H «Λευκή Ρεβάνς» προσφέρεται για έναν αριθμό αναγνώσεων, καθώς η συγγραφέας με την πρωτοποριακή της γραφή επιστρατεύει πλήθος αφηγηματικών τεχνικών, οι οποίες – χωρίς επίδειξη ύφους – ενσωματώνονται οργανικά στην εξέλιξη της ιστορίας.

Της Ελευθερίας Δημητρομανωλάκη*  

Η Μαντόγλου -ούσα αποδεδειγμένα γνώστης των θεωρητικών εργαλείων –  αξιοποιεί το αφηγηματικό υλικό της, χωρίς να προβάλλεται η δουλεμένη φόρμα. Αποτέλεσμα αυτής της απόλυτης αρμονίας μύθου και δομής είναι ένα δυνατό βιβλίο για την αληθινή ζωή, για αληθινούς ανθρώπους, μια ιστορία συγκλονιστική που πριν τελειώσει δε μπορείς να την αφήσεις κι αφού τελειώσει, συνεχίζει να σε προβληματίζει.    Έχοντας κάνει μια διεισδυτική εμβάθυνση ακόμη και στα πιο μύχια της προσωπικότητας των χαρακτήρων της, συνδυάζει και συνυφαίνει με τέτοιο τρόπο την επαφή τους με την πραγματικότητα, έτσι ώστε τα πρόσωπα να ερμηνεύονται από την καθημερινότητά τους, από το πως ζουν και το πως δρουν. Ταυτόχρονα, η ίδια η καθημερινότητα, μέσα από αυτούς τους ανθρώπους,  όχι μόνο παίρνει ένα νέο φως, αλλά και ερμηνεύεται κι εκείνη. Η «Λευκή Ρεβάνς» είναι διαποτισμένη από την τρέχουσα κατάσταση πραγμάτων.

Για την ακρίβεια η αληθινή ζωή, η κοινωνία γύρω μας και μέσα στη συνείδησή μας είναι ο ισχυρότερος χαρακτήρας του βιβλίου. Είναι  αυτός που αντιπαρατίθεται σθεναρά στον αδίστακτο αντίπαλό του, στο δολοφόνο του. Η ίδια η ζωή απέναντι στο δολοφόνο της. Αυτή ακριβώς η ιδιαιτερότητα είναι που κάνει αυτό το μοντέρνο noir μυθιστόρημα να ξεπερνά τα όρια του είδους του, να ξεφεύγει από το κλισέ του ποιος τελικά είναι  ο δολοφόνος με την έννοια του ποιος διέπραξε το έγκλημα και να οδηγεί την προβληματική του κατ’ ευθείαν στον ουσιώδη στόχο: γιατί σκοτώνει όποιος σκοτώνει, γιατί φοβάται όποιος φοβάται, γιατί βασανίζει όποιος βασανίζει, γιατί αγωνιά όποιος αγωνιά. Ένα μυθιστόρημα που με χειρουργική ακρίβεια εστιάζει στην υπαρξιακή αγωνία των προσώπων, μέσα σε μια κοινωνία που κατασπαράσσεται από τις αντιφάσεις της. Τα πρόσωπα του βιβλίου είναι πρόσωπα μισά, θρυμματισμένα κι αυτά όπως η κοινωνία στην οποία ζουν, κατακερματισμένα από τις οδύνες τους, πρόσωπα που ψάχνουν να συγκολλήσουν τα θραύσματα της ψυχής τους και να γίνουν ολότητες. Η θεματολογία στη «Λευκή Ρεβάνς» είναι καθαρά υπαρξιακή, φορώντας το ένδυμα του ψυχολογικού noir με υπολογισμένη ακρίβεια. Επιγραμματικά οι βασικοί θεματικοί άξονες του μυθιστορήματος είναι:  η δύναμη ή η αδυναμία της βούλησης, η μοίρα και το τυχαίο, η οδύνη της ενοχής ή η αναλγησία της μη συνείδησης, η επιθυμία αποδοχής ή επιβολής, η επιθυμία ταυτότητας και αυτοκαθορισμού, το πένθος για την απώλεια και ο καθοριστικός και λυτρωτικός ρόλος της δημιουργίας. Η «Λευκή Ρεβάνς» αναδεικνύει εύγλωττα πως η υπαρξιακή αγωνία  κάθε ανθρώπου εδράζεται στη σχέση του με την εσώτερη πραγματική εικόνα του εαυτού του -χωρίς τις μάσκες και τα προσωπεία που κρατά για τους άλλους- και που εκδηλώνεται μέσα από τη σχέση του με το χρόνο. Σ’ αυτήν ακριβώς τη σχέση ταυτότητας και χρόνου στηρίζεται η ιδιοφυής συνθήκη του μυθιστορήματος που οδηγεί την ίδια την πλοκή του: μέσα στην πραγματικότητα της ζωής των προσώπων μπαίνει ως κυρίαρχος χαρακτήρας κάποιος με γοητευτικό πρόσωπο-προσωπείο, μια μάσκα λόγω της απόλυτης απουσίας συναισθήματος, που έχει όσο χρόνο θέλει για να παίρνει το χρόνο των άλλων.

Σαν ο ίδιος να μην έχει κανέναν εαυτό, σαν ένα βαμπίρ που ρουφά το αίμα των άλλων για να υπάρξει. Κι αυτός ο μη άνθρωπος γίνεται ένας επικίνδυνος καθρέφτης για όσους τον συναναστρέφονται γιατί δεν αντανακλά τίποτε, καθώς δεν βλέπει κανέναν και τίποτε παρά μόνο το δικό του θρυμματισμένο εαυτό. Ένας επικίνδυνος καταλύτης, όπως η μορφή του Σταυρόγκιν στους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι.  Η ανάγνωση του βιβλίου θα καταστήσει σαφή την αναφορά στους «Δαιμονισμένους» του Ντοστογιέφσκι, ο οποίος προσπαθεί να κατανοήσει τους εγκληματικούς ήρωές του μέσα από τη δική τους οπτική, μέσα από τον τρόπο που οι ίδιοι βλέπουν τον εαυτό τους. Κάτι αντίστοιχο τολμά η Αργυρώ Μαντόγλου – και το πετυχαίνει – βάζοντας το δολοφόνο της να μιλά σε πρώτο πρόσωπο και να εκθέτει τις εσώτερες σκέψεις και προθέσεις του, οδηγώντας τον αναγνώστη στην κατανόηση του διεστραμμένου ψυχισμού του. Ο δολοφόνος δεν αντιλαμβάνεται την ψυχοπαθολογία του, ενώ ο αναγνώστης σταδιακά βρίσκεται μπροστά στο μεγάλο τραύμα του εγκληματία, αυτό που ο ίδιος αριστοτεχνικά έχει καταφέρει να αποκρύψει και από τον εαυτό του. Κι αν η παραδοχή πως η εγκληματική φύση είναι γέννημα θρέμμα μιας παθογενούς οικογένειας κι ενός σαθρού κοινωνικού περιβάλλοντος, αν αυτό είναι μια ακλόνητη σταθερά, τότε η Αργυρώ Μαντόγλου χτίζοντας με συνέπεια έναν εγκληματία που θεωρεί τον εαυτό του «ανώτερο» ανάμεσα σε ποταπά ανθρωπάρια, σμιλεύοντας την ιστορία της μέσα σε μια κοινωνία αντιθέσεων που κυριολεκτικά βράζει, ταυτόχρονα ανοίγει διάπλατα το δρόμο για μια σύγχρονη πολιτική τοποθέτηση, για έναν ενεργό πολιτικό διάλογο.

Γιατί η «Λευκή Ρεβάνς», πέρα από ένα καθηλωτικό αστυνομικό  – ψυχολογικό noir μυθιστόρημα, είναι ταυτόχρονα και μια πολιτική αλληγορία πάνω στη σύγχρονη κοινωνική συνθήκη, προτάσσοντας μάλιστα τον τεράστιο ρόλο και την ευθύνη του καλλιτέχνη και δημιουργού. Η ίδια η Αργυρώ Μαντόγλου, ως δημιουργός παραμένει συνεπής στις ευθύνες της κι επιτελεί το πολιτικό καθήκον της ως συγγραφέας: κάνει τον αναγνώστη να σκεφτεί διπλά, τι κρύβεται μέσα του αλλά και τι τον περιμένει  κάτω από τις ολισθηρές επιφάνειες τον αναγκάζουν να περιφέρεται. 

*Η Ελευθερία Δημητρομανωλάκη είναι συγγραφέας – Διδάκτωρ Θεωρίας Λογοτεχνίας – Κινηματογράφου