Ηχητικά ακατάτακτοι, υπερασπιζόμενοι επί δεκαετίες τον ιδιοφυή ερασιτεχνισμό τους, έχοντας κυκλοφορήσει 8 δίσκους σε 30 χρόνια και πραγματοποιώντας ελάχιστες (από 10 έως 20) ζωντανές εμφανίσεις το χρόνο, δεν θα ήμουν υπερβολικός αν έλεγα πως οι Χειμερινοί Κολυμβητές αποτελούν ένα παγκόσμιο μουσικό παράδοξο. Όποιος, πάντως, είχε την τύχη να παραστεί σε κάποια από τις συναυλίες τους, σίγουρα την συγκαταλέγει στις απολαυστικότερες μουσικές εμπειρίες της ζωής του.

Συνέντευξη: Γιώργος Βουδικλάρης

Γιώργος Βουδικλάρης: Οι Χειμερινοί Κολυμβητές την Τρίτη 11 Ιανουαρίου θα δώσουν μία συναυλία στο Παλλάς για τα 30 τους χρόνια.

Αργύρης Μπακιρτζής: 30 χρόνια στη δισκογραφία. Από τότε που αρχίσαμε, ο πρώτος πυρήνας του συγκροτήματος, έχουν περάσει 45 χρόνια. Από το 1965 όταν ήμουν πρωτοετής φοιτητής, που μου χάρισε ο κύριος Παπαδάμου το ένα από τα δύο μπουζούκια που είχε και αρχίσαμε αυτή την ιστορία.

Γ.Β.: Και εκτός από εσάς και τον κύριο Παπαδάμου ποιοί άλλοι αποτελούσαν τον αρχικό πυρήνα;

Αργ.Μπ.: Ο Σιδέρης και ένα άλλο παιδί ο Σταμάτης ο Χονδρογιάννης, ένας αρχιτέκτονας που μετά πήγε στη Λευκάδα, ένας Κερκυραίος φίλος μας με τον οποίο κάναμε τις πρώτες ηχογραφήσεις. Αλλά δεν συμμετείχε στο συγκρότημα μετά… ασχολήθηκε αποκλειστικά με την αρχιτεκτονική.

Γ.Β.: Ένα χαρακτηριστικό του συγκροτήματος είναι ότι τα επαγγέλματα κάποιων εκ των μελών του, είναι εκτός μουσικής. Πείτε μας δυο λόγια γι’ αυτό…

Αργ.Μπ.: Εκτός μουσικής είμαστε εγώ, ο Σιδέρης και ο Διονύσης ο Ρούσσος. Ο Σιδέρης είναι νομικός και ο Ρούσσος εργάζεται στο ιστορικό Αρχείο της Ελλάδος. Κάνει συντήρηση χαρτιού, φτιάχνει χαρτί, συντήρηση χειρογράφων κ.τ.λ. και είναι και αγιογράφος καλός. Και εγώ που εργάζομαι στην Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Καβάλας. Οι υπόλοιποι είναι μουσικοί. Ο Ρέλλος, ο Σιγανίδης, ο Βόμβολος, ο Μυστακίδης… είναι full time μουσικοί!

Γ.Β.: Θυμάμαι μία εμφάνιση στο ΜΕΤΡΟ πολύ παλιά, όπου ξεκινώντας είπατε ότι απόψε δεν θα το ξενυχτήσουμε γιατί ο κύριος Σιδέρης έχει δικαστήριο αύριο, όχι, δεν είναι κατηγορούμενος, δικηγόρος είναι ο άνθρωπος!

Αργ. Μπ.: Ναι ναι είχε πλάκα, γιατί είχε τη γραβάτα στην τσέπη και πολλές φορές γυρνούσε από τη συναυλία και πήγαινε κατευθείαν στο δικαστήριο!

Γ.Β.: Το διάστημα που μεσολάβησε από τη δημιουργία του αρχικού πυρήνα μέχρι τον πρώτο δίσκο πώς ακριβώς λειτουργούσε;

Αργ. Μπ.: Ήμασταν πολύ στενοί φίλοι, κάναμε παρέα, γράφαμε τραγούδια, δηλαδή εγώ πιο πολύ έγραφα τραγούδια, παίζαμε τραγούδια που αγαπούσαμε, ρεμπέτικα και άλλα, και περνούσαν τα χρόνια και σκεφτόμουν πως αν κάναμε δίσκο, μετά δεν θα υπήρχε διάθεση να γράψουμε τραγούδια. Και αυτό είναι αλήθεια, δηλαδή από τότε που βγάλαμε τον 1ο δίσκο, πιο δύσκολα γράφω τραγούδια απ’ ότι έγραφα πριν. Από το 70 μέχρι το 80 έγραψα πάρα πολλά τραγούδια.

Δεν θέλαμε να τα κοινοποιήσουμε, λέγαμε είναι για εμάς, είναι αυτό που λέμε πολλές φορές, δεν αξίζει τον κόπο να τα βγάλουμε προς τα έξω. Αλλά μετά έρχεται κάποια στιγμή που δεν σκέφτεσαι τα τί, τα πώς και τα γιατί, θέλεις απλώς, να δράσεις! Ε! Έφτασε μια τέτοια στιγμή και είπαμε να κάνουμε τον δίσκο.

Το 74 είχαμε κάνει μία πολύ καλή ηχογράφηση κατά τη γνώμη μου την οποία είχαμε δείξει σε μια εταιρεία, στη Λύρα, αλλά μας είχαν αποτρέψει οι άνθρωποι γιατί μας είπαν πως ήταν κάπως κανταδόρικα τα τραγούδια, ότι ήταν εκτός εποχής… Είχα πάει στη Λύρα θυμάμαι τότε και περίμενα και είχα συναντήσει τον κύριο Ελληνιάδη, ήταν πιτσιρικάς τότε, εργαζόταν στη Λύρα και θυμάμαι είχε κάτι χειρόγραφα του Ελύτη και μου έκανε εντύπωση γιατί είχαν διορθώσεις επάνω, και είπα είναι δυνατόν να διορθώνουν και τον Ελύτη! Και όμως!

Γ.Β.: Είχατε πει πως για τον πρωτο δίσκο το 81 ζητήσατε 2.000 αντίτυπα, πράγμα που θεωρήθηκε σχεδόν αλαζονεία για ανεξάρτητη παραγωγή!

Αργ. Μπ.: Είναι αλήθεια. Εγώ τότε έτσι το είχα σκεφτεί… επειδή είχαμε δανειστεί από διάφορους φίλους, άλλος είχε δώσει 100 δρχ, άλλος 500, άλλος 50δρχ. Ένας μεγάλος αριθμός φίλων, 40 – 50, είχε συμβάλει δηλαδή, και εγώ ήθελα με αυτό τον τρόπο να τους ξεχρεώσουμε. Είπαμε να βγάλουμε, λοιπόν, 2000 δίσκους και 2000 κασέτες. Είχα πάει στην Αθήνα τότε και είχα προσεγγίσει ορισμένους και μου είχαν πει ανεξάρτητη παραγωγή… υπέροχα! Αλλά όταν τους είπα ότι τυπώσαμε 4.000 κομμάτια τα οποία πήγα στο εργοστάσιο, τα κουβάλησα, τα μισά τα πήγα στην Αθήνα στο Pop Eleven του Φαληρέα και τ’ άλλα μισά σ’ ένα μαγαζί με δίσκους στη Θεσσαλονίκη, μου έλεγαν μα καλά, γιατί δεν τύπωσες 300 δίσκους.

Και είπα γιατί; Απαγορεύεται; Τους ενόχλησε αυτούς τους υπέρμαχους των ανεξάρτητων παραγωγών το ότι τυπώσαμε πολλούς δίσκους. Μου είχε κάνει εντύπωση. Αλλά ταλαιπωρηθήκαμε πολύ στη διανομή επειδή πηγαίναμε τους δίσκους στα μαγαζιά, πληρωμένους, έτοιμους, δηλαδή τα μαγαζιά τους πουλούσαν και είχαν καθαρό κέρδος, παρ’ όλα αυτά, δεν μπορούσαμε να μαζέψουμε τα χρήματα και πολλές φορές ζήσαμε πιο μεγάλες ταπεινώσεις με την ανεξάρτητη παραγωγή παρά με αν πας κάπου και κάνεις μία συμφωνία, ένα συμβόλαιο, το πουλάνε και παίρνεις ένα ποσοστό. Δηλαδή όλα είναι σχετικά αυτά. Όσο για τον αριθμό, μπορεί να ήταν μεγάλος για ανεξάρτητη παραγωγή αλλά εγώ υπολόγιζα, επειδή είχα πολλούς φίλους, ότι θα δώσουμε στον καθένα από δέκα δίσκους, θα δώσουμε και σε πιο μεγάλα μαγαζιά σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη και θα τα πουλήσουμε σιγά σιγά.

Γ.Β.: Και νομίζω, δικαιωθήκατε…

Αργ.Μπ.: Ναι είναι αλήθεια. Πουλήθηκαν σε δυο – τρεις μήνες αυτοί οι δίσκοι και τυπώσαμε άλλους.

Γ.Β.: Είχαμε μείνει στο κεφάλαιο των ζωντανών εμφανίσεων που νομίζω είναι κάτι που συνέβαλε τα μέγιστα στον μύθο του συγκροτήματος για όλους εμάς που σας βλέπουμε από παλιά. Παλιά πραγματικά θυμάμαι πως οι εμφανίσεις ξεκινούσαν και δεν τελείωναν!

Αργ. Μπ.: Ναι είναι αλήθεια αυτό! Δεν τελείωναν με τίποτα. Πολλές ώρες! Παίζαμε έξι ώρες και μετά φεύγαμε κατευθείαν στη Θεσσαλονίκη.

Γ.Β.: Θυμάμαι την αναφορά σε μία συναυλία στις γιορτές ρυζιού, όπου υπήρξε και μία παρεξήγηση με ένα παραδοσιακό μακεδονίτικο τραγούδι που λέτε.

Αργ. Μπ.: Ναι, είχαμε πει ένα τραγούδι που έλεγε τα περιστέρια έρχονται και μου χαλούν το ορίζει μου – αυτό που ορίζω, το χωράφι μου δηλαδή. Και εκεί ήταν η γιορτή του ρυζιού και μου λέν, μα πώς χαλούν το ρύζι μου, γιατί το λέτε αυτό; Πλάκα είχε! Αυτό είχε γίνει εδώ, στο νομό Θεσσαλονίκης, όπου υπάρχει μια ποικιλία ρυζιού με πολλαπλάσια παραγωγή ρυζιού απ’ ότι οι συνηθισμένες ποικιλίες.

Γ.Β.: Και επίσης θυμάμαι ότι σε μία άλλη συναυλία γνωρίσατε τον Σίμο, τον ήρωα του «Ο Σίμος είναι δασικός».

Αργ.Μπ.: Ναι, σε μία άλλη συναυλία πάλι, σε ένα χωριό της Θεσσαλονίκης είχε έρθει αυτός ο Σίμος για τον οποίο ο μπαρμπα – Σταύρος Καραμανιώλας, σήμερα 101 χρόνων, είχε γράψει ένα τραγούδι: Φεύγει ο Σίμος σήμερα η ώρα να’ν καλή, θα φάμε κάνα κότσιφα, ορτίκι και πουλί γιατί αυτός ήταν ο δασικός που τους κυνηγούσε όταν έπιαναν πουλιά, ε μετά βγήκε αυτός στη σύνταξη, έφυγε από τη Θάσο και όταν δώσαμε αυτή τη συναυλία εμφανίστηκε και αυτός ο Σίμος εκεί, ήταν πολύ ωραία!

Γ.Β.: Να μιλήσουμε λίγο για τον μπάρμπα – Σταύρο; Είναι ένα άλλο πρόσωπο της μυθολογίας των χειμερινών κολυμβητών.

Αργ. Μπ.: Ο μπάρμπα – Σταύρος είναι ένας άνθρωπος ζωντανός, έχει τον μπαξέ του, διαβάζει την εφημερίδα του, πίνει ακόμα το κρασάκι του, το τσιπουράκι του, είναι καλά, εντάξει είναι 101 ετών, ο χρόνος αφήνει κάποια σημάδια, έχει κάποιο πρόβλημα στα μάτια του αλλά εντάξει, καλά είναι. Και μάλιστα είναι εντυπωσιακό: στα 100 του χρόνια έγραψε ένα καταπληκτικό ερωτικό τραγούδι, που θα το ζήλευαν πολλοί νέοι, είναι το τραγούδι «Ο καφές» που το βάλαμε στο τελευταίο δίσκο.

Γ.Β.: Πώς γνωριστήκατε;

Αργ. Μπ.: Εγώ είχα πάει το 1975 όταν ήρθα πρώτη φορά να δουλέψω στην Καβάλα, είχα πάει στη Θάσο να δω ένα παλιό τέμπλο και βρέθηκα σε ένα χωριό εγκαταλελειμένο όπου δεν έμενε κανείς και ρώτησα αν πουλιέται τίποτα. Μ’ άρεσε πάρα πολύ, εγκατάλειψη πλήρης, μόνο ένα καφενείο… και μου είπαν, ναι υπάρχει ένα στην πλατεία δίπλα. Και αγόρασα τότε αυτό το σπίτι. Ε ο μπάρμπα – Σταύρος είναι γείτονας εκεί. Ήταν ένας άνθρωπος που ήταν γείτονας, έμαθα ότι έγραφε τραγούδια, μου άρεσαν πάρα πολύ ορισμένα. Και σε λίγα χρόνια όταν κάναμε μια συναυλία στο αρχαίο θέατρο της Θάσου, του λέω μπαρμπα – Σταύρο, να πούμε και κανένα δικό σου τραγούδι; Και είπαμε τον Ποδηλατιστή που ήταν και το πρώτο που έγραψε. Το έγραψε το 1926 όταν αγόρασε το πρώτο του ποδήλατο αυτό το τραγούδι, και εμείς το βάλαμε στον δίσκο μας το 1992! Κι εγώ ακολούθησα το παράδειγμά του• το 2009 που βγάλαμε το δίσκο 23 κόκκινα φώτα έβαλα τραγούδια που τα είχα γράψει το 1970, δηλαδή μετά από 40 χρόνια.

Γ.Β.: Μου κάνει και κάτι άλλο εντύπωση στον Ποδηλατιστή. Ότι είναι γραμμένο στη Θάσο από ένα παιδί το 1926 και είναι σα να ανήκει στην καρδιά του ρεύματος του υπερρεαλισμού που ανθούσε εκείνη την εποχή.

Αργ. Μπ.: Τί να σας πω… Δεν είναι ούτε ελαφρό, ούτε λαϊκό, είναι πάρα πολύ προσωπικό τραγούδι. Ήταν ενθουσιασμένος και έγραψε αυτούς τους στίχους στο ρυθμό που οδηγούσε το ποδήλατο! Οι στίχοι είναι τρελοί πραγματικά: Έχω και πένσα, τρόμπα, οκτάκλειδο και πένσα, έχω τιμόνι κούρσα και μπροστινό φτερό …. είναι καταπληκτικοί οι στίχοι! Και η πλάκα είναι πως ο μπάρμπα – Σταύρος σε αυτό το τραγούδι αναφέρει κάποιον ήρωα, τον μόνο ταξιτζή εκείνα τα χρόνια στον Πρίνο, είχε μια σεβρολέ…
Γ.Β.: Τον Θοδωρή
Αργ.Μπ.: Ναι τον Θοδωρή, και εγώ ύστερα από χρόνια έγραψα ένα τραγουδάκι για δύο κοπέλες που γνώρισα το 1977 – 8 σε μία ντισκοτέκ, καθόμασταν στο ίδιο τραπέζι, τις ρώτησα κάτι, μου είπαν κάτι και στο πακέτο των τσιγάρων έγραψα ένα τραγουδάκι, «Λειψά μου χαμογέλασες» και απεδείχθη ότι αυτές ήταν εγγονές του ήρωα του τραγουδιού του μπάρμπα – Σταύρου, το 1926!!! Φοβερό!

Γ.Β.: Ο χρόνος πώς λειτουργεί σε αυτά τα κομμάτια που ηχογραφούνται πολύ καιρό μετά τη σύλληψή τους;

Αργ. Μπ.: Κοιτάξτε, υπάρχουν τραγούδια, που εγώ, δεν τα εκτιμούσα ιδιαίτερα, όπως ένα τραγούδι που έχουμε στον καινούργιο δίσκο, «Κάθε βράδυ στο καφέ Αμάν»,  και έλεγα, να το πω στα παιδιά, να μην το πω… Τους λέω όταν ήμασταν στο στούντιο για τον τελευταίο δίσκο, να βάλουμε και αυτό το τραογύδι; Και μου λένε, γράψε τρία τέσσερα τραγούδια σαν και αυτό και δεν χρειάζεται άλλα να γράψεις! Και τρελάθηκα!

 

Γ.Β.: Όπως μιλούσαμε πριν για τον Ποδηλατιστή, είπαμε δεν είναι λαϊκό, δεν είναι το ένα, δεν είναι το άλλο… Οι Χειμερινοί Κολυμβητές αλήθεια, τί είναι;

Αργ. Μπ.: Τι να σας πω… Ο καθένας είναι άλλη ιστορία. Είναι μία σύζευξη πολλών μουσικών τάσεων! Ο καθένας έχει τα δικά του μουσικά ενδιαφέροντα, η δουλειά του ενός είναι διαφορετική από του άλλου και έχουμε φτιάξει αυτό το συγκρότημα που δεν δεσμεύει κάποιον. Και επειδή δεν τα δουλεύουμε τα κομμάτια και πάρα πολύ, είναι αρκετά προφανές αυτό που εκπροσωπεί ο καθένας. Και επειδή τα μέλη αυτού του συγκροτήματος είναι πολύ διαφορετικά μεταξύ τους και καλοί μουσικοί, το αποτέλεσμα που βγαίνει, είναι γοητευτικό!

Γ.Β.: Ας έρθουμε και στη συναυλία της Τρίτης στο Παλλάς. Εκτός των εκπλήξεων που θα ήθελα και εγώ να παραμείνουν εκπλήξεις, θα θέλατε να μας δώσετε ένα στίγμα για το τί θα ακούσουμε;

Αργ.Μπ.: Έχουμε πει σε τέσσερις – πέντε φίλους συναδέλφους που έχουν τραγουδήσει όλα αυτά τα χρόνια μαζί μας, αν θέλουν να έρθουν, ελπίζω να έρθουν! Θα έρθει η χορωδία του Δήμου Γλυκών Νερών με την οποία συνεργαστήκαμε στους δύο τελευταίους δίσκους, θα έχουμε διάφορους Αθηναίους φίλους! Θα δούμε τί θα προκύψει, ούτε εγώ ξέρω…! Και ξέρετε, προτιμώ και για εμάς να είναι έκπληξη αυτό που θα προκύψει, και το βασικό πιστεύω δεν είναι οι εκπλήξεις, το βασικό, είναι το συγκρότημα! Αυτό γίνεται πολλές φορές, που δίνει κάποιος μια συναυλία και λέει θα συμμετέχει αυτός και αυτός και αυτός, τελικά, καταντάει οι συμμετέχοντες να αποτελούν το μεγαλύτερο κομμάτι και το πιο αβανταδόρικο ας πούμε της συναυλίας. Εμείς προτιμάμε η συναυλία, να είμαστε εμείς! Δηλαδή αυτοί που θα έρθουν, να έρθουν για εμάς. Και γι’ αυτό και δεν θελήσαμε να πούμε ποιοί θα έρθουν.

 

Γ.Β.: Βρίσκω τυπικό του συγκροτήματος, το γεγονός πως το όνομά του προέκυψε τυχαία…

Αργ. Μπ.: Ναι τυχαία. Ονομάσαμε έτσι τον πρώτο δίσκο και επειδή δεν είχαμε δώσει όνομα στο συγκρότημα, άρχισαν και μας φώναζαν Χειμερινούς Κολυμβητές. Και τ’ αφήσαμε. Εμένα δεν μ’ αρέσει το όνομα γιατί έχει έναν προφανή συμβολισμό, δηλαδή, αυτοί που πάνε κόντρα στον καιρό, που κάνουν μπάνιο όταν δεν κάνουν οι άλλοι, δηλαδή, μου φαίνεται λόγο φτηνό.

Γ.Β.: Κι αν τους ξαναβαφτίζατε σήμερα, πώς θα τους λέγατε;

Αργ. Μπ.: Ά Έχω σκεφτεί ωραίους τίτλους: Σκέφτηκα το Καθετήρες και το Κασμάδες! Το κασμάδες το εμπνέυστηκα από ένα βιβλίο. Είχαμε πάει το 1969 στην Ευρώπη με τον Πολυτεχνείο ένα ταξίδι ένα μήνα και εγώ στο Παρίσι έκανα βόλτες στα παλαιοπωλεία και βρήκα ένα βιβλιαράκι στον πολύγραφο γραμμένο, το οποίο ήταν ένα βιβλίο του Νταλί που το έχω δει αργότερα και σε εκθέσεις. Αυτό το βιβλίο λοιπόν είχε ένα σκίτσο που έδειχνε μία αγρότισσα να οργώνει και ο σύζυγος, ο αγρότης αποτελούσε το άροτρο. Έτσι σκέφτηκα να ονομαστούμε Κασμάδες!

Γ.Β.: Και κλείνοντας θα ήθελα να μου πείτε δυο λόγια για τους ΡΟΞ… 

Αργ. Μπ.: Οι ΡΟΞ, είναι μια χορωδία, την οποία χρησιμοποιήσαμε στον δίσκο «Οι Δακοκτόνοι». Είναι διάφοροι φίλοι, από τους οποίους τρεις – τέσσερις τραγουδούν καλά, οι άλλοι, δεν μπορούν να ανοίξουν το στόμα τους. Απλώς είναι πολύ καλοί φίλοι και τους βάλαμε στη χορωδία!

Γ.Β.: Σας ευχαριστώ πολύ.

Αργ. Μπ.: Κι εγώ σας ευχαριστώ

Οι Χειμερινοί Κολυμβητές είναι οι: Κώστας Βόμβολος (ακορντεόν, τραγούδι), Δημήτρης Μυστακίδης (μπουζούκι, τραγούδι), Αργύρης Μπακιρτζής (τραγούδι), Μπάμπης Παπαδόπουλος (κιθάρα), Θόδωρος Ρέλλος (κλαρίνο), Διονύσιος (Ντένης) Ρούσσος (κιθάρα, τραγούδι), Μιχάλης Σιγανίδης (κοντραμπάσο, τραγούδι), Κώστας Σιδέρης (μεσομπούζουκο, τραγούδι).

Οι Χειμερινοί Κολυμβητές θα εμφανιστούν στο Παλλάς την Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011