσσεται με την σταθερότητά του. Μα πιο σημαντικό ακόμα: το δέντρο εξελίσσει αυτόν που θα το εμπιστευτεί”…

Βιογραφικό

Η Βίκυ Μουδήλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλία (ΜΒΑ με ειδίκευση στο Finance). Έχει εργαστεί ως οικονομική αναλύτρια στην Coca-Cola Τρία Έψιλον και στην Nova όπου εργάζεται μέχρι σήμερα. Από το 2005 – 2010 παρακολούθησε και ολοκλήρωσε τον πενταετή κύκλο μαθημάτων των εργαστηρίων ζωγραφικής, του πολιτιστικού κέντρου του Δήμου Ηλιούπολης, με καθηγητές τους ζωγράφους Μαριάννα Κατσουλίδη & Νικόλα Κληρονόμο.

Από το 2007 μέχρι και σήμερα μαθητεύει δίπλα στην ζωγράφο Μαριάννα Κατσουλίδη. Έχει πάρει μέρος σε 9 ομαδικές εκθέσεις. Αυτή είναι η πρώτη της ατομική έκθεση.

Ασχολείται επίσης με την μόδα, σχεδιάζει ρούχα και τσάντες με την επωνυμία “Eating The Goober”.