Ο Αντώνης Μυριαγκός είναι ένας από τους εξαιρετικούς ηθοποιούς της γενιάς του – και όχι μόνο… Η υποκριτική του αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα συνδυασμού σημαντικού ταλέντου και σκληρής δουλειάς. Έχοντας ως δάσκαλο και συνεργάτη, από τα πρώτα του βήματα, τον Θεόδωρο Τερζόπουλο είχε την ευκαιρία να μυηθεί στη μέθοδό του και να την εκφράσει μέσω του σώματος και του λόγου του με ιδανικό τρόπο. Το “Amor”, στο οποίο συμπρωταγωνιστεί με την Αγλαΐα Παππά αυτή τη χρονιά, είναι ένα πεδίο στο οποίο η τέχνη και η τεχνική του γεμίζουν την παράσταση. Ο ηθοποιός παλεύει επάξια στη … σκηνή του θεάτρου, στης Ευρώπης τον πάτο με το αδυσώπητο πετροβόλημα των αριθμών που σαν σφαίρες διαπερνούν ακόμα και την ανάγκη του ανθρώπου για αγάπη. Ο Αντώνης Μυριαγκός – εν μέσω προβών για επερχόμενη παράσταση – συνομίλησε μαζί μας τόσο για τη δημιουργική διαδικασία της παράστασης όσο και την αγάπη που πάντα μένει στο τέλος (;)

Συνέντευξη: Μαριάννα Παπάκη

Culturenow.gr: Αρχίζοντας την κουβέντα μας θα ήθελα να ρωτήσω τί διαφορετικό βρίσκετε στο «Amor» σε σχέση με τις προηγούμενες δουλειές του Θ. Τερζόπουλου.

Αντώνης Μυριαγκός: Πρώτα από όλα θα ήθελα να πω πως η παράσταση καταπιάνεται ουσιαστικά με την κατάσταση που ζει σήμερα ο άνθρωπος. Το αδιέξοδο της τραπεζοκρατίας που έχει επιβληθεί γενικά και που στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια το βιώνουμε τόσο άμεσα… Αυτή ήταν και μία από τις αφορμές για τη νέα παράσταση του Θ. Τερζόπουλου. Υπήρχε μεγάλη ανάγκη να παρουσιαστεί μία παράσταση για το σήμερα και το σήμερα ενδεχομένως ως προβολή του μέλλοντος.Tον σκηνοθέτη δεν τον απασχολούσε το τώρα ως καθαρά επίκαιρος σχολιασμός αφού μέσα από τη δική του οπτική θίγει και οντολογικά ζητήματα. Η παράσταση “Amor” είναι μια συνέχεια της παράστασης “Alarme”. Ενώ λοιπόν στο “Alarme” είχαμε τη διαφθορά της εξουσίας των δύο βασιλισσών, εδώ έχουμε τη διαφθορά των υπηκόων που σε αυτό το σημείο βρίσκεται και ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Το αβγό του φιδιού επωάζει στην κοινωνία. Εδώ λοιπόν μπορεί κάποιος να εντοπίσει μία διαφορά. Επίσης, αυτό που βρίσκω εγώ ως διαφορετικό είναι πως το “Amor” είναι μια πρόταση του Τερζόπουλου να κάνει μια λαϊκή παράσταση – όχι λαϊκίζουσα  – που σε αυτή όμως να μπορεί να ανατρέξει κανείς και να βρει τις αναφορές σε σχέση με το θέατρο, τις διάφορες εποχές και τους κώδικές του. Από τον Μπέκετ μέχρι τον Σαρλό, τον Μίλερ, τον Μπρεχτ. Ήταν μια αγωνία να είναι μια μετα-επιθεώρηση κατά έναν τρόπο. Οπότε εκεί, μπορεί να πει κανείς ότι αποπειράται να ανοίξει τη γκάμα του και με την ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ που έχει και τον σαρκασμό, να βάλει τον θεατή μέσα. Αυτή βέβαια η διάσταση υπάρχει στη φιλοσοφία του Τερζόπουλου αλλά σε αυτή την παράσταση επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό γιατί είναι ένα θέμα που μας καίει όλους. Η τρέλα των αριθμών, οι golden boys, η απληστία, η αριθμολαγνεία ενυπάρχουν στον άνθρωπο.

Cul.N.: Η ερώτηση περί διαφορετικότητας τέθηκε γιατί ήταν μια σκέψη μου παρακολουθώντας την παράσταση. Το έργο των μεγάλων καλλιτεχνών μπορεί φαινομενικά να αγγίζει μία ελίτ αλλά κατά βάση είναι λαϊκό.

Α.Μ.: Υπάρχει βέβαια μεγάλη δυσκολία να κατανοηθούν τα νοήματα. Εάν ο ηθοποιός έχει το 50% της ευθύνης, το άλλο 50% είναι ευθύνη του θεατή. Με άλλα λόγια πρέπει και ο θεατής να έρθει λίγο ανοιχτός να καταλάβει την παράσταση. Και το λέω για παραστάσεις που έχουν κάποιους κώδικες, υπάρχει μια τελετουργία. Παρόλα αυτά νομίζω πως η αγωνία όλων μας για την παράσταση ήταν αυτή. Πώς θα μιλήσουμε στον κόσμο για όλο αυτό που συμβαίνει… Με κείμενο που να περιγράφει την κατάσταση; Θα μπορούσε να γίνει και αυτό. Όμως τα πράγματα έχουν αποκαλυφθεί πια. Δε χρειάζεται να μπούμε σε λεπτομέρειες.

Cul.N.: Και η αγάπη; Είναι τελικά διέξοδος και λύση;

Α.Μ.: Βλέπουμε έναν άντρα και μία γυναίκα (Αγλαΐα Παππά) που φαινομενικά δεν επικοινωνούν αλλά επικαλούνται την αγάπη. Υπάρχει η αγάπη ως μοναδική απάντηση στα ερωτήματά μας. Αλλά για μένα υπάρχει ένα ερωτηματικό στο τέλος αυτής της φράσης. Είναι διττή. Γιατί στο τέλος και η γυναίκα και ο άντρας, ο καθένας, κλείνεται στο καβούκι του. Η γυναίκα κλείνεται, στην κατασκευή μέσα στην οποία βρίσκεται, που μοιάζει με σωλήνα και ο άντρας πάει να φύγει, να το σκάσει ακόμα και να φουντάρει θα μπορούσε να πει κανείς. Ενώ επικαλούνται το amor δεν συναντιούνται ποτέ. Είναι ένα κλείσιμο ματιού.

Cul.N.: Η παράσταση είναι μια σκηνική σύνθεση με αφορμή ένα κείμενο του Θανάση Αλευρά. Πείτε μας λίγα λόγια για τη δημιουργική διαδικασία και τη σχέση του κειμένου με την παράσταση και την ερμηνεία.

Α.Μ.: Το κείμενο ήταν μια ιδέα του σκηνοθέτη. Μας μάζεψε κάποια στιγμή και ζήτησε από τον Θανάση Αλευρά, πρώην ηθοποιό του Τερζόπουλου, συνεργάτη και πολύ καλό συνάδελφο,  που γράφει τα τελευταία χρόνια να γράψει ένα κείμενο. Μέσα από δουλειά του Θανάση και του Θ. Τερζόπουλου γράφτηκε ένα κείμενο το οποίο ξαναγράφτηκε και ξαναγράφτηκε πολλές φορές. Όταν μπήκαμε στη διαδικασία των προβών αυτό το κείμενο ξαναγράφτηκε και άλλες φορές. Με λίγα λόγια ο Θανάσης πρέπει να έχει γράψει ένα τεράστιο υλικό! Μέσα από τις πρόβες όμως συνέβαινε το εξής· Βλέπαμε πολλές φορές ότι το κείμενο δεν άντεχε αυτό που ζητούσε και ο ίδιος ο Τερζόπουλος, να ανοίξει ένας χώρος που με άξονα το σώμα πάντα, να μπορέσει να δημιουργηθεί μια συγκεκριμένη λειτουργία που θα γινόταν ο μοχλός που θα ζωντάνευε το εγχείρημα. Με λίγα λόγια αυτό που έμεινε τελικά από όλο το κείμενο ήταν ένα σενάριο το πολύ 10 σελίδες το οποίο αυτό ήταν και η παράσταση πια. Το κείμενο ήταν η αφορμή αλλά όσο πηγαίναμε πιο βαθιά βλέπαμε ότι το κείμενο δεν ήταν αρκετό. Κάποιες φορές τα λόγια δεν είναι αρκετά για να ζωντανέψουν μια κατάσταση.

Cul.N.: Όταν πήρατε το κείμενο στα χέρια σας πώς σκεφτήκατε να αντιμετωπίσετε το δικό σας ρόλο που μοιάζει με ποταμό αριθμών;

Α.Μ.: Όταν  πήρα αυτό το χαρτί στα χέρια μου βρέθηκα σε αδιέξοδο. Γιατί στην αρχή προσπάθησα να απομνημονεύσω κάποιους αριθμούς και να δω τί μπορώ να κάνω με αυτούς. Βέβαια, αυτό δεν μπορούσε να λειτουργήσει γιατί ήταν σαν σπαζοκεφαλιά. Οπότε έπρεπε να λειτουργήσουμε αντίστροφα. Έπρεπε πρώτα να βρεθεί στο σώμα αυτή η σχεδόν Διονυσιακή μανία του υπολογισμού. Να καταγραφεί πρώτα στο σώμα και να δούμε πως από το σώμα προκύπτει ο λόγος για να γίνει αυτό παραστάσιμο και ελεύθερο και όχι αυτιστικό. Υπάρχει ένα σενάριο που είναι το σενάριο της παράστασης πια. Υπάρχουν κάποιοι αριθμοί και κάποιες λέξεις- κλειδιά και το μεγαλύτερο μέρος είναι αυτοσχεδιασμός. Η παράσταση είναι χρονομετρημένη. Ξέρουμε πολύ καλά πού θέλουμε να φτάσουμε. Αυστηρά πλαίσια αλλιώς θα παρέπαιε και δεν θα έδινε τη δυνατότητα ελευθερίας στους ηθοποιούς εάν δεν ήταν αυστηρά τα όρια.

Cul.N.: Και οι αναφορές ενδεχομένως του ρόλου;

Α.Μ.: Τώρα όσον αναφορά τον ρόλο, η αναφορά μου ήταν τα golden boys. Δε χρειάστηκε πολύ δηλαδή για να μπω σε αυτή τη διαδικασία. Από τη στιγμή που βρέθηκε στο σώμα η λειτουργία, έπρεπε να δημιουργήσω ένα μοντέλο που να αγκαλιάσει το μέσο όρο του ανθρώπου ουσιαστικά που είναι θύτης και θύμα μαζί. Ο άνθρωπος αυτός είναι τόσο άπληστος για το κέρδος που ουσιαστικά ο ίδιος καταντά να γίνεται μία αριθμομηχανή. Αν το πρόσεξες ο ίδιος κάποια στιγμή ερωτοτροπεί με τους αριθμούς. Φτάνει τελικά η λατρεία του για τους αριθμούς και το χρήμα να περνάει μέσα από τη λίμπιντο, από τη σεξουαλικότητα του. Και η σχέση του με τη γυναίκα είναι καθαρά μέσα από τη δική του αδιέξοδη απληστία. Η αποθέωση του αποανθρωπισμού.

Cul.N.: Μοιάζει να γεννιέται τη στιγμή της παράστασης μια νέα γλώσσα που μπορεί να έχει κάποια σχέση με τη Μπεκετική γλώσσα αλλά είναι κάτι σύγχρονό μας. Πώς φτάνει μία παράσταση στο σημείο να δημιουργεί μία νέα θεατρική γλώσσα;

Α.Μ.: Αυτό είναι αποτέλεσμα της δουλειάς που κάναμε και της δουλειάς που κάνει ο Τερζόπουλος φυσικά ο οποίος δουλεύει πάρα πολύ με το σώμα αλλά με το σώμα – λόγο. Σαφώς και μπορούμε να μιλήσουμε για θέατρα των οποίων η εκκίνηση είναι διαφορετική:  Είναι το σώμα, ο λόγος, η ψυχή αλλά καταλήγουμε στο ίδιο σημείο. Η αλήθεια είναι μία οι τρόποι για να φτάσουμε σε αυτήν είναι πολλοί. Ο Τερζόπουλος κάνει μια απίστευτα εξαντλητική και ερευνητική εργασία πάνω στον ηθοποιό και μαζί με τον ηθοποιό μέσα από τις πρόβες. Ουσιαστικά αυτή είναι η έρευνά μας και η αγωνία μας να δομήσουμε και να φτιάξουμε νέα γλώσσα. Όποτε επιτυγχάνεται αυτό είναι πολύ σημαντικό. Θα μπορούσα να αναφέρω ένα λογοπαίγνιο του κειμένου ξερά. Δεν γινόταν όμως. Έπρεπε να είναι προϊόν της δικής μου αποτύπωσης. Έπρεπε να βγαίνει από το σώμα. Το σώμα ανοίγει το χρόνο και αν πρόσεξες στην παράσταση χρειάστηκαν 15 λεπτά από αυτή την αριθμολογία για να φτάσω κάπου. Σημαντικό ρόλο παίζει η επανάληψη, που δεν είναι όμως μια στείρα επανάληψη, συνεχώς σκάβει και ανοίγει το χώρο. Βλέπεις εκεί τη γέννηση αυτού του πράγματος. Βλέπεις πώς γεννιέται αυτή η νέα γλώσσα και αλλά πώς αυτοαναιρείται.

Cul.N.: Και αυτό στη δική σας περίπτωση είναι ένα αποτέλεσμα που προκύπτει  όχι μόνο από τη  δουλειά της συγκεκριμένης παράστασης αλλά των 8 χρόνων συνεργασίας και μαθητείας στη μέθοδο του Τερζόπουλου.

Α.Μ.: Ακριβώς! Άλλωστε κι εγώ δεν έφτασα σε αυτό το σημείο μόνος μου. Έχω μάθει όλα αυτά τα χρόνια να αποκωδικοποιώ τη γλώσσα του Τερζόπουλου, όσο μπορώ τέλος πάντων, και μέσα από την τριβή που έχω γεννήθηκε αυτό το αποτέλεσμα. Και δεν ήταν μια απλή εκτέλεση, μπήκε και ο Αντώνης εκεί μέσα σε αυτό. Και ο ηθοποιός όταν νιώσει αυτοπεποίθηση πρέπει να πάρει λίγο την κατάσταση στα χέρια του. Και σε αυτό το σημείο ευγνωμονώ τον σκηνοθέτη γιατί μου έδωσε θάρρος, μου έδειξε εμπιστοσύνη και μου είπε Αντώνη έχεις φτάσει σε ένα σημείο ωριμότητας πάρτο πάνω σου, δεν θα είμαι εγώ από κάτω…

Cul.N.: Πολύ σημαντικό, δεν είναι αυτονόητο

A.M.: Όχι δεν είναι. Για μένα σε αυτή τη δουλειά συναντάται ο 20ος και ο 21ος αι. Εγώ σε αυτή τη δουλειά έχω δει την επιθεώρηση, ακόμα και τη δική μας επιθεώρηση στην Ελλάδα του 50, ακόμα και τον Βουβό κινηματογράφο, τον Μπέκετ, τον Μίλερ, τον Μπρεχτ… Για μένα είναι ένα πανόραμα αυτή η δουλειά.

Cul.N.: Εκτός από τη συνεργασία σας με το θέατρο «Άττις» όμως, κατά καιρούς κάνετε και άλλες συνεργασίες. Είναι εύκολη η προσαρμογή σε έναν άλλο τρόπο δουλειάς;

Α.Μ.: Δεν είναι πάντα εύκολη αλλά σκοπός είναι κάθε φορά να γίνεται πιο ανώδυνα. Είναι σημαντικό για έναν ηθοποιό να μπορεί να ελίσσεται. Να μην είναι δύσκαμπτος. Άλλωστε δεν υπάρχουν στεγανά. Κάθε διαφορετική εμπειρία είναι χρήσιμη. Εγώ έχω καταφέρει να αναζητήσω συνεργασίες και έξω από το θέατρο Άττις κι αυτό γιατί είναι σημαντικό να έχεις διαφορικές εμπειρίες και μέσα από αυτές, καταλαβαίνεις πού θέλεις να το πας και εσύ ο ίδιος. Να παίρνεις τις αποφάσεις μόνος σου και ειδικά δουλεύοντας με νέους ανθρώπους. Είναι σημαντικό να συνομιλείς και ισότιμα πια να δεις τί έχεις εσύ να προτείνεις, αν έχεις να προτείνεις! Κάθε φορά που μου δίνεται αυτή η ευκαιρία προσπαθώ να μην την αφήνω να πηγαίνει χαμένη.

Cul.N.: Η πρώτη σας επαφή με τον κόσμο της τέχνης όμως ήταν με τα εικαστικά. Το θέατρο πώς προέκυψε;

Α.Μ.: Ναι, η πρώτη μου ενασχόληση με την τέχνη δεν ήταν το θέατρο ήταν τα εικαστικά. Σπούδασα στη Σχολή Καλών Τεχνών. Άλλωστε η αδερφή μου, η οποία είναι επίσης ηθοποιός, ήταν εκείνη που είχε ασχοληθεί από την αρχή με το θέατρο. Τα είχαμε χωρίσει κατά κάποιο τρόπο τα πράγματα. Και ούτε μου είχε περάσει ποτέ από το μυαλό ότι θα ασχοληθώ επαγγελματικά με το θέατρο. Όταν τέλειωσα τη σχολή δούλεψα ένα χρόνο στο ατελιέ, ετοιμαζόμουν να κάνω έκθεση αλλά ξαφνικά βρέθηκα σε ένα σημείο να έχω ανάγκη κάτι άλλο, ίσως πιο επικοινωνιακό. Και έτσι, σε μεγάλη σχετικά ηλικία στα 27-28 αποφάσισα να δώσω και μία άλλη ευκαιρία στον εαυτό μου και να ασχοληθώ με το θέατρο και τελικά μου βγήκε σε καλό. Να πω βέβαια πως υπήρχε μία σχέση με τη σκηνή αφού από τα 20 περίπου και για αρκετά χρόνια, στα χρόνια της σχολής, έπαιζα ως κομπάρσος σε όπερες στο Μέγαρο Μουσικής για να βγάλω τα προς το ζην. Είχα δηλαδή μια οικειότητα και μια χαρά με τη σκηνή, δεν είχα φόβο. Τέλειωσα τη σχολή του Εμπρός με τη Μακράκη, τον Μπαντή, τον Καταλειφό, ήμουν τυχερός ως προς αυτό, είχα καλούς δασκάλους. Μετά τη σχολή, εκτός από μία δουλειά που είχα κάνει στην πειραματική σκηνή του Εθνικού, δούλεψα από τότε με τον Τερζόπουλο. Και έτσι χωρίς να το καταλάβεις, σφυρηλατείται και το κριτήριό σου. Θυμάμαι συναδέλφους νέους τότε όπως εγώ που μου έλεγαν μετά την πρώτη δουλειά με τον Τερζόπουλο: «Άντε πήγαινε παρακάτω τώρα, κάνε κάτι άλλο». Αλλά εγώ δεν ήμουν έτοιμος να φύγω, δεν ένιωθα καμία βιασύνη. Καμιά φορά οι νέοι άνθρωποι κάνουν σημαντικά λάθη λόγω της βιασύνης τους με το άγχος να γεμίσουν το βιογραφικό τους, να κάνουν περατζάδα από όσο γίνεται και περισσότερους σκηνοθέτες και να γίνουν γνωστοί στον κόσμο. Αλλά αυτό δεν είναι το ζητούμενο! Ίσως έπαιζε ρόλο ότι εγώ αποφάσισα σε μεγάλη ηλικία να γίνω ηθοποιός και ήμουν πιο συνειδητοποιημένος.

Cul.N.: Και κρίνοντας από την πορεία σας, σας βγήκε σε καλό. Άλλωστε και μόνο οι εμπειρίες που έχετε ζήσει γυρίζοντας όλο τον κόσμο είναι σπουδαίες. Οι ανοιχτοί ορίζοντες είναι σημαντικό στοιχείο για έναν καλλιτέχνη.

Α.Μ.: Σαφώς και εκεί είναι που σκληραγωγείσαι και χαλυβδώνεται ο ψυχισμός σου ως ηθοποιός. Βλέπεις άλλους θιάσους, πώς κινούνται, γνωρίζεις σημαντικούς ανθρώπους… Εγώ ήμουν 1.5 μήνα στην Πολωνία στο Ίδρυμα Γκροτόφσκι και σκηνοθετήσαμε εκεί το «Μάουζερ» με Πολωνούς ηθοποιούς.

Cul.N.: Πώς ήταν αυτή η εμπειρία;

A.M.: Ήταν πάρα πολύ σημαντικό κομμάτι γιατί γνώρισα καταρχήν μια χώρα που δεν μπορώ να πω ότι μου είχε δοθεί η ευκαιρία να γνωρίσω πολύ. Μια πολύ σημαντική χώρα με έναν πολύ σημαντικό λαό.

Cul.N.: Και μια χώρα αρκετά δραστήρια και στα σύγχρονα πράγματα στον πολιτισμό.

Α.Μ.: Πάντα η Πολωνία ήταν μια χώρα-κεφάλαιο σε ό, τι αφορά στις τέχνες και τον πολιτισμό. Σοπέν, Κισλόφσκι, Καντόρ, Γκροτόφκι… ποιό όνομα να πρωτοαναφέρουμε. Και έναν λαό πονεμένο και κατατρεγμένο και από τους Γερμανούς και από τους Ρώσους.

Cul.N.: Και για να έρθουμε προς το τέλος της ενδιαφέρουσας αυτής κουβέντας μας, υπάρχουν νέα άμεσα σχέδια;

Α.Μ.: Κάνω πρόβες αυτή τη στιγμή με την Αλεξία Καλτσίκη και τον Άρη Αρμαγανίδη για την παράσταση «Το παγκάκι του κανένα». Πρόκειται για ένα έργο του Μισέλ Φάις που σκηνοθετεί η Αλεξία και θα παρουσιαστεί από τις 17 Φεβρουαρίου στο θέατρο 104.

Φωτογραφίες: Johanna Weber

Η παράσταση “Amor” σε σκηνοθεσία του Θεόδωρου Τερζόπουλου παρουσιάζεται στο Θέατρο Άττις.