Την Τσικνοπέμπτη τσίκνισα νωρίς. Αργά το μεσημέρι –νωρίς το απόγευμα. Το βράδυ ήταν ελεύθερο κι έτσι πήγα στο ΙΛΙΟΝ plus της Πατησίων. Έπαιζαν οι Holy Limbo και οι Monochromatic Visions. Δύο συγκροτήματα δηλαδή που δεν έχουν ακόμη προλάβει να αφήσουν το αποτύπωμα τους στη σύγχρονη ελληνική σκηνή, που δεν έχουν αρχίσει να δημιουργούν «κατάσταση», που δεν έχουν κυκλοφορήσει full άλμπουμ (παρά μόνο eps στο Bandcamp) που δεν έχουν συνεργασία με κάποια εταιρεία, που επιδιώκουν  να δημιουργήσουν buzz αλλά που δεν το έχουν καταφέρει ακόμη.  Δηλαδή δύο συγκροτήματα που υπολείπονται επικοινωνιακά από δεκάδες άλλα αγγλόφωνα σχήματα. Κάποια από τα μέλη τους έχουν περγαμηνές σε άλλα συγκροτήματα του πρόσφατου παρελθόντος αλλά ως “Holy Limbo” και “Monochromatic Visions” βρίσκονται στο παραπάνω σημείο. Με δυο λόγια δύο συγκροτήματα «άγνωστα». Απλώς (;) δυο ακόμη μπάντες μέσα στις τόσες που κυκλοφορούν πια εκεί έξω.

Βγαίνεις λοιπόν να πας σε ένα live σε μία «μούφα» καθημερινή του χρόνου (Τσικνοπέμπτη … ποιος πάει σε live;) που παίζουν δύο συγκροτήματα που πιθανόν δεν έχεις καν ακουστά και μένεις εντυπωσιασμένος  από αυτό που ακούς και βλέπεις.

Δεν ξέρω αν μου φαίνεται εμένα έτσι επειδή έζησα από μέσα και από έξω την ανάλογη σκηνή της δεκαετίας του ’90. Τότε τα πράγματα ήταν διαφορετικά από πολλές απόψεις και δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για μια σύγκριση του τότε με το τώρα (επιφυλάσσομαι για μελλοντικό κείμενο). Για την ώρα αρκεί να πω ότι τότε δυο χιλιάδες πρέπει να ήταν όλοι κι όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνταν με το αγγλόφωνο. Που αποτελούσαν το κοινό του. Και όταν κάποιο συγκρότημα της εποχής δεν κατάφερνε να κάνει μια  κάποια κατάσταση γύρω από το όνομα του και να τραβήξει την προσοχή του κοινού που παρακολουθούσε τη σκηνή, τότε συνήθως κάτι δεν πήγαινε καλά με  το ίδιο το συγκρότημα. (Φυσικά υπήρξαν εξαιρέσεις αυτού, όπως οι σπουδαίοι Wasteland που ποτέ δεν κατάφεραν να κερδίσουν το κοινό που τους άξιζε, όμως ο κανόνας ήταν το παραπάνω). Ενώ στις μέρες μας όπου βρεθείς πέφτεις μόνιμα πάνω σε μπάντες δεμένες, που έχουν ρίξει πάρα πολύ δουλειά, μπάντες με άνεση πάνω στη σκηνή, με παιξίματα και ενορχηστρώσεις με άποψη, με συχνά πολύ όμορφα τραγούδια και με άφθονο (και καθόλου επιτηδευμένο) πάθος. Και – παράλειψη  να μην το προσθέσω – τεχνικά μακράν αρτιότερες από τις αντίστοιχες ελληνικές μπάντες της δεκαετίας του ’90.  Σε τέτοιο επίπεδο έχει φτάσει πλέον η σύγχρονη αγγλόφωνη ελληνική σκηνή. Η οποιαδήποτε μπάντα που θα συναντήσεις βρίσκεται από ένα σημείο και πάνω.

Τα παραπάνω ισχύουν τόσο για τους Monochromatic Visions όσο και για τους Holy Limbo.

Η ψυχεδέλεια των Monochromatic Visions δεν είναι τόσο αναμνηστική των  ‘70s όσο  των πρώτων χρόνων των 80s. Όπως αυτή  τότε πέρασε σε ορισμένα (και όχι όλα) από τα συγκροτήματα του αμερικάνικου Paisley Underground. Με το απαραίτητο, διακριτικό garage άρωμα επίσης. Τους παίρνεις και τους βάζεις σε οποιοδήποτε φεστιβάλ αναβίωσης της ψυχεδέλειας (που είναι μία από τις σύγχρονες διεθνείς τάσεις) και δεν έχουν πρόβλημα. Στέκονται περίφημα και εκτιμώ και ότι θα έκαναν πολύ θετική εντύπωση. Είτε σε ένα τέτοιο φεστιβάλ, είτε σε ένα indie φεστιβάλ γενικότερα.

Οι Holy Limbo είναι πιο σύνθετη περίπτωση. Το να πεις ότι παίζουν indie – alternative δεν λέει και πολλά. Για την ακρίβεια δεν λέει τίποτα από τη στιγμή που τα παρακλάδια που στεγάζονται κάτω από τον ίδιο όρο είναι πλέον πάρα πολλά. Και το ep “First Circle” που κυκλοφόρησε το καλοκαίρι του 2015 δεν είναι αποκαλυπτικό του συνόλου του ήχου  των συναυλιών τους και των αναζητήσεων τους. Ειδικά το “Every Single Day” που επιλέχθηκε για να συνοδέψει αυτό το κείμενο είναι σίγουρα το λιγότερο χαρακτηριστικό τους τραγούδι. Τουλάχιστον στην στούντιο εκδοχή του. Γιατί στη live εκδοχή του είναι δραστικά μεταμορφωμένο.

Η μουσική των Holy Limbo έχει συχνές εναλλαγές ύφους (συχνότατα και μέσα στο ίδιο τραγούδι): Indie rock, ταξιδιάρικο downtempo, tutti αλά hard rock από το πουθενά, alternative pop, σύντομα stoner περάσματα, post riffs… Όλα αυτά (και άλλα ακόμη), δημιουργικά αφομοιωμένα, δημιουργούν μία Holy Limbo εμπειρία που καλύτερο είναι να την παρακολουθήσει κανείς από κοντά παρά να διαβάζει για αυτή.

Τα δύο αυτά συγκροτήματα ήταν  μόνο η αφορμή αυτού του κειμένου. Υπάρχουν πολλές δεκάδες εκεί έξω. Και λίγα λέω. Όχι μόνο αγγλόφωνα βέβαια. Και στο ελληνόφωνο συμβαίνει μια αντίστοιχη δημιουργική έξαρση, τουλάχιστον για όσα σχήματα και μεμονωμένους καλλιτέχνες δεν εξακολουθούν να προσπαθούν να τραβήξουν  την προσοχή μετερχόμενοι «σουσούμια» και τεχνικές του πάλαι ποτέ πανταχού παρόντος έντεχνου.

Και στον χώρο το πιο πειραματικών αναζητήσεων εμφανίζεται δημιουργικότητα, άλλο που δεν την παίρνουμε εύκολα είδηση επειδή ακριβώς είναι του … πειραματικού χώρου.

Για την jazz σκηνή δεν το συζητάμε καν. Έχει περάσει σε άλλη σφαίρα.

Το ζήτημα είναι ότι πλέον, στα καλά καθούμενα και εκεί που δεν το περιμένεις απαραίτητα, πέφτεις επάνω σε σχήματα που παρά τις διαρκώς όλο και πιο αντίξοες συνθήκες δημιουργούν. Με γνώση, άποψη και αισθητική. Δεν έχουν απλώς και μόνο πάθος και θέληση. Έχουν και όλα τα προηγούμενα. Δημιουργούν είτε ακολουθώντας ένα συγκεκριμένο μουσικό ρεύμα, είτε παρουσιάζοντας μια πιο προσωπική μουσική γλώσσα. Αυτό είναι μία κατάκτηση των τελευταίων ετών. Δεν συνέβαινε πάντα. Και άρα σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτονόητο.

Και ακόμη και όταν αυτό που παρουσιάζουν δεν είναι ακριβώς του γούστου σου ή δεν είναι η δική σου «φάση», δεν μπορείς παρά να θαυμάσεις.

Φωτογραφία: Πέτρος Πουλόπουλος